«Εγώ στραγγαλίστηκα για την ελευθερία της πατρίδας και ‘σεις στραγγαλίζετε την πατρίδα…»
Το 1757 γεννήθηκε ο Ρήγας Φεραίος. Το 1857 πέθανε ο Διονύσιος Σολωμός. Έτσι, στην Ελλάδα του 1957, το μετεμφυλιακό κράτος γιορτάζει με τον γνώριμο «ακαδημαϊκό» τρόπο τις δυο αυτές επετείους. Το γεγονός θα σταθεί αφορμή για τον Κώστα Βάρναλη να γράψει ένα κείμενο με τίτλο «Τα εκατόχρονα του Σολωμού». Ο Βάρναλης «ξαναζωντανεύει» τους δύο άνδρες, βάζοντάς τους αντιμέτωπους με εκείνους που υποκριτικά τιμούν τη μνήμη τους. Αναδημοσιεύουμε εδώ το απόσπασμα που αναφέρεται στον Ρήγα (ο τίτλος είναι της Σύνταξης του Δρόμου).
Έγινε, ας πούμε, και η επισημότερη τελετή για τα διακόσια χρόνια του Ρήγα (ύστερ’ από τα εκατό του Σολωμού) στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου ή της Ακαδημίας. Τελετή με προσκλήσεις. Όλοι τους Ένας-Ένας, οι αριστείς της εθνικοφροσύνης, οι γαλαζοαίματοι εχθροί του λαού με τα παράσημά τους και κανένας, φυσικά, άνθρωπος του λαού με τους ρόζους στα χέρια.
Είπαν oι ρήτορες εις ώτα μη ακουόντων και εις γλώσσαν των αιθουσών: «Ο Ρήγας, ο πρωτομάρτυς και πρόδρομος της ελληνικής επαναστάσεως, εγεννήθη εν Βελεστίνω το 1757. Το πραγματικόν του όνομα ήτο Αντώνιος Κυριαζής. Αρχικώς ήτο διδάσκαλος… Ετοιμαζόμενος να κατέλθει εις Ελλάδα προς υποκίνησιν επαναστάσεως συνελήφθει υπό των Αυστριακών και παραδοθείς εις τους Τούρκους εστραγγαλίσθη…».
Κανένας δεν άκουε. Όλοι κρυφοκοιτάζανε τα ρωλόγια τους πότε θα τελειώσει αυτή η κρύα υπόθεση. Ο Ρήγας όμως, ο μαρμαρωμένος, άκουσε τ’ όνομά του κι έβαλε αυτί. Κόκκινος (από θυμό) πήδηξε από το βάθρο του κι έτρεξε ν’ ανεβεί τις σκάλες να μπει στην αίθουσα, μα οι κλητήρες τον εμποδίσανε. Δεν είχε… πρόσκληση κι αυτός! Τότε φούσκωσαν οι φλέβες του λαιμού του και βάζοντας χωνί τις παλάμες του στο στόμα βροντοφώνησε από κάτω – κι άκουσε όλ’ ή Ελλάδα:
– Σταματήσατε… Καλά μ’ είχατε ριζωμένον εδώ τόσα χρόνια και κανένας σας δεν γύριζε να με δει. Τι θέλατε τώρα να με θυμηθείτε; Καλύτερα αγνοημένος παρά ρεζιλεμένος. Σας ρωτάω τι τα κάνατε τα θούρια μου για τον αγώνα της ελευθερίας; Ύμνους της τυραννίας. Εγώ είπα:
Ως πότε οφφικιάλοι, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γίνεις στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Κι εγώ σας βλέπω τώρα όλους σας με ξένη φούντα στο λαιμό. Εγώ είπα:
Βούλγαροι κι Αρβανίτες Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και Άσπροι με μια κοινή ορμήν
για την ελευθερίαν να ζώσουν το σπαθί
Και σεις κηρύξατε το μίσος εναντίον των λαών, που θέλουνε να ζήσουν ελεύθεροι, και τη φιλία με τους τυράννους των λαών.
Εγώ κήρυξα την ένωση όλων των Ελλήνων κάθε τόπου στον κοινόν αγώνα της ελευθερίας και ‘σεις το διχασμό και τη διχόνοια μεταξύ των Ελλήνων, για να μπορεί ο ξένος να βαστάει το έθνος μας αλυσωμένο.
Εγώ κήρυξα: «Κανένας άνθρωπος να μην εγκαλήται εις κριτήριον, να μη φυλακώνεται κατ’ άλλον τρόπον παρά καθώς διορίζει ο νόμος». Και σεις μόνον κατ’ άλλον τρόπον φυλακώνετε και καθώς δεν διορίζει ο νόμος.
Εγώ είπα: «Όλοι, χωρίς εξαίρεσιν, έχουν το χρέος να ηξεύρουν γράμματα» και εσείς εκατόν τριάντα χρόνια τώρα εμποδίζετε το έθνος να ηξεύρει γράμματα. Εγώ είπα: «Όλοι οι συμπολίται ημπορούν να έμβουν εις αξίας και δημόσια οφφίκια» και σεις αφαιρείτε το δικαίωμα της εργασίας απ’ όσους δεν είναι πιστοποιημένοι ραγιάδες… Εγώ στραγγαλίστηκα για την ελευθερία της πατρίδας και ‘σεις στραγγαλίζετε την πατρίδα… Εγώ μίλησα του λαού στη γλώσσα του για να με καταλαβαίνει, και ‘σεις μιλάτε μεταξύ σας στη γλώσσα των κυρίων, για να μην καταλαβαίνει ο λαός… Για να ‘σαστε εντάξει με τα έργα σας, καιρός να με βγάλετε απ’ εδώ και να με βάλετε στη θέση μου τον Οικονόμου, που με πρόδωσε.