του Δημήτρη Μπελαντή

Εδώ και πολύ καιρό, αναπτύσσεται στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς μια διαμάχη για το αν ο χώρος της Αριστεράς (άλλοτε νοούμενος ευρύτερα και άλλοτε νοούμενος στενότερα, ως η κομμουνιστική ή κομμουνιστογενής Αριστερά) θεωρεί τον εαυτό του και το κοινωνικό υποκείμενο όπου αναφέρεται, τη σύγχρονη εργατική τάξη και τις άλλες λαϊκές και υποτελείς τάξεις, ως εμπλεκόμενο και συμμετέχον στο έθνος, όπως ιστορικά έχει διαμορφωθεί, ή ως απολύτως ξένο και εχθρικό προς το έθνος, ως α-εθνικό ή και ως αντι-εθνικό. Στην τελευταία περίπτωση, το σύγχρονο έθνος θεωρείται ότι είναι μια ιδεολογική κατασκευή που απλώς συγκαλύπτει την καπιταλιστική κυριαρχία και που «κατασκευάστηκε» τον 18ο αιώνα από μια αστική διανοητική και πολιτική ελίτ, κυρίως μετά τη γέννηση του εθνικού καπιταλιστικού κράτους, διαμέσου των μηχανισμών του. Συναφές είναι και το πρόβλημα αν η εργατική τάξη ενδιαφέρεται να ηγεμονεύσει πολιτικά και πολιτιστικά πάνω στην εθνική κοινότητα ή, αντίθετα, σκοπεύει, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, να την εξαλείψει ως εμπόδιο στη συναδέλφωση των λαών. Τα πιο παγκοσμιοποιημένα και κοσμοπολιτικά ρεύματα της Αριστεράς στις δύο τελευταίες δεκαετίες, και ιδίως η διανόησή της, όλο και περισσότερο εμφατικά παραιτούνται από το καθήκον της ηγεμονίας των κοινωνικών ιδεωδών στο έθνος και προσλαμβάνουν το έθνος άλλοτε ως μονοσήμαντα καπιταλιστικό και άλλοτε ως πηγή ρατσιστικών και ολοκληρωτικών αντιλήψεων και στάσεων ζωής.

***

Για να είναι κανείς έντιμος, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι στον μαρξισμό του 20ού αιώνα, στην πολιτική και θεωρητική πρακτική που τον συνόδευσε, υποστηρίχθηκαν και οι δύο αντίθετες απόψεις, καθώς οι θέσεις των κλασσικών του μαρξισμού ενέχουν αντιφάσεις και αμφισημίες στο ζήτημα αυτό. Για παράδειγμα, είναι γνωστή η αντίθεση ανάμεσα στον Λένιν και την Ρόζα Λούξεμπουργκ στα 1915-1916 για το ζήτημα του δικαιώματος στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό και στην εθνική κρατική υπόσταση. Η σχετική συζήτηση έχει παρουσιαστεί διεξοδικά από τον μαρξιστή συγγραφέα Μικαέλ Λεβί στο έργο του «Το εθνικό ζήτημα» (εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1993) αλλά και από άλλους συγγραφείς, όπως ο μαρξιστής φιλόσοφος Ντομένικο Λοζούρντο στο έργο του «Η πάλη των τάξεων – μια πολιτική και φιλοσοφική συζήτηση» (εκδόσεις Α/συνεχεια , Αθήνα 2013). Μια πολύ διαφορετική προσέγγιση υιοθετείται από τους Ετιέν Μπαλιμπάρ και Εμμάνουελ Βαλλερστάιν στο έργο τους «Φυλή, Έθνος, Τάξη, οι διφορούμενες ταυτότητες» (Αθήνα 1991, Ο Πολίτης).

Το έργο του Νίκου Πουλαντζά επ’ ουδενί δεν μπορεί να εννοηθεί ως προδρομικό ή ταυτόσημο του σύγχρονου αριστερού κοσμοπολιτισμού και του «μαρξισμού» του. Αντίθετα, συνεχίζει μια βαθειά συνάρθρωση του ταξικού με το εθνικό, που δεν είναι ξένη στους κλασσικούς, και που ιδιαίτερα εμπλουτίσθηκε από τον Αντόνιο Γκράμσι στα «Τετράδια της Φυλακής»

Όμως, η θεωρία οφείλει να διατηρεί μια σχέση και με την πρακτική. Η ιστορική πρακτική μας λέει τα εξής: η κομμουνιστική Αριστερά γεννήθηκε μετά το 1917 διεθνώς μέσα από την αντίθεση στον εθνικισμό, τον σοσιαλσωβινισμό και την υποταγή της σοσιαλδημοκρατίας στον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αυτό, αρχικά, είχε ως λογικό αποτέλεσμα ένα λύγισμα του ραβδιού κατά της εθνικής ταυτότητας της εργατικής τάξης. Όμως, στη συνέχεια, ιδίως μετά το 1933 και την άνοδο του φασισμού, έγινε κατανοητό ότι η κομμουνιστική Αριστερά είναι εθνική δύναμη με τρόπο ανταγωνιστικό προς τον τρόπο που ο αστισμός οργανώνει και ηγεμονεύει το σύγχρονο έθνος, πράγμα που σχετίζεται και με την ιδεολογική συνεισφορά του Αντόνιο Γκράμσι. Όχι μόνο αυτό αλλά το γεγονός ότι όλες οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα και όλες οι σοβαρές απόπειρες εγκαθίδρυσης μιας λαϊκής εξουσίας συνάρθρωσαν την επαναστατική ταξική διεκδίκηση με μια αντιιμπεριαλιστική εθνική τοποθέτηση, σχετική με την εθνική ανεξαρτησία έναντι του ιμπεριαλισμού (Σοβιετική Ρωσία, Γερμανία και Βερσαλλίες, Κίνα, Βιετνάμ, Ελλάδα του ΕΑΜ, Χιλή, Κούβα, Γιουγκοσλαβία, Αλβανία, Κορέα κ.α.). Ο ίδιος ο Τρότσκυ, που κανείς δεν θα τον χαρακτήριζε εύλογα ως εθνικιστή, στο έργο του «Η διαρκής επανάσταση» ισχυρίζεται ότι η σοσιαλιστική επανάσταση σημαίνει την ριζική αναδιοργάνωση όλου του έθνους κάτω από την κυριαρχία της εργατικής τάξης (γερμανική έκδοση, Fischer Verlag 1981, σελ. 58 επ.).

***

Υπάρχει, όμως, η άποψη, ότι ο δυτικός μαρξισμός συλλήβδην και συντριπτικά έχει αφήσει πίσω του την «εθνική αφήγηση» και έχει μια αταλάντευτη αντιεθνική ιδεολογική θέση. Στην χώρα μας, αυτή η άποψη έχει υποστηριχθεί έντονα τις τελευταίες δεκαετίες από το αξιόλογο, αν και μονόπλευρο, μαρξιστικό θεωρητικό ρεύμα του περιοδικού «Θέσεις»

Κατά την γνώμη μας, αυτό δεν ισχύει διόλου ή, πάντως, δεν ισχύει σε σημαντικό βαθμό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του κορυφαίου κομμουνιστή διανοουμένου Νίκου Πουλαντζά, κεντρικής μορφής του δυτικού μαρξισμού. Ο Πουλαντζάς διακρίνει ανάμεσα στο νεωτερικό έθνος, που συνδέεται με την άνοδο του καπιταλισμού και με την εγκαθίδρυση ιδιαίτερων χωρικών και χρονικών δομών στην κοινωνία και σε μια πιο ευρύτερη και διαρκέστερη έννοια του έθνους ως κοινότητας, η οποία προηγείται του νεωτερικού έθνους και πιθανόν διατηρείται και μετά τον μαρασμό του κράτους. Ακόμη όμως και σε σχέση με το «αστικό» νεωτερικό έθνος, θεωρεί ότι η στάση της εργατικής τάξης καθόλου δεν είναι μονοσήμαντα αρνητική προς αυτό στην πράξη.

Ο Νίκος Πουλαντζάς γράφει ειδικά για τη σχέση της εργατικής τάξης με το έθνος στο τελευταίο έργο του, το 1978 (Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, ελληνική έκδοση, Αθήνα 1984, Θεμέλιο, σελ. 169-170):

«Όμως, το αληθινό πρόβλημα είναι, βέβαια, το πρόβλημα της σχέσης της εργατικής τάξης με το σύγχρονο έθνος: σχέση βαθιά, σε μεγάλο βαθμό υποβαθμισμένη από τον μαρξισμό, που είχε την τάση να το εξετάζει είτε κάτω από το πρίσμα της απλής ιδεολογικής κυριαρχίας της αστικής τάξης (πράγμα που έκανε κυρίως η Γ’ Διεθνής) είτε κάτω από το πρίσμα της συμμετοχής της κάθε εργατικής τάξης στον εθνικό πολιτισμό (αυστρο-μαρξισμός). Δεν μπαίνει φυσικά ζήτημα να αμφισβητήσουμε τις ιδεολογικές επιδράσεις του αστικού εθνικισμού πάνω στην εργατική τάξη, αλλά να αντιληφτούμε ότι δεν είναι παρά μία από τις πλευρές, πολύ μερική, του προβλήματος. Αν και η ύπαρξη και οι πρακτικές της εργατικής τάξης εγκυμονούν ήδη ένα ιστορικό ξεπέρασμα του έθνους με τη σύγχρονη έννοιά του, δεν μπορούν ωστόσο στις συνθήκες του καπιταλισμού να υλοποιηθούν παρά μόνο ως η εργατική παραλλαγή αυτού του έθνους. Η χωρότητα και η ιστορικότητα κάθε εργατικής τάξης είναι μια παραλλαγή του δικού της έθνους, τόσο γιατί είναι σφηνωμένες μέσα στη χωρική και στην χρονική μήτρα (εννοεί: του καπιταλισμού), όσο και διότι είναι συστατικό μέρος αυτού του έθνους ως συνιστώσα του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη. Εφόσον υπάρχουν εθνικές εργατικές τάξεις, υπάρχει διεθνοποίηση της εργατικής τάξης, καθώς επίσης και εργατικός διεθνισμός: αυτό αρχίζουμε να το κατανοούμε και πρέπει να εννοούμε τούτη τη φράση με μια ριζική σημασία όχι πως υπάρχει κάποιος πρότερος διεθνισμός και κάποια διεθνοποίηση εργατών που παίρνουν σε συνέχεια εθνικές μορφές, μια ουσία υπερ- ή αν-εθνική που εκδηλώνεται μέσα σε ένα πλαίσιο εθνικό ή που απλώς συγκεκριμενοποιείται σε εθνικές συνθήκες και ιδιομορφίες. Η καπιταλιστική εργασιακή διαδικασία που συνεπάγεται τη διευρυνόμενη συνεργασία (τη διεθνοποίηση της εργατικής τάξης) προϋποθέτει την εθνική υλικότητα και θέτει έτσι τις αντικειμενικές βάσεις αυτής της συνεργασίας ως εργατικό διεθνισμό. Η σημερινή τάση προς την παγκοσμιοποίηση των διαδικασιών και του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας δεν είναι ποτέ –όπως και στην περίπτωση του κεφαλαίου που σπονδυλώνεται με αυτούς– παρά διεθνοποίηση ή υπερεθνοποίηση. Δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο εθνική μετάβαση στον σοσιαλισμό, όχι απλώς με την έννοια ενός καθολικού προτύπου, προσαρμοσμένου στις εθνικές ιδιομορφίες, αλλά με την έννοια μιας πολλαπλότητας: πρωτότυπων δρόμων προς τον σοσιαλισμό, που οι γενικές αρχές του αντλούνται από τη θεωρία και την πείρα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος και δεν μπορούν επομένως παρά να είναι πίνακες-οδηγοί».

Δεύτερο απόσπασμα από την ίδια έκδοση, σελ. 134:

«Πιο σημαντικό είναι το ότι οι κλασσικοί του μαρξισμού, αν και τονίζουν πάντοτε τις σχέσεις μεταξύ έθνους και κοινωνικών τάξεων, παραδέχονται καθαρά και ξάστερα ότι το έθνος εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τον μαρασμό του κράτους στην αταξική “κομμουνιστική κοινωνία”. Πρόβλημα πελώριο: έχουμε εδώ μια πραγματικότητα, το “έθνος” που εξετάζεται ως οικονομικό-πολιτικό κι πολιτιστικό αντικείμενο στη θεμελιακή του σχέση με τις κοινωνικές τάξεις,που ανάγεται διαρκώς στο βασικό πολιτικο-στρατηγικό πρόβλημα του προλεταριακού διεθνισμού και του οποίου παραδεχόμαστε τη συνέχιση της ύπαρξής του ακόμη και μετά την απονέκρωση του Κράτους και το τέλος της διαίρεσης της κοινωνίας της τάξης. Το έθνος, όπως και το κράτος, δεν υπήρξε στις αταξικές κοινωνίες, όμως αυτό αποφεύγουμε να το δείξουμε –αντίθετα από ό,τι κάνουμε σχετικά με το κράτος– για να υποστηρίξουμε πως θα πάψει να υπάρχει μετά το τέλος του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις. Τονίζουμε βέβαια το γεγονός ότι δεν θα πρόκειται για το ίδιο έθνος: ωστόσο καμία σύγκριση εδώ με τις αναλύσεις που αφορούν το σβήσιμο του Κράτους, αφού ο προλεταριακός διεθνισμός, μετά το τέλος του χωρισμού σε τάξεις, δεν μπορεί να υπηρετεί το σβήσιμο του έθνους, όπως η «αντικατάσταση της διακυβέρνησης των ανθρώπων με τη διαχείριση των πραγμάτων» υπηρετεί τον μαρασμό του κράτους.»

***

Συμπέρασμα πρώτο: Oι εθνικά διαμορφωμένες εργατικές τάξεις γίνονται διεθνιστικές χωρίς να απωλέσουν την εθνική ουσία τους, χωρίς την οποίαν απλά δεν νοούνται στην ταξική πάλη. Το συμπέρασμα αυτό του Πουλαντζά συνιστά δημιουργική συνέχεια της σκέψης του Αντόνιο Γκράμσι, ιδίως για την ενεργή συμμετοχή της εργατικής τάξης στην εθνική-λαϊκή ζωή, στη ζωή της εθνικής κοινότητας και στον ριζοσπαστικό της μετασχηματισμό.

Συμπέρασμα δεύτερο: H εθνική κοινότητα είναι μια ιστορική δομή που εμφανίζεται με την ταξική κοινωνία και όχι με τον καπιταλισμό. Βαθιά μετασχηματισμένη, υπάρχει και στην κομμουνιστική κοινωνία. Το νεωτερικό έθνος αποτελεί μια επικαιροποίηση, στην εποχή του καπιταλισμού, και μια ιδιαίτερη συμπύκνωση της εθνικής κοινότητας που προϋπήρχε από τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος (άρα, δεν «κατασκευάστηκε» πρωτογενώς από αυτό, όπως συνηθίζεται να λέγεται και να γράφεται από ένα φάσμα που ξεκινά από τον κεντροαριστερό κ. Λιάκο και φτάνει στον αντι- εθνικό μαρξισμό και στην αναρχία).

Συμπέρασμα τρίτο: Tο έθνος ως κοινότητα ούτε κατασκευάζεται μονοσήμαντα από το (καπιταλιστικό) κράτος ούτε σβήνει ή εξαλείφεται μαζί με αυτό.

Γίνεται φανερό ότι το έργο του Νίκου Πουλαντζά επ’ ουδενί δεν μπορεί να εννοηθεί ως προδρομικό ή ταυτόσημο του σύγχρονου αριστερού κοσμοπολιτισμού και του «μαρξισμού» του. Αντίθετα, συνεχίζει μια βαθειά συνάρθρωση του ταξικού με το εθνικό, που δεν είναι ξένη στους κλασσικούς, και που ιδιαίτερα εμπλουτίσθηκε από τον Αντόνιο Γκράμσι στα «Τετράδια της Φυλακής».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!