Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ άνοιγε διάπλατα το δρόμο. Η φυγή προς τα μπρος με τον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα.

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια φαινόταν πως το όραμα του λεγόμενου «νέου αμερικανικού αιώνα» βρισκόταν σε ανοδική πορεία πραγμάτωσης. Αλλά μήπως πήγαν διαφορετικά τα πράγματα με την Ευρώπη; Τι επικρατούσε πριν από τρία μόλις χρόνια για την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η πρόσφατες λεκτικές αψιμαχίες ΗΠΑ-Κίνας για τις ασιατικές θάλασσες υπενθύμισαν ότι οι τελευταίες αποτελούν, για τη γεωπολιτική της Ουάσιγκτον, θερμό πεδίο που στοχεύει κυρίως στον ανερχόμενο ανταγωνιστή του Πεκίνου. Υπάρχουν τουλάχιστον άλλα τέσσερα τέτοια θερμά πεδία για την υπερδύναμη. Η Κεντρική Ασία, η Μέση Ανατολή, οι πρώην σοβιετικές ζώνες δυτικά και ανατολικά της Κασπίας (το Ιράν εφάπτεται και στις τρεις) και η υποσαχάρια αφρικανική ζώνη. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν η ανατολική «νέα Ευρώπη» καθώς και ο έλεγχος άλλων θαλάσσιων περασμάτων από τη Μεσόγειο μέχρι τη Θάλασσα της Κίνας. Πρόκειται για τεράστιο -συγκριτικά με την εποχή του Ψυχρού Πολέμου- άπλωμα των ΗΠΑ, που είναι αμφίβολο ότι μπορούν πλέον να το σηκώνουν, κυρίως λόγω των επιπτώσεων της βαθιάς οικονομικής κρίσης αλλά όχι μόνο.
Η διαφαινόμενη εδώ και καιρό αδυναμία επίτευξης των αρχικών σχεδιασμών Ομπάμα στο μέτωπο Αφγανιστάν-Πακιστάν συνδυάζεται από τις αρχές του χρόνου με τη σχετική ρευστοποίηση παγιωμένων για δεκαετίες ρυθμίσεων στη Μέση Ανατολή, εξαιτίας της Αραβικής Άνοιξης και δεν είναι άσχετη από τους δύο αυτούς παράγοντες η επαναφορά του «διακόπτη» στην όξυνση με το Ιράν. Την αίσθηση μιας υπερεπέκτασης, πέραν των πραγματικών δυνατοτήτων, θα έπρεπε να νιώθει(;) για το εαυτό του και ο πιο στενός σύμμαχός τους στην περιοχή, το Ισραήλ. Η μεγαλύτερη αμερικανική εμπλοκή στο Πακιστάν όπως και η αύξηση των περιστατικών έντασης με την Κίνα περισσότερο εγγράφονται σε μια πορεία αυξανόμενων απειλών για την υπερδύναμη και απάντησης στους κινδύνους με τον τρόπο που συνήθως απαντούν οι ΗΠΑ και λιγότερο σε μια πορεία αυξανόμενης επικυριαρχίας. «Επιτυχίες» όπως στη Λιβύη δεν αντισταθμίζουν τις υποχωρήσεις.
Η στρατηγική αρχή της αποτροπής σύμπτυξης ανταγωνιστικών αξόνων σε παγκόσμια κλίμακα συνεχίζει να καλύπτεται, αλλά έχουν από καιρό εμφανιστεί εξελίξεις και δυνητικές καταστάσεις που οι ΗΠΑ δεν θα μπορούν να τις αποτρέπουν όλες για πάντα. Η προσέγγιση Κίνας-Ρωσίας και η άνοδος των BRICS ως περιφερειακών οικονομικών-γεωπολιτικών δυνάμεων και πόλων είναι οι δύο σημαντικότερες. Ωστόσο, μελλοντικά μπορεί να υπάρξουν και χειρότερα όπως η διάσπαση του ευρωατλαντικού άξονα. Η αμερικανική γεωστρατιωτική ομπρέλα, η λεγόμενη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» (Washington Consensus) που τα οικονομικά της οφέλη στην παγκόσμια περιφέρεια απολαμβάνουν και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, καθώς και οι στενές οικονομικές ευρωατλαντικές σχέσεις, φαντάζουν προς το παρόν αδύνατο να παραβλεφτούν. Για να προσγειωθούμε περισσότερο, ο υποτιθέμενος άξονας Κίνας-Ρωσίας υπονομεύεται από την οικονομική-πολιτική διείσδυση της πρώτης στις πρώην σοβιετικές κεντροασιατικές δημοκρατίες και αντισταθμιστικά (και καιροσκοπικά) η Ρωσία «παίζει» και με τον υπ’ αριθμόν 1 αντίπαλο και περικυκλωτή της, τις ΗΠΑ. Έτσι, η παραπάνω στρατηγική αρχή συνεχίζει να είναι επιτυχής με μια αντιστροφή από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου στους ρόλους Κίνας-Ρωσίας, ενώ οι τράμπες αφορούν και μικρότερους παίκτες όπως π.χ. το Βιετνάμ που έχει προσεγγίσει τις ΗΠΑ (ποιος να το ’λεγε) κόντρα στην Κίνα.
Η φετινή πρόβλεψη του ΔΝΤ πως η Κίνα θα έχει ξεπεράσει οικονομικά τις ΗΠΑ μέχρι το 1916, ενώ μέχρι πριν από λίγο γινόταν λόγος για τη δεκαετία του 2020 και πριν από πέντε μόλις χρόνια για τη δεκαετία του 2030, επιβεβαιώνει το γεγονός πως εκτός από οικονομικές υπάρχουν και γεωπολιτικές φούσκες. Η συγκεκριμένη πορεία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης θα είναι ο κυριότερος και πιο καθοριστικός -μακροπρόθεσμα- παράγοντας που θα κρίνει όχι μόνο το μέχρι πού θα υποχωρήσει ο αμερικανικός παράγοντας αλλά το σύνολο των ανισομετριών, περιπλοκών και ανατροπών του αυριανού κόσμου. Έτσι, θα μπορούσαμε αντίστροφα να σημειώσουμε π.χ. πως τα φετινά καμπανάκια για ένα κάποιο λαχάνιασμα της κινεζικής οικονομίας ίσως αποδειχτούν και στο γεωπολιτικό πεδίο πολύ σημαντικότερα από την περικύκλωση που επιχειρούν οι ΗΠΑ ανατολικά.
Έφτασαν δέκα ακριβώς χρόνια στο χιλιόχρονο Ράιχ -από το 1933 έως το 1943- για να πάρει το δρόμο της καθόδου. Στο νέο αμερικανικό αιώνα (πιο σεμνοί αυτοί από τους ναζί) δεν πέρασαν ούτε δέκα χρόνια από το 2001 πριν αρχίσει η καθοδική πορεία. Η κούρσα των εξοπλισμών και της στρατιωτικής-τεχνολογικής υπεροπλίας σε συμβατικά και πυρηνικά που συνεχίζει η Ουάσιγκτον, παρά την οικονομική της σφίξη δεν μπορεί από μόνη της να εγγυηθεί τη διατήρηση της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας. Από την υποχώρηση της υπερδύναμης φαίνεται κατ’ αρχήν να ωφελούνται στο μέλλον κυρίως η ανερχόμενη Κίνα, μάλλον η Γερμανία (αλλά όχι και οι υπόλοιπες κραταιές ευρωπαϊκές δυνάμεις) και διάφορες περιφερειακές δυνάμεις.
Τι κόσμος θα είναι αυτός; Πριν βιαστεί κανείς να απαντήσει, θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του ότι, πρώτον, οι ΗΠΑ αν και ασθμαίνουσες παραμένουν η πρώτη παγκόσμια υπερδύναμη, ακόμη κι αν χάσουν την πρώτη θέση στο ΑΕΠ, και πολύ πιθανό θα γίνουν ακόμη πιο επιθετικές και επικίνδυνες για την ανθρωπότητα. Άρα, δεν πάμε σε ένα κόσμο λιγότερης επιβολής (παρεμπιπτόντως, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πεθάνει ακόμη όπως ίσως ορισμένοι βιάζονται να διακηρύξουν). Δεύτερο, η οικονομική κρίση «από μόνη της» (τρόπος του λέγειν) θα γεννά παγκοσμίως καταστάσεις πρωτόγνωρες που μια εκδοχή σε πρώιμο στάδιο ζούμε στη χώρα μας. Τρίτο, οι ανερχόμενες δυνάμεις δεν αποτελούν γενικά παράγοντα διεθνούς ευημερίας και δημοκρατίας, αν και το στοιχείο της πιο περιορισμένης επιβολής σε τρίτες χώρες ή στρατιωτικών επεμβάσεων (γιατί δεν μπορούν ή δεν τις συμφέρει ακόμα) τις ξεχωρίζει σήμερα από τον ευρωατλαντικό άξονα.

Γιώργος Τσίπρας

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!