Της Γιούλης Ιεραπετριτάκη*

 

Είναι αλήθεια πως η μοίρα του ελληνισμού που βρέθηκε έξω από τα σύνορα του ελληνικού κράτους, στάθηκε αδυσώπητη. Δέσμια της αγγλο-γαλλικής πολιτικής η Ελλάδα, δεν τόλμησε να ορθώσει το ανάστημά της απέναντι στους συμμάχους και ν’ απαιτήσει την προστασία του ποντιακού ελληνισμού ως όφειλε, την ίδια στιγμή που ο τουρκικός σωβινισμός, με συνειδητές, εξοντωτικές μεθόδους, οδηγούσε το ελληνικό στοιχείο σε πλήρη αφανισμό από τις πανάρχαιες πατρίδες του.

Η επιδείνωση της ήδη τραγικής μοίρας του ποντιακού ελληνισμού συνέπεσε με την πιο ανώμαλη, στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού, περίοδο. Η οξύτατη πολιτική αντιπαράθεση βενιζελικών-βασιλικών που προσέλαβε χαρακτήρα εμφυλιοπολεμικής σύγκρουσης, μονοπώλησε το ενδιαφέρον του πολιτικού κόσμου της χώρας με αποτέλεσμα η τύχη των Ελλήνων της Μ. Ασίας και του Πόντου να βρεθεί σε δεύτερη μοίρα.

Οι Νεότουρκοι γνωρίζοντας τις εσωτερικές αδυναμίες των ελληνικών κυβερνήσεων εκμεταλλεύτηκαν την τόσο ευνοϊκή γι’ αυτούς πολιτική συγκυρία όπως επίσης και την απουσία μετά το 1917, των αγγλικών, γαλλικών, ρωσικών και αμερικανικών προξενείων, λόγω του παγκόσμιου πολέμου. Έτσι, ανενόχλητοι με την άμεση ή έμμεση υποστήριξη των συμμάχων τους και την απουσία αυτοπτών μαρτύρων, συνέχιζαν το γενοκτονικό τους έργο (Κ. Φωτιάδης, Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, τόμος β΄σελ.23).

Παρά τα αλλεπάλληλα σήματα κινδύνου, τις εκκλήσεις των προξενικών Αρχών, της Γενικής Αρμοστείας Κωνσταντινουπόλεως, ακόμη και των συμμαχικών Αρχών προς την ελληνική κυβέρνηση να βοηθήσει τους πρόσφυγες, διαθέτοντας πλοία για τη μεταφορά τους και την περίθαλψή τους, στην Ελλάδα οι απαντήσεις παρέμεναν αρνητικές.

Ενδεικτικό του τρόπου που η ελληνική πολιτεία αντιμετώπιζε το μείζον εθνικό ζήτημα, είναι το τηλεγράφημα (12945 από 9/12 /1919) του υπουργού Εξωτερικών Ν. Πολίτη προς τη Γενική Αρμοστεία Κωνσταντινουπόλεως:

«Παρακαλώ ειδοποιήσατε τας συμμαχικάς Αρχάς: Ενταύθα ουδέν πλέον μέσον στεγασμού έχομεν. Εξάλλου επισιτισμός ανεπαρκής. Κατά συνέπειαν θα αναγκασθώμεν να απαγορεύσωμεν άφιξιν παντός ξένου εκ Ρωσίας πρόσφυγος. Καθ’ όσον αφορά ημετέρους στερούμεθα πλοίων, αφ’ ετέρου δεν δυνάμεθα δεχθώμεν πολλούς».

Ανάλογη ήταν και η αδυναμία της επιστροφής στον Πόντο, γιατί η ιδιαίτερη πατρίδα είχε κατακλυστεί από πρόσφυγες, κυρίως της Ν. Ρωσίας και της ενδοχώρας και αδυνατούσε να φιλοξενήσει άλλους (Kωνσταντίνος Χειμάριος, Ο Καζαντζάκης και οι Πόντιοι, ανέκδοτα κείμενα, Νέα Εστία, τεύχος 1247, 1979).

Κάτω από αυτές τις συνθήκες η μόνη δυνατή λύση ήταν η επιτόπου περίθαλψη των Ποντίων, προκειμένου να γλιτώσουν το θάνατο από την πείνα και τις κακουχίες. Έτσι, τον Ιούλιο του 1919 η κυβέρνηση Βενιζέλου θα εγκρίνει πίστωση 20.000.000 δρχ. για την περίθαλψη και τη βαθμιαία παλιννόστηση των προσφύγων. Η διαχείριση των χρημάτων ανατέθηκε σε ειδική Επιτροπή του Υπουργείου Περιθάλψεως, γενικός διευθυντής του οποίου αναλαμβάνει, στις 8 Μαΐου 1919, μια «μεγάλη ψυχή» του πνευματικού κόσμου της εποχής∙ ο Νίκος Καζαντζάκης. Μαζί με τους συνεργάτες του, Ηρακλή Πολεμαρχάκη, Γ. Κωνστανταράκη, Γ. Αγγελάκη, Ι. Ζερβό, Δ. Ελευθεριάδη, τον Γιώργη Ζορμπά και τον εκπρόσωπο του υπουργείου Γιάννη Σταυριδάκη ως «σύγχρονοι αργοναύτες» θ’ αναλάβουν το τιτάνιο για την εποχή έργο, του επαναπατρισμού 150.000 Ελλήνων του Πόντου και της ασφαλούς εγκατάστασής τους στη Μακεδονία και τη Θράκη.

«Πρώτη φορά παρουσιαζόταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη να μην έχω πια να παλεύω με Χριστούς και Βούδες, παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκαλα ανθρώπους.

Καλή η στιγμή να δοκιμάσω αν η πράξη είναι η μόνη ικανή ν’ απαντήσει, κόβοντας με το σπαθί της τους αξεδιάλυτους κόμπους της θεωρίας. Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο∙ πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το κράτος και τη βία και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της να τη σώσουν.

Έτσι, ταυτίζοντας τα σημερινά παθήματα, με τα αιώνια πάθη της Ελλάδας, υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε σύμβολο, δέχτηκα» (Αναφορά στον Γρέκο).

Μια σειρά επίσημων εγγράφων του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και η πλούσια αλληλογραφία του πολυγραφότατου Καζαντζάκη προς αγαπημένους φίλους και συνεργάτες, μας αποκαλύπτουν τη βαθύτατη, ανθρωπιστική, φύση του μεγάλου μας στοχαστή, που με ακατάβλητο ζήλο, αυταπάρνηση και αυτοθυσία «αφουγκράζεται την κραυγή» των ξεριζωμένων του Πόντου και σκύβει με απέραντο σεβασμό και πόνο στο ανθρώπινο δράμα, μελετώντας τους τρόπους και τις λύσεις για την αποτελεσματικότερη έκβαση του επαναπατρισμού αλλά και την αξιοπρεπή μελλοντική τους διαβίωση στη γη της Μακεδονίας και της Θράκης (Κλεοπάτρα Πρίφτη, Ρόδο των Ανέμων, Εκδ. Δωρικός, σελ.171-203).

Η τελευταία, μάλιστα, σκέψη είναι καθαρά και απόλυτα δικής του έμπνευσης όπως αποδεικνύεται από τις εμπεριστατωμένες μελέτες και εισηγήσεις του που θα υιοθετηθούν από το Υπουργείο Περιθάλψεως.

Ο Καζαντζάκης δόθηκε ολοκληρωτικά στον αγώνα για τη «σωτηρία του ανθρώπου» σπαταλώντας χωρίς φειδώ τις δυνάμεις του: «Δουλεύω θεία. Εξαντλούμαι και έχω τον ηδονικό ίλιγγο της υπερκόπωσης. Έχω αδυνατίσει πολύ. Είναι κι αυτό μια μέθοδος να δίνει κανείς το αίμα του για την πατρίδα!»

Σε επιστολή του προς τον Γιάννη Σταυριδάκη, με ημερομηνία 27/9/1919, γράφει:

«(…) Κατόρθωσα από τα 20.000.000 που έχουν προπληρωθεί τα πέντε να κοπούν και να διατεθούν υπέρ των Ελλήνων νότιας Ρωσίας, Καυκάσου και Πόντου. Στέλνω με τον Αγγελάκη στο Βατούμ, οικονομικό αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης, να διαχειρίζεται όλα τα ποσά που στέλνονται στους Ποντίους, κ.λπ. Καμιά επιτροπή πατριάρχη δεν έχει το δικαίωμα ν’ αναμιχθεί. Από τα πέντε αυτά εκατομμύρια στείλαμε 20 κιλά κινίνο, 12.000 διδακτικά βιβλία και σήμερα προκηρύχνω μειοδοσία για 400.000 πήχες εξώρουχα και εσώρουχα. Υπόδηση, θα ρυθμιστεί στο Αικατερινοντάρ, όπου υπάρχει το μέγα εργοστάσιο του Φωτιάδη για εντόπια υπόδηση. Όλη η προσοχή του υπουργείου μας στρέφεται προς το ζήτημα του Πόντου και έτσι ελπίζω σε μεγάλα πράματα. Ωστόσο, διαπραγματεύομαι με ευρωπαϊκούς και αμερικανικούς οίκους για οικοδομή χιλιάδων σπιτιών στη Μακεδονία (…)»

Χάρη στις εμπνευσμένες Εκθέσεις του Ν. Καζαντζάκη, αλλά και στη φλογερή του πίστη για τη μεγίστη εθνική και πολιτική σπουδαιότητα του εγχειρήματος, η μεταφορά των Ελλήνων του Καυκάσου θα εγκριθεί από τον Βενιζέλο κι έτσι τα πράγματα θα ακολουθήσουν το δρόμο τους.

«Tο βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματά τους και πήγαινα να τις φυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρώποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα, αξίνες, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες έφευγαν τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Η Μαύρη θάλασσα κυμμάτιζε αλαφριά σκούρα, λουλακιά και μύριζε σαν καρπούζι∙ ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου. Μια φορά κι έναν καιρό δικά μας∙ δεξιά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένοι, κάθονταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από τ’ αγαπημένο ακροθάλασσο.

Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος, βαθιά στις λαμπυρίθρες των ματιών τους. Δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα. Βουνά θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι. Ένα χταπόδι είναι η ψυχή του ανθρώπου κι όλα ετούτα απλοκαμοί της». (Αναφορά)

 

* Η Γιούλη Ιεραπετριτάκη είναι ιστορικός-αρχαιολόγος, μέλος Δ.Σ Διεθνούς Εταιρίας Φίλων Ν. Καζαντζάκη, ελληνικό τμήμα 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!