Τα δάνεια και το κενό νοήματος στο Νησί των Καταραμένων του Μάρτιν Σκορσέζε

Μέτρια βιβλία έχουν δώσει, μερικές φορές, αξιοπρεπή αποτελέσματα στον κινηματογράφο (ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι το μυθιστόρημα Sueurs Froides των Μπουαλό και Ναρσεζάκ που ο Χίτσκοκ μετέτρεψε στον Δεσμώτη του Ιλίγγου). Με το βιβλίο τού Ντένις Λεχέιν Shutter Island, όμως, αυτό είναι σχεδόν αδύνατον να συμβεί. Μπορεί στα προηγούμενα βιβλία του, Gone Baby Gone και Σιωπηλό Ποτάμι, η ατμόσφαιρα μυστηρίου να οδηγούσε στην αποκάλυψη αφανών, ψυχοφθόρων όψεων της πραγματικότητας, σ’ αυτό το έβδομο μυθιστόρημά του, όμως, το τέλος μοιάζει με ένα ευφυολόγημα που ανατρέπει όλη την προηγούμενη δομή και δράση, όχι με τον φαινομενολογικό τρόπο ενός Μπόρχες ή ενός Κασάρες, αλλά με τον τρόπο ενός μεταμοντέρνου διαδραστικού «game-over».

Το χειρότερο για τον συγγραφέα είναι ότι στο μυθιστόρημα θίγονται ως υπόνοιες πολύ σοβαρά θέματα, όπως τα ψυχιατρικά γκέτο, ο εγκλεισμός, το Ολοκαύτωμα, τα ιατρικά πειράματα σε ανθρώπους, ο μακαρθισμός κ.ά., που όλα «εξανεμίζονται» στο τέλος: δεν ήταν αυτό που νομίζατε στην αρχή, επομένως «άβυσσος η ψυχή του -διαταραγμένου- ανθρώπου…» και happy end.

Αν αυτά συμβαίνουν στο μυθιστόρημα, η υποβλητική δύναμη της εικόνας θα έκανε το υλικό απαγορευτικό για μια κινηματογραφική μεταφορά. Τι έκανε τον Σκορσέζε να το επιλέξει; Επειδή η ερώτηση αυτή δεν μπορεί να απαντηθεί, αξίζει να δούμε τις φιλμικές λύσεις που έδωσε.

Με την ταινία αυτή, μια «πιστή» μεταφορά του κειμένου, ο Σκορσέζε διαβαίνει, φαινομενικά, ένα όριο. Ενώ η αναπαράσταση της βίας τού είναι, ομολογημένα, προσφιλής, στους Κακόφημους Δρόμους, στα Καλά Παιδιά και στις Συμμορίες της Νέας Υόρκης, οι επιλογές του δικαιώνονται από το «ρεαλιστικό» καμβά της αναπαράστασης. Άλλες ταινίες του, όπως το Ακρωτήρι του Φόβου ή ο Πληροφοριοδότης, ήταν απλώς καλά στημένα θρίλερ. Εδώ, είναι η πρώτη φορά που ο 68χρονος σκηνοθέτης υιοθετεί το ψυχολογικό θρίλερ, επιλέγοντας μάλιστα ο φακός να δείξει τις αναμνήσεις, τις φαντασιώσεις και τα παραληρήματα του ψυχωσικού πρωταγωνιστή («Ο Σκορσέζε αποσυνθέτει την πραγματικότητα κομμάτι-κομμάτι», έγραψε ο κριτικός Ρότζερ Έμπερτ).

Ποτέ άλλοτε δεν έχει συμβεί αυτό στις ταινίες του. Με ποιον τρόπο το κάνει; Με τρόπο, δυστυχώς, που τα κάθε είδους δάνεια να είναι πιο αναγνωρίσιμα από τη δουλειά του.

Η «γοτθική» ατμόσφαιρα στο νησί-άσυλο είναι από την αρχή, «υπερβολικά» στημένη, ως κακέκτυπο του νουάρ: οι φωτισμοί, τα κοστούμια, ο «βαρύς» ουρανός, το υποπράσινο χρώμα, τρίζουν θαρρείς από αμηχανία και (ειρωνική;) επιτήδευση. Όταν οι αναμνήσεις, και στη συνέχεια οι φαντασιώσεις αρχίζουν να ξετυλίγονται στην οθόνη, δεν ξέρει, πια, κανείς, τι να πρωτοθυμηθεί: από τις κλασικές ταινίες τρόμου του Ρότζερ Κόρμαν, ώς το Εξπρές του Μεσονυχτίου, τη Σιωπή των Αμνών, τον Χίτσκοκ του Δεσμώτη του Ιλίγγου και το Ψυχώ, τον Παρατζάνοφ (ναι!) αλλά και τον Ταρκόφσκι (μ’ έναν διαρκώς εκχυδαϊσμένο τρόπο, όταν το νερό ακούγεται να κυλάει μέσα στο σπίτι παραδομένο στις φλόγες, στην «ανάμνηση/φαντασίωση» της δήθεν οικογενειακής τραγωδίας). Το κινηματογραφικό pastiche, έτσι, πέρα και γύρω από την ερμηνεία του Ντι Κάπριο, έρχεται να καλύψει το κενό νοήματος -μια και ο μακαρθισμός, το Ολοκαύτωμα, ο ψυχιατρικός εγκλεισμός όντως έλαβαν χώρα, σε πείσμα συγγραφέα και σεναριογράφου. Όχι ο καλύτερος τρόπος να δείξει κανείς τον «σεβασμό» του στους δημιουργούς που θαυμάζει.

Σωκράτης Καμπουρόπουλος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!