Διαβάζω: «Κρυφά πάρτι σε ταράτσες και υπόγεια στα Λαδάδικα. Με συνεννοήσεις μέσω μηνυμάτων στα social media, ειδικές προσκλήσεις, κωδικούς». Ο μηδενιστής, φυσικά, δεν έχει μάθει την τέχνη του πολιτικά παράνομου, ούτε, κατά κανόνα, έχει έλθει σε σύγκρουση με τις Αρχές και την Αστυνομία. Άντε κάποια σύσταση για ησυχία ή τις απειλές κάποιων ηλικιωμένων γειτόνων ότι θα πάρουν το 100. Τόση αντίσταση. Τώρα, όμως, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνεται ότι οι άλλοι κρέμονται από αυτόν, ότι η κοινωνία του φόβου περιμένει τις δικές του απρόβλεπτες κινήσεις. Για πρώτη φορά γίνεται εφευρετικός, θαυμάζει το πόσο αψηφά τους νόμους και περηφανεύεται πως δεν θα αλλάξει τον τρόπο ζωής του για μια παλιο-αρρώστια. Για πρώτη φορά περνάει από το μυαλό του η ιδέα πως είναι ο μοναδικός που δεν χαλάει τη διάθεσή του. Όλα στο μυαλό μας είναι, φίλε ‒ αυτό είναι ίσως το σταθερό πιστεύω αυτής της φιγούρας. Ο μηδενιστής δεν είναι απαραίτητα ο αρνητής του ιού ή ο μυημένος στη συνωμοσιολογική φιλολογία. Κυρίως δεν θεωρεί πως κάνει κάτι κακό. Νιώθει, αντιθέτως, να κολυμπάει στην αθωότητα των «θέλω» και των «μπορώ», των δύο ρημάτων που τον συγκινούν, ιδίως όταν έχει αποκτήσει τη βεβαιότητα πως τον καταπιέζουν. Το πρόβλημα είναι ότι ο μηδενιστής, σε αντίθεση με τον απλό και καθημερινό παραβάτη των μέτρων, δεν αντιμετωπίζεται εύκολα με πρόστιμα, ούτε με άλλα αστυνομικά μέτρα. Απέναντι στη δική του κενότητα, το κράτος της πίεσης και του εξαναγκασμού φαντάζει σαν κάτι άδικο και κακότροπο. Ο μηδενιστής διαρκώς αυτοαθωώνεται ως άνθρωπος που θέλει απλώς να νιώσει καλά και να μην καταπέσει στη μιζέρια. Και συχνά πείθει πως είναι θύμα της υπερβολής ενός απάνθρωπου και γερασμένου κόσμου.
Αυτός ο γλυκόπιοτος μηδενισμός πολιτεύεται σχετικοποιώντας όλα τα δεινά. Θα διασχίσει έτσι την εποχή του Covid-19, πιστεύοντας πως ήταν τελικά ο καιρός που όλοι οι άλλοι παραλογίστηκαν, έχασαν ωραίες φάσεις και θέλησαν να βάλουν τη ζωή μας σε «κουτάκια». Φυσικά, ο μηδενιστής είναι πάντα αυτός που λέει ότι η σκέψη του και οι πράξεις του δεν έχουν καλούπια και κουτάκια. Είναι, άραγε, απλώς μια παιδική άρνηση μεταμφιεσμένη πίσω από κυνικές και βλακώδεις πόζες; Ένας τρόπος που επιλέγουν κάποιοι να ξεχνούν ή να σβήνουν κομμάτια δυσαρέσκειας και κοινωνικών πιέσεων; Το σημαντικό είναι ότι αυτός ο βαθιά απολίτικος και σχεδόν εκτός Ιστορίας μηδενισμός, αυτή η αποκοπή από τις οδύνες της πραγματικότητας στο όνομα ενός Εγώ που κοιτάζει τα δικά του (ή μιας παρέας, ή μιας κοινότητας που φτιάχνεται από τέτοια Εγώ), οδηγεί σε συρροές, σε νοσηλείες, σε θανάτους. Η «φάση» του μηδενιστή κάνει τη συλλογική μας ζωή πιο ευάλωτη και τους νόμους πιο αυστηρούς. Η έλλειψη εγκράτειας, ως τεχνητά επιμηκυμένη ηδονή, φέρνει περισσότερη θλίψη και συλλογικό άγχος. Ο μηδενιστής της ταράτσας, του υπογείου, της σοσιαλμιντιακής «παρανομίας», θέλει να είναι η εξαίρεση του κανόνα. Γι’ αυτό και η ελευθερία του προϋποθέτει όχι τη συνομιλία και την ισοτιμία αλλά την περιφρόνηση απέναντι στους άλλους, μαζί με την άγνοια όσων συμβαίνουν σήμερα με το νέο κύμα της ασθένειας. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε ως πολίτες, ανεξάρτητα από διαφορετικές πολιτικές και φιλοσοφικές εκτιμήσεις, είναι να του αντιγυρίσουμε την περιφρόνηση: να ξεγυμνώσουμε αυτόν τον μηδενισμό της πανδημίας ως ένα είδος συναισθηματικής απονέκρωσης που έχει κρυφτεί κάτω από τον μύθο του ασταμάτητου πάρτι. Η αντικοινωνική κατήφεια που μεταμφιέζεται σε καρναβαλική ζωή, αδιαφορώντας για όλα, δεν έχει πια καμιά δικαιολογία.
Του Νικόλα Σεβαστάκη, απόσπασμα. Πηγή: www.lifo.gr