Κι όμως το γερμανικό σώμα έχει κι αυτό τις πληγές του. Η πιο μεγάλη πληγή είναι αυτό που ακούει στο όνομα πρώην Ανατολική Γερμανία, που είκοσι χρόνια μετά την επανένωση συνεχίζει να παραμένει η φτωχή συγγενής. Η ανεργία σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά από αυτά της πρώην Δυτικής, και η ύπαιθρος, λίγα μέτρα πιο πέρα από τους νέους αυτοκινητοδρόμους, έρημη και αφημένη στη μοίρα της. Η δεύτερη πληγή, άμεσα συνδεδεμένη με την πρώτη, είναι η εκ νέου άνοδος των ναζιστών στις ίδιες ακριβώς περιοχές της Ανατολικής, που παρήκμασαν. Αναμενόμενο αποτέλεσμα, θα μου πείτε. Μόνο μέσα στο 2011, δέκα δολοφονίες αποδόθηκαν σε νέο-ναζιστές, καθώς και 16.375 εγκληματικές πράξεις με σαφή πολιτικά κίνητρα.
Στα ίδια πρώην ανατολικογερμανικά εδάφη επωάζεται και το ναζιστικό κόμμα, ΝPD (National Democratic Party), ανάλογο της δικής μας Χρυσής Αυγής. Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2009 κέρδισε το 1,8% των ψήφων και μπορεί με το ποσοστό αυτό να μην κατάφερε να μπει στη Bundestag, μπόρεσε όμως και με το παραπάνω να μπει στα κοινοβούλια των κρατιδίων της Σαξονίας, με 8 έδρες, και της Πομερανίας, με 5 έδρες, ενώ σημαντικά ποσοστά συγκέντρωσε στα κρατίδια της Θουριγγίας και του Βραδεμβούργου. Σαξονία, Πομερανία, Θουριγγία και Βραδεμβούργο αποτελούν εδάφη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Δέος και σοκ
Ο λόγος που κάνουμε την αναδρομή αυτή είναι η πρόσφατη, εντελώς τυχαία αποκάλυψη από τη γερμανική αστυνομία ενός νέο-ναζιστικού δικτύου, στην περιοχή του Ζβίκαου, το οποίο στο διάστημα των 13 ετών της δράσης του, είχε προβεί σε 10 δολοφονίες, σε άλλες τόσες ληστείες τραπεζών και σε πολυάριθμες βομβιστικές ενέργειες σε ολόκληρη τη Γερμανία. Τα θύματα, εκτός μιας Γερμανίδας αστυνομικού, ήταν όλα τους μετανάστες, εκ των οποίων, οκτώ τουρκικής καταγωγής και ένας ελληνικής. Παρά την κοινή όμως καταγωγή των θυμάτων, η αστυνομία όλα αυτά τα χρόνια συνέχιζε να θεωρεί τις δολοφονίες ασυσχέτιστες, αποδίδοντάς τις μάλιστα σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα στα μέλη μιας συγκεκριμένης εθνότητας. Κι αυτό ήταν αρκετό για να καθησυχάζει.
Η αποκάλυψη της ταυτότητας και των κινήτρων των αληθινών δραστών προκάλεσε, όπως αναμενόταν, δέος και σοκ. Η ίδια η καγκελάριος Μέρκελ ομολόγησε δημόσια ότι αισθάνεται ντροπή γι’ αυτά που συμβαίνουν στη χώρα της, ενώ δεν έμεινε ούτε ένας αξιωματούχος που να μη θρηνήσει για τα καταστροφικά αποτελέσματα που θα επιφέρει στον… τουρισμό και το εξαγωγικό εμπόριο το στραπατσάρισμα της εικόνας της Γερμανίας, και μάλιστα σε μια τόσο κακή, από άποψη δημοφιλίας, συγκυρία. Όπως ήταν φυσικό η γερμανική κοινωνία βρέθηκε για άλλη μια φορά σε δυσμενή θέση και άρχισε να διερωτάται ξανά για τον εαυτό της και για τη σχέση της με τους ξένους. Εκεί που πάει να ξεπεράσει το παρελθόν της, να το κι αυτό πετιέται ολοζώντανο μπροστά της.
Παρ’ όλα αυτά, ενώ η γερμανική ηγεσία, για ν’ αποτρέψει τα χειρότερα έσπευσε να συναντηθεί με την τουρκική κοινότητα και να εκφράσει τη συμπάθεια και υποστήριξή της, (καταστρώνει μάλιστα και σχέδια για μια δημόσια τελετή), η αντίδραση της γερμανικής κοινωνίας ήταν κάτι παραπάνω από υποτονική, χωρίς να μπει στον κόπο να οργανώσει ούτε μια μαζική διαμαρτυρία, όπως συνέβαινε σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από τις κοινότητες των Τούρκων μεταναστών.
Κάτω από το… πέπλο
Οι μαζικές αυτές δολοφονίες ξανάφεραν στην επιφάνεια παλιές σκέψεις για τον λανθάνοντα ρατσισμό και την ξενοφοβία των Γερμανών, χαρακτηριστικά τα οποία, παρ’ όλα τα χρόνια, δεν κατορθώθηκε να ξεριζωθούν εντελώς, παρά μονάχα να παραμείνουν καλυμμένα κάτω από το πέπλο μιας επίκτητης και υποκριτικής πολιτικής ορθότητας. Κι ως προς αυτό υπάρχουν πολλά μικρά, και καθόλου αθώα παραδείγματα ξενοφοβικής συμπεριφοράς, τα οποία κάτω από το φως της πρόσφατης αποκάλυψης του ναζιστικού εγκληματικού δικτύου αναλύονται και αποτιμώνται εκ νέου. Είναι για παράδειγμα η Ασιάτισσα, η οποία, ενώ κάνει ανύποπτη τα ψώνια της σε κάποιο σουπερμάρκετ, περνάει κάποιος δίπλα της και την φτύνει. Και κανείς από τριγύρω δεν αντιδρά. Είναι, η Τουρκάλα που ξεχνιέται και μπαίνει σε λάθος ουρά στο ταμείο, και η οποία εισπράττει άμεσα την αποδοκιμασία από ένα σωρό σηκωμένα φρύδια. Είναι και η γερόντισσα από τη Βαυαρία, η οποία παρ΄ όλο που αρχίζει να διαμαρτύρεται για δήθεν καθυστερημένα γράμματα όταν ανακαλύπτει ότι ο διανομέας δεν είναι λευκός, εντούτοις αν κάποιος την αποκαλέσει ρατσίστρια, το αρνείται σφοδρά. Κι όμως πάνω από το 1/3 των Γερμανών δηλώνει ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η χώρα ν’ αλωθεί από τους ξένους, κι ένα άλλο 1/3 επίσης πιστεύει ότι οι ξένοι θα πρέπει να επιστρέψουν στις πατρίδες τους.
Αλλά και μόνο το γεγονός ότι η αστυνομία αδυνατούσε για τόσο καιρό να δει το προφανές, την κοινή δηλαδή εθνικότητα των θυμάτων, και να ψάξει πέρα από τα στερεότυπα περί οργανωμένου δήθεν εγκλήματος και ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ανάμεσα στα μέλη μιας κλειστής κοινότητας αλλοεθνών, δικαιολογίες τις οποίες μπορεί κανείς ν’ ακούσει και στη δική μας πατρίδα σχετικά με παρόμοια περιστατικά, δείχνει το πόσο λίγο η γερμανική κοινωνία θέλει να αντικρίσει και να συνειδητοποιήσει τον ακροδεξιό κίνδυνο σε οργανωμένη πλέον μορφή και όχι σαν μεμονωμένα περιστατικά. Ως ένα βαθμό φυσικά, δικαιολογημένα, μιας και η μόνη τρομοκρατία που παραδέχτηκε ποτέ η Δύση ήταν είτε η αριστερή, είτε η ισλαμική. Ακόμα κι όταν δεν υπήρχε ούτε μια στατιστική που να δικαιολογεί την καλά εδραιωμένη αυτή προκατάληψη. Και η εξήγηση γι’ αυτό δεν είναι παρά η στενή σχέση και διαπλοκή που υπάρχει ανάμεσα σε μυστικές υπηρεσίες, αστυνομία και ακροδεξιές ομάδες. Ένας από τους λόγους που το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας απέρριψε το 2003 την αίτηση των αρχών να κηρυχθεί το NPD παράνομο και να διαλυθεί ήταν ότι έτσι θα διακυβευόταν η καλή συνεργασία ανάμεσα στην αστυνομία και τους πληροφοριοδότες, οι οποίοι ήταν ταυτόχρονα και εξέχοντα στελέχη του κόμματος αυτού!