Του Κωνσταντίνου Πουλή
«Με τους χορούς και τις παραδοσιακές μας ενδυμασίες
πρέπει να δείξουμε στους εταίρους μας
ότι ο ελληνικός λαός είναι κυρίαρχος και ενωμένος»
Η ιδέα να εορταστεί η 25η Μαρτίου με δημοτικό γλέντι είναι από κάθε άποψη κωμική, στην καλύτερη περίπτωση. Η σύνδεση της εθνικής ιδέας με τα δημοτικά είναι, για την ακρίβεια, παλιά και δοκιμασμένη κωμική συνταγή. Αρκεί να ξεκινήσει να διαβάζει κανείς για στρατιώτες που μοιράζουν σημαιάκια ή για την παρέλαση από μοσχοπληρωμένα Λέοπαρντ και νταούλια να θυμίζουν τις αγορές που θα χόρευαν προεκλογικά ‒ τώρα χορεύουν μάλλον καθώς μας πουλάνε κι άλλα Λέοπαρντ. Κι όλα αυτά με την επίκληση του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη. Η αφορμή όμως του παρόντος είναι η μουσικοχορευτική πλευρά του θέματος.
Το μοραΐτικο δημοτικό τραγούδι έχει πολύ λίγους φίλους ανάμεσα στους νέους της Αθήνας, διότι έχει συμβεί μια ιστορική αδικία εις βάρος του: ενώ από τη δεκαετία του ’80 άρχισαν να επανεμφανίζονται ούτια και κανονάκια, να ακμάζει και να συγκινεί το σμυρνέικο και το πολίτικο, τα τσαμικοκαλαματιανά είχαν ανεπίστροφα καταδικαστεί λόγω της χούντας. Εγώ συμβαίνει να προέρχομαι από οικογένεια της Πελοποννήσου που έχει το συνήθειο να τραγουδάει, κι έτσι ευτυχώς δεν παρασύρθηκα από αυτή τη μόδα. Όποιος αγαπάει λοιπόν τα κλαρίνα με γεια του με χαρά του, συμβαίνει μάλιστα να συμμερίζομαι το γούστο του στη μουσική. Εξάλλου είναι ένα ακόμη παράδοξο της εποχής, οι «πατριώτες» της Χρυσής Αυγής να ευφραίνονται με χέβι μέταλ, και να έχουν απομείνει τα φρικιά να παίζουν παραδοσιακά όργανα, να τραγουδούν και να μελετούν τα τραγούδια των παππούδων τους. Όμως εκεί το πράγμα είναι πιο χαριτωμένο γιατί συμβαίνει ερήμην της ιδεολογίας (μερικές φορές μάλιστα σε πείσμα της). Στη σχολική φιέστα της φουστανέλας όμως δεν υπάρχει τίποτε εκτός ιδεολογίας. Γλεντάμε μαζί, λαός και στρατός, για να γιορτάσουμε τη λεβεντιά μας.
Αν ήθελε κανείς να επιμείνει σχολαστικά θα έλεγε ότι δεν υπάρχει τρόπος να κατανοήσεις την τέχνη που να είναι μόνο καλλιτεχνικός. Πάντοτε υπεισέρχονται εξωκαλλιτεχνικά κριτήρια. Η ιδέα ότι μας αρέσει κάτι απλώς επειδή είναι ωραίο διατυπώνεται μόνο από όσους δεν έχουν καθόλου αντιληφθεί τους μηχανισμούς που τους φέρνουν ένα έργο στο πιάτο μέχρι να νομίζουν εκείνοι ότι τους αρέσει αυθόρμητα. Ας το δεχτούμε αυτό. Μπορούμε όμως να ζητήσουμε να μην παίρνουν το πάνω χέρι τα ιδεολογικά κριτήρια. Το γεγονός ότι ποτέ δεν υπάρχει καθαρή αισθητική κρίση δεν σημαίνει ότι όλες οι ιδεολογικές χρήσεις είναι νόμιμες και ισοβαρείς! Θέλει κανείς να δακρύσει με τα κλαρίνα; Να χτυπήσει το πόδι του στον τσάμικο; Να ντυθεί ακόμα ακόμα με φουστανέλα, σαν άλλος Θεόφιλος; Ας είναι. Δεν είναι τόσο δύσκολο να ξεχωρίσουμε όμως αυτόν που βγάζει δεκάρικους πάνω στα αρχαία μάρμαρα και τις φουστανέλες. Χαριτωμένο είναι το παράδειγμα με τον λαογραφικό εντοπισμό της αρχικής κοιτίδας του τραγουδιού του Γεφυριού της Άρτας, η οποία μετακινείται καθώς αλλάζουν οι συνθήκες της εξωτερικής πολιτικής, με τους ανταγωνισμούς μεταξύ Ρουμάνων και Ούγγρων να απολήγουν σε αντίστοιχες και μετακινούμενες τοποθετήσεις.
Πάντα σε αυτές τις ιστορίες της εθνικής καλλιτεχνικής ανάτασης έχει γούστο να εντοπίζει κανείς τη γερμανική ρίζα τους. Τώρα μάλιστα που ο αντιαμερικανισμός έχει παραδώσει τα σκήπτρα στον αντιγερμανισμό, τόσο το καλύτερο: η Ελλάδα λοιπόν δημιούργησε μια παράδοση παραστάσεων τραγωδίας για την οποία είναι πολύ υπερήφανη που συνεχίζει το έργο των άμεσων προγόνων της. Προτιμά να ξεχνά ότι αυτή η παράδοση είχε κι αυτή στην αρχή τον Γερμανό της (καλά, αυστριακό που εργάστηκε στο Βερολίνο), που λεγόταν Ράινχαρντ, δίπλα στον οποίον μαθήτευσαν ο Ροντήρης και ο Πολίτης και επέστρεψαν εδώ για να διδάξουμε εμείς με τη σειρά μας πώς παίζεται η τραγωδία στους κουτόφραγκους, που όταν εμείς σπουδάζαμε στα πανεπιστήμιά τους εκείνοι έτρωγαν βελανίδια. Το ίδιο με τα δημοτικά τραγούδια. Η γερμανική λαογραφία θέτει ως σκοπό της την «αυτεπίγνωση της εθνότητος». Αυτή η λαογραφία θα αποτελέσει το πρότυπο της ελληνικής, όταν θα πρωτοσυγκροτηθεί ως επιστήμη για να μαζέψει το υλικό των δημοτικών τραγουδιών μας. Έτσι έγραφε ο Μέγας πως «η ιστορία της γερμανικής λαογραφίας είναι αυτή αύτη η ιστορία της λαογραφίας», μιας επιστήμης που γεννιέται μαζί με τον εθνικισμό, προκειμένου να τον ενισχύσει.
Το χαρακτηριστικό της εποχής που γέννησε αυτά τα τραγούδια, σε αντίθεση με την εποχή που τα μελετά ή τα χρησιμοποιεί ιδεολογικά, είναι ότι δεν γνώριζε άλλα. Η γιαγιά μου δεν «άκουγε δημοτικά», όπως κανείς σήμερα ακούει τζαζ, κλασική μουσική ή σκυλάδικα. Τα άκουγε γιατί μόνο αυτά υπήρχαν. Ήταν το φυσικό της οξυγόνο. Σε εμάς έχει χαθεί αυτή η αθωότητα, γιατί είμαστε μοντέρνοι. Ζούμε στον κόσμο των επιλογών, πραγματικών ή φανταστικών. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο λοιπόν, τα τσάμικα της εθνικής φιέστας αφήνουν την αναμενόμενη γεύση ενός πανηγυριού της ιδεολογίας, όπου δεν υπάρχει παραφωνία γιατί η παραφωνία είναι το ίδιο το γλέντι.
Η ελληνική αυτοκατανόηση μοιραζόταν από παλιά ανάμεσα στην πικρία που δεν είμαστε πιο Ευρωπαίοι, «κανονικό κράτος» θα το έλεγε η Καθημερινή, και αυτούς που αντέστρεφαν αυτή την αδυναμία σε πολύτιμο ρωμέικο καμάρι. Μέσα σε αυτή τη μόνιμη αντιφατικότητα, εξακολουθούμε να ταλαντευόμαστε ανάμεσα στην υπερηφάνεια του λαϊκού και το δέος προς την Εσπερία. Ένα δέος όλο επιθετικότητα, γι’ αυτό ακόμη πιο θλιβερό.
Τον άνθρωπο που ακούει κλαρίνο και δακρύζει τον καταλαβαίνω, είμαι από μουσική άποψη με το μέρος του. Τον άνθρωπο που ακούει κλαρίνο και σκέφτεται μια θεωρία τον παρακολουθώ με κάποια συγκατάβαση, όπως αντιμετωπίζεις έναν Εγγλέζο σε ικαριώτικο πανηγύρι. Αυτός όμως που ταυτίζει τα τραγούδια με την πατρίδα του και καμαρώνει μου προκαλεί φοβάμαι απέχθεια, γιατί χρησιμοποιεί έργα που θαυμάζω και αγαπώ για παράτες.