Από το 2001 ο ΠΟΕ γίνεται ολοένα και λιγότερο αποτελεσματικός. Του MartinHutchinson*
Το ελεύθερο εμπόριο δεν αποτελεί φυσική οικονομική πολιτική. Ο Thomas Mun, γύρω στο 1630, στο βιβλίο England’s Treasure by Forraign Trade πρότεινε την ενίσχυση των εξαγωγών και την απαγόρευση των εισαγωγών, έτσι ώστε η συσσώρευση χρυσού να κάνει τη χώρα πλουσιότερη και πιο ισχυρή.
Όμως, ο Adam Smith το 1776 και ο David Ricardo το 1817 θεμελίωσαν την κλασική θεωρία του ελεύθερου εμπορίου, που περιλαμβάνει και το Δόγμα Ricardo για το συγκριτικό πλεονέκτημα. Οι Βρετανοί πολιτικοί, που είχαν ιδιαίτερη οικονομική μόρφωση, υιοθέτησαν αυτές τις θεωρίες καταργώντας τους υψηλούς δασμούς που μέχρι τότε εφαρμόζονταν, με αποτέλεσμα το λαθρεμπόριο να μετατραπεί από βασικό χαρακτηριστικό του εμπορίου κατά τον 18ο αιώνα (ιδιαίτερα στις αμερικανικές αποικίες) σε μια περιθωριακή οικονομική δραστηριότητα.
Ωστόσο, το βρετανικό εμπόριο το 1827 ακόμη δεν ήταν ελεύθερο: Υπήρχαν σημαντικοί δασμοί στο καλαμπόκι όπως και στα περισσότερα άλλα αγαθά, με εξαίρεση όσα εισάγονταν από τις αποικίες στα οποία οι δασμοί ήταν χαμηλότεροι. Ήταν στην περίοδο του Robert Peel και των διαδόχων του που το εμπόριο απελευθερώθηκε πλήρως, μέσω μιας σειράς νόμων που θεσπίστηκαν ανάμεσα στο 1846 (ακύρωση της νομοθεσίας για το καλαμπόκι) και το 1860 (Συνθήκη Cobden).
Για αρκετές γενιές αυτοί οι νόμοι φάνταζαν ως ο θρίαμβος της οικονομικής πολιτικής του 19ου αιώνα. Πρέπει, ωστόσο, να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον ισχυρισμό με μεγάλη επιφύλαξη. Όχι μόνο η ακύρωση της νομοθεσίας για το καλαμπόκι προκάλεσε τη μεγάλη αγροτική ύφεση της Βρετανίας στο διάστημα 1873-1939, αλλά υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η πολιτική ελεύθερου εμπορίου συνέβαλε αποφασιστικά στη συνολική οικονομική παρακμή της Βρετανίας.
Μέχρι το 1914, η πολιτική ελεύθερου εμπορίου στη Βρετανία αντί να συνεισφέρει στη παγκόσμια ειρήνη και το διεθνές ελεύθερο εμπόριο όπως αφελώς πίστευαν οι Peel, Gladstone και Cobden, αποτελούσε για τη χώρα σοβαρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα στις διεθνείς αγορές ειδικά στη χαλυβουργία και στις χημικές βιομηχανίες. Επιπλέον, είχε συμβάλει στη διάλυση των δεσμών της Αυτοκρατορίας, καθώς οι αυτοδιοικούμενες τώρα αποικίες δεν έβλεπαν κάποιο όφελος στη διατήρηση προνομιακών εμπορικών σχέσεων με τη Βρετανία.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η αποδυναμωμένη Βρετανία προσπάθησε να ενισχύσει τους δεσμούς της Αυτοκρατορίας μέσω μιας ήπιας προστατευτικής πολιτικής δασμών που εφαρμόστηκε, τελικά, το 1932. Ωστόσο, η ανάγκη της Βρετανίας για οικονομική και στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η ιδιαίτερα ανεπαρκής διαπραγμάτευση του Κέινς στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, οδήγησε στην κατάρρευση αυτής της έστω και καθυστερημένης προσπάθειας διαμόρφωσης ευνοϊκών συνθηκών για το βρετανικό εμπόριο.
Το μονομερώς ελεύθερο εμπόριο είναι ένα παιχνίδι για κορόιδα το οποίο δεν έπαιξαν άλλες ισχυρές οικονομίες του 19ου και 20ού αιώνα όπως οι ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία και τώρα η Κίνα. Αντίστοιχα, το κόστος του προστατευτισμού φάνηκε ξεκάθαρα στη δεκαετία του 1930 κατά την οποία το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε κατά 65% και αρκετές χώρες προσέφυγαν στο μιλιταρισμό. Έτσι, μέχρι το 1940 ήταν -ή θα έπρεπε να είναι- ολοφάνερο ότι ένας διεθνής εμπορικός οργανισμός ήταν αναγκαίος.
Η πρώτη Γενική Συνθήκη Δασμών και Εμπορίου (GATT) υπογράφτηκε το 1947 και στα πρώτα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η πρόοδος προς το ελεύθερο εμπόριο ήταν ραγδαία. Οι ΗΠΑ ήταν με μεγάλη διαφορά η κυρίαρχη οικονομία του κόσμου και στην περίοδο Τρούμαν υιοθέτησε πλήρως το ελεύθερο εμπόριο, αν μη τι άλλο επειδή το εμπόριο με τις άλλες δυτικές οικονομίες θεωρούνταν ένα χρήσιμο εργαλείο για την αποτροπή της απεύθυνσης των πιο φτωχών χωρών προς την ΚΟΜΕΚΟΝ (το Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας με έδρα τη Σοβιετική Ένωση). Επιπλέον αυτή η πολιτική απέτρεπε τις μεγάλες υφέσεις του παρελθόντος. Με την παγκόσμια οικονομία να μεγεθύνεται με ήπιες διακυμάνσεις, η απελευθέρωση του εμπορίου φάνταζε σαν μια κίνηση επωφελής για όλους.
Καθώς η οικονομική κυριαρχία των ΗΠΑ υποχώρησε και οι προστατευτικές οικονομίες της Ε.Ε. και της Ιαπωνίας έγιναν πιο σημαντικές, η ορμή προς την κατεύθυνση του ελεύθερου εμπορίου μειώθηκε. Μέχρι το 1960 είχαν υπογραφεί 5 συμφωνίες GATT και σε καμία από αυτές οι διαπραγματεύσεις δε ξεπέρασαν τους 11 μήνες. Στη συνέχεια, ο έκτος «γύρος» του Κένεντι πήρε 37 μήνες διαπραγμάτευσης, ο έβδομος του Τόκιο 74 μήνες και ο όγδοος της Ουρουγουάης 87 μήνες.
Αυτό οφείλεται, εν μέρει, στο ότι τα εύκολα ζητήματα είχαν ήδη ρυθμιστεί. Οι δασμοί στα βιομηχανικά προϊόντα είχαν ήδη μειωθεί από το γύρο του Κένεντι, ενώ σε ζητήματα όπως οι υπηρεσίες και η πνευματική ιδιοκτησία καθώς και για «δύσκολους» τομείς όπως η υφαντουργία, οι συμφωνίες ήταν πιο δύσκολες.
Το ουσιαστικό άλμα έγινε στο γύρο της Ουρουγουάης, το 1994, με τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Ωστόσο, τα πράγματα δεν λειτούργησαν σύμφωνα με το σχέδιο. Κατά τη δεκαετία της ευημερίας του 1990 οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί του ΠΟΕ λειτούργησαν καλά, αλλά από το 2001 ο οργανισμός γίνεται ολοένα και λιγότερο αποτελεσματικός.
Μετά το σοκ των επιθέσεων της 11/9 ξεκίνησε ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων της Ντόχα, αλλά σημειώθηκε μικρή πρόοδος και τώρα έχει βαλτώσει. Φαίνεται ότι υπάρχουν ζητήματα στα οποία οι διαπραγματεύσεις έχουν κολλήσει, όπως: (1) Η γεωργία, όπου ΗΠΑ, Ε.Ε. και Ιαπωνία δεν ανοίγουν τις αγορές τους στα φθηνότερα γεωργικά προϊόντα του Τρίτου Κόσμου, (2) οι υπηρεσίες, όπου Ινδία, Βραζιλία κι άλλες αναδυόμενες αγορές δεν ανοίγουν τις αγορές τους στη Δύση και (3) η πνευματική ιδιοκτησία, όπου οι αναδυόμενες αγορές θεωρούν, όχι εντελώς άδικα, το σύστημα κατοχύρωσης πνευματικής ιδιοκτησίας που εφαρμόζεται στη Δύση ως ένα αισχρό σύστημα κερδοσκοπίας.
Από την ύφεση του 2008 κι έπειτα οι εμπορικοί φραγμοί αυξήθηκαν παρά μειώθηκαν με τον ΠΟΕ να μην προβάλλει ιδιαίτερη αντίσταση. Ο νέος επικεφαλής του ΠΟΕ, Roberto Azevedo, ίσως μας επιφυλάσσει κάποια έκπληξη, αλλά το πιθανότερο θα φέρει στον ΠΟΕ τις προστατευτικές, κρατιστικές οικονομικές αρχές που έχουν καταστήσει τη Βραζιλία την αναπτυσσόμενη αγορά του μέλλοντος.
Έτσι, ενώ ο οργανισμός για να κρατηθεί το παγκόσμιο εμπόριο σε κίνηση υπάρχει, φαίνεται ότι δεν μπορεί πια να κάνει τη δουλειά του. Εάν ο κόσμος μπει σε μια νέα περίοδο ύφεσης, φαίνεται αναπόφευκτο ότι αυτή θα συνοδευτεί από μαζική εφαρμογή εμπορικών φραγμών και τελικά από μια κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου με όλες τις καταστροφικές οικονομικές και πολιτικές συνέπειες, όπως στη δεκαετία του 1930.
* Ο Martin Hutchinson είναι συγγραφέας του Great
Conservatives (2005) και του Alchemists of Loss (2010).
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στους Asia Times.
Μετάφραση: Νίκος Μαγνήσαλης
Σχόλια