Η πρόσληψη της πολιτικής και του ρόλου των ΗΠΑ στην Ελλάδα, από τα Ιουλιανά στη Μεταπολίτευση
Της Τζένης Λιαλιούτη*
«[…] ήμουν ο πλέον ένθερμός υποστηρικτής της αμερικανικής πολιτικής. Σήμερον, όμως, η Αμερική… δεν έχασε μόνον ένα απόστρατο υποπτέραρχο της Ελληνικής Αεροπορίας, αλλά και το σύνολον του ελληνικού λαού[i]» δήλωνε σε ανοιχτή επιστολή του προς τον Αμερικανό Πρέσβη, τον Αύγουστο του 1974, o K. Βασιλάκης, απόστρατος υποπτέραρχος, επιλέγοντας να επιστρέψει τα μετάλλια που του είχαν απονεμηθεί κατά τη συμμετοχή στον πόλεμο της Κορέας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αμερικανική στάση στο Κυπριακό ζήτημα. Η επιστολή αυτή, η οποία συνιστούσε μία συμβολική ρήξη με τη δεξιά πολιτική ταυτότητα της μετεμφυλιακής περιόδου και σηματοδοτούσε την κατάρρευση της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης[ii], αποτελούσε, ωστόσο, μια κανονικότητα για την ιδεολογία και το δημόσιο λόγο της Μεταπολίτευσης.
Κοινωνικές διεργασίες και ριζοσπαστικοποίηση
Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ο αντιαμερικανισμός αποκτά στοιχεία διαπαραταξιακής συναίνεσης, καθώς ενσωματώνεται στην εθνική αφήγηση και υπηρετεί μεταξύ άλλων το στόχο της εθνικής ενότητας. Στο πλαίσιο αυτό, ο εξωτερικός εχθρός, στην προκειμένη περίπτωση, ως Αμερικανός Εχθρός, υποσκελίζει τον εσωτερικό εχθρό στην ερμηνεία τόσο της δικτατορικής, όσο και της μετεμφυλιακής περιόδου. Η επταετής δικτατορία ήταν σαφώς αποφασιστικής σημασίας τόσο για την ποιοτική, όσο και για την ποσοτική εξέλιξη του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας ήταν η διαμόρφωση ενός γενικευμένου αντιαμερικανισμού, ο οποίος αναδείχτηκε σε κεντρικό στοιχείο της μεταπολιτευτικής πολιτικής κουλτούρας.
Ωστόσο, η δικτατορία, η αμφίσημη σχέση της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών με το χουντικό καθεστώς[iii], καθώς και η πρόσληψη του αμερικανικού ρόλου στην Κυπριακή τραγωδία, παρά τη βαρύνουσα σημασία τους στην εξέλιξη του συστήματος πεποιθήσεων και του λόγου του αντιαμερικανισμού, δεν ήταν οι μοναδικοί παράγοντες που καθόρισαν τη μορφή και το περιεχόμενο της μεταπολιτευτικής έκφρασης του φαινομένου. Το τελευταίο αποτελούσε τη συνέχεια και την εξέλιξη τάσεων που η αφετηρία τους ανιχνεύεται στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Οι συνθήκες γένεσης και ανάπτυξης του ελληνικού αντιαμερικανισμού εγγράφονται στο πλαίσιο που ορίζεται από τη διαμόρφωση του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ, καθώς και από τις διεργασίες πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού σε αλληλεπίδραση με την αμερικανική πολιτιστική διείσδυση στη μεταπολεμική Ελλάδα[iv].
Παράλληλα, η ανάδυση του Κυπριακού ζητήματος, υπό τη μορφή του αιτήματος για αυτοδιάθεση, στη δεκαετία του 1950, αποτέλεσε ένα σημαντικό πόλο συνάρθρωσης του αντιαμερικανισμού με τον ελληνικό εθνικισμό[v]. Μέσα από αυτήν τη σύγκλιση, η μετεμφυλιακή Αριστερά είχε την ευκαιρία να προβάλει στη δημόσια σφαίρα μια εναλλακτική εκδοχή περί πατριωτισμού και εθνικά συνεπούς στάσης, κατηγορώντας την εθνικοφροσύνη ως προδοτική λόγω της συμμαχίας και της ιδεολογικής εγγύτητας με τις ΗΠΑ.
Η πολιτική κρίση των Ιουλιανών (1965), η νοηματοδότησή της από ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, τα συγκρουσιακά επεισόδια που συνδέθηκαν με αυτήν[vi], και οι κοινωνικές διεργασίες που την πλαισιώνουν, μπορεί να κατανοηθούν ως ένα συνεχές ριζοσπαστικοποίησης για τον αντιαμερικανισμό στην Ελλάδα, το οποίο περιλαμβάνει και την περίοδο της δικτατορίας. Η διαδικασία αυτή της ριζοσπαστικοποίησης είναι ιδιαίτερης σημασίας για συγκεκριμένες ομάδες, όπως η νεολαία και οι φοιτητές[vii], και η κυριότερη συνέπειά της δεν αφορά τόσο σε επιμέρους εξάρσεις του ελληνικού αντιαμερικανισμού μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, όσο στην επιρροή της στη διαδικασία κατασκευής ταυτοτήτων, που τα αποτελέσματά της θα είναι ορατά στη Μεταπολιτευτική περίοδο. Ο μεταπολιτευτικός αντιαμερικανισμός ήταν ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, με εμφανή στοιχεία συνέχειας στις προηγούμενες δεκαετίες, παρά τα αναμφισβήτητα σημεία καμπής.
Δημοσκοπήσεις και μελέτες για λογαριασμό των ΗΠΑ
Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι ρίζες και οι συνέχειες του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα είχαν σαφώς παραγνωριστεί από την αμερικανική πλευρά. Οι δημοσκοπήσεις, που διενεργούσε η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών στην Ελλάδα, μπορεί να μην παρέπεμπαν σε αντιαμερικανικές τάσεις της κοινής γνώμης, ωστόσο παρείχαν ενδείξεις για την αμφισβήτηση βασικών παραδοχών του φιλοαμερικανισμού. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι σε έρευνα κοινής γνώμης του 1958, ενώ η θετική γνώμη για τις ΗΠΑ στην Ελλάδα φαινόταν να υπερβαίνει το 60%, προς έκπληξη των Αμερικανών αναλυτών, μόλις 19% των ερωτώμενων απαντούσαν πως η Ελλάδα είχε ωφεληθεί «σε μεγάλο βαθμό» από την αμερικανική βοήθεια. Έχει επίσης ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι σε δημοσκόπηση, που διενεργήθηκε στην περιοχή της Αθήνας, το διάστημα Ιουνίου-Ιουλίου 1965, η πλειοψηφία των ερωτώμενων τοποθετούσε την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών στην άκρα δεξιά, ενώ μόλις 4% την τοποθετούσε στο πολιτικό Κέντρο. Στην έρευνα αυτή, τα ευρήματα της οποίας εξετάζονταν σε συγκριτική προοπτική με βάση αντίστοιχες έρευνες σε περισσότερες από είκοσι χώρες, η θετική εικόνα για τις ΗΠΑ παρέμενε σε υψηλά επίπεδα (59%), ωστόσο ήταν σαφής η αποδοκιμασία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς σημαντικό μέρος του δείγματος απαντούσε πως είχε «αρνητική εντύπωση για τις πρόσφατες ενέργειες της κυβέρνησης των ΗΠΑ στις διεθνείς υποθέσεις» και πως οι ΗΠΑ δεν έκαναν «ό,τι θα έπρεπε για τη διατήρηση της ειρήνης». Η εκτίμηση της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών σχετικά με τα ευρήματα αυτά ήταν πως η αποδοκιμασία πτυχών της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ δε συνιστούσε αντιαμερικανισμό[viii].
Από την πλευρά του το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών προσπαθούσε να προσδιορίσει τον αντίκτυπο των Ιουλιανών στην πρόσληψη των ΗΠΑ από την ελληνική κοινή γνώμη, και ιδιαίτερα στην αντίληψη για το ρόλο του «αμερικανικού παράγοντα» στην ανατροπή της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου. Η σχετική μελέτη κατέληγε πως η πεποίθηση αυτή ήταν πολιτικά εντοπισμένη στο χώρο της αριστεράς και σε κύκλους της κεντροαριστεράς, αλλά εξέφραζε μια ανησυχία για τις προεκτάσεις της υπογραμμίζοντας πως «οι απλοί ψηφοφόροι της Ένωσης Κέντρου προκαθορίζονται από το παρελθόν ώστε να πιστεύουν το χειρότερο για την ανάμιξη των ΗΠΑ στην ελληνική πολιτική»[ix]. Την ανησυχία της για τα πλήγματα στην εικόνα των ΗΠΑ από την υπόθεση των Ιουλιανών εξέφραζε και η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών, δίνοντας έμφαση στη στάση του ελληνικού τύπου και της νεολαίας.
Παρότι ο προβληματισμός για την αρνητική εικόνα των ΗΠΑ στην ελληνική νεολαία και στα προοδευτικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας συνεχίστηκε και στην περίοδο της δικτατορίας, εν τούτοις από τις αναλύσεις των εμπλεκόμενων αμερικανικών υπηρεσιών καθίσταται σαφής η υποτίμηση της έντασης και της έκτασης του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα της δικτατορίας. Η πολιτιστική διπλωματία των ΗΠΑ φιλοδοξούσε να αμβλύνει αυτές τις τάσεις ταυτίζοντας την Αμερική με το στόχο του κοινωνικού και πολιτισμικού εκσυγχρονισμού και ενισχύοντας τα προγράμματα εκπαιδευτικών και πολιτιστικών ανταλλαγών, με την ελπίδα να εμπεδωθεί η εικόνα μιας δυναμικής, προοδευτικής και δημοκρατικής κοινωνίας για τις ΗΠΑ στην Ελλάδα. Στην προσπάθεια αυτή, παραγνώριζε σαφώς την αλληλεπίδραση μεταξύ της πολιτικής και της πολιτισμικής συνιστώσας του αντιαμερικανισμού, ενώ οι σχετικές προσπάθειες υπονομεύονταν από την πρωτοκαθεδρία των στόχων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη συγκυρία της περιόδου 1967-1974. Ενδεικτική της αδυναμίας να κατανοηθεί ο ελληνικός αντιαμερικανισμός στις πραγματικές του διαστάσεις, από την αμερικανική πλευρά, είναι η κατηγορηματική άρνηση της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα ότι οι πρώτες κινητοποιήσεις των φοιτητών του Πολυτεχνείου, στις αρχές του 1973, είχαν και αντιαμερικανικό περιεχόμενο, ενώ ερμήνευε τα αρνητικά δημοσιεύματα κατά της παρουσίας του Έκτου Στόλου στην Ελλάδα ως αντικαθεστωτικά και όχι ως αντιαμερικανικά[x].
Από τη σκοπιά αυτή, ο αντιαμερικανισμός της Μεταπολίτευσης μπορεί να θεωρηθεί ως μια συνολικότερη αποτυχία της αμερικανικής διπλωματίας όχι μόνο σε ό, τι αφορά την αποτίμηση των συνεπειών από τις σχέσεις ΗΠΑ και ελληνικής χούντας, αλλά στην κατανόηση τάσεων, που είχαν τις ρίζες τους στα χαρακτηριστικά της σχέσης ΗΠΑ-Ελλάδας στη μεταπολεμική περίοδο.
* Η Τζένη Λιαλιούτη διδάσκει στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
[i] Απογευματινή, 19/8/1974.
[ii] Δ. Παπαδημητρίου, Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων. Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967, Σαββάλας, Αθήνα 2006.
[iii] Σ. Ριζάς, Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η δικτατορία των Συνταγματαρχών και το κυπριακό ζήτημα 1967-1974, Πατάκης, Αθήνα 2002
[iv] Ζ. Λιαλιούτη, Ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα 1947-1989, Ασίνη, Αθήνα 2016.
[v] Γ. Στεφανίδης Εν ονόματι του έθνους. Πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1945-1967, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010.
[vi] Δ. Παπανικολόπουλος, Ο κύκλος διαμαρτυρίας του ’60, Νήσος, Αθήνα 2015.
[vii] Κ. Κορνέτης, Τα Παιδιά της Δικτατορίας [Μετάφραση: Πελαγία Μαρκέτου], Πόλις, Αθήνα 2015.
[viii] USIA Report R-176-65, “US Standing in Worldwide Public Opinion-1965”, Δεκέμβριος 1965.
[ix] Papers of Lyndon Baines Johnson, Department of State, Research Memorandum: The ‘American Factor’ in the Current Greek Political Crisis, 9/8/1965
[x] USIS Athens to USIA Washington, Assessment Report, 19/7/1973
Στη φωτογραφία : Στιγμιότυπο από την επίσκεψη του ελληνικής καταγωγής Αμερικανού αντιπροέδρου Σπύρου Άγκνιου τον Οκτώβριο του 1971. Ο Άγκνιου καταθέτει στεφάνι στον τάφο του παππού του στους Γαργαλιάνους, ενώ λίγο αργότερα θα φυτέψει και μια ελιά επιχειρώντας έτσι να δείξει τις αγνές προθέσεις των ΗΠΑ απέναντι στην Ελλάδα…