Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί –στο Δημοτικό– είχαμε στο σπίτι ένα ραδιόφωνο με λυχνίες, όπως όλα τότε, ένα Φίλιπς. Όλα τα σπίτια εκείνη την εποχή, τουλάχιστον στις μικρές πόλεις της επαρχίας, όπως ο Πύργος της Ηλείας, είχαν από ένα ραδιόφωνο.

Όταν λοιπόν τα βράδια, μετά το βραδινό και τις ιστορίες του πατέρα μου, χωνόμουν στο βασίλειό μου, δηλαδή στο δωμάτιό μου, για διάβασμα (κόμικς) και εν τέλει ύπνο, η μητέρα μου μετέφερε το ραδιόφωνό μας από την κουζίνα στην κάμαρά μου. Το τοποθετούσε σε μια καρέκλα δίπλα στο προσκεφάλι μου και, όταν άρχιζα να νυστάζω, το «άναβα».

Εν πρώτοις με ταξίδευε το φωτάκι στο καντράν και στη συνέχεια η περιέργεια. Έμπαινα στον λοξό ήχο των βραχέων κι άκουγα σταθμούς με διαφορετική μουσική, απ’ αυτήν που άκουγε κυρίως η μητέρα μου με τη βελόνα κολλημένη στην «Ώρα των ακροατών μας» του Ραδιοφωνικού Σταθμού Πύργου Ηλείας με τις μαραθώνιες εκπομπές του για τους ξενιτεμένους, τις «αφιερώσεις» των συγγενών και των φίλων με τις φωνές του Καζαντζίδη, της Μοσχολιού και του Μπιθικώτση να ταξιδεύουν τάχατες ως το Μόναχο, τον Καναδά και την Αυστραλία.

***

Το βράδια λοιπόν στο καμαράκι το δικό μου έφθανε η Πράγα ή το Βλαδιβοστόκ, η φιλαρμονική της Βιέννης, ακόμα και διαβιβάσεις καραβιών απ’ τα πελάγη, ώσπου να με πάρει ο ύπνος με ένα παράθυρο στον κόσμο ανοιχτό, όπως εκείνο των περιοδικών ή των κινηματογράφων, όπου, εντός ολίγου, τα πράγματα και τα νέα απ’ τον κόσμο θα γίνονταν ζόρικα με τον Αλαίν Ντελόν και τον Τσαρλς Μπρόνσον ή εξαιρετικά ενδιαφέροντα με την Μπριζίτ Μπαρντό και τη Ρόμυ Σνάιντερ.

Λέω Ρόμυ Σνάιντερ, για να το φέρω χρόνια μετά, όταν στην Αθήνα πια, ή πιο σωστά στον Πειραιά, συνάντησα τον κύριο Αλέκο, στον οποίον άρεσε πολύ η Ρόμυ Σνάιντερ, και κυρίως η πλάτη της – «σαν άγαλμα» έλεγε, και συμπλήρωνε όλο θαυμασμό «μάρμαρο!». Έπαινος

ιδιαίτερης αξίας από έναν εργάτη μετάλλου που ήξερε να κάνει τα μέταλλα αυτό που έπρεπε να γίνουν.

Ο Αλέκος κατέκτησε, δουλεύοντας από παιδί, τρεις τίτλους στη ζωή του: Κύριος, Μάστορας και Σύντροφος. Κομμουνιστής από τα εφηβικά του χρόνια έως τη στερνή του ώρα, έδινε στη λέξη «σύντροφος» ακριβώς την αξία που έχει, ζώντας αναλόγως. Με δοτικότητα και ανιδιοτέλεια, προκαλώντας τον σεβασμό όλων γύρω του, τον ίδιο σεβασμό που απέδιδε και ο δεύτερος τίτλος του. Μάστορας! Τίτλος δύσκολος, απ’ αυτούς που φέρνουν τα «δύσκολα εύγε» της εργατιάς και δεν φέρνει από μόνος του ο χρόνος. Επίσης ένας Κύριος, πάντα ευγενικός, ντυμένος στην πένα, που διακοσμούσε την αίσθηση καθήκοντος που είχε με ένα δροσερό χιούμορ και, ενίοτε, με μια πειραχτική διάθεση.

Με τον Αλέκο δεν ταξιδέψαμε ποτέ Πράγα-Βλαδιβοστόκ στα ερτζιανά, αλλά κάτι ένωνε τα φωτάκια μας πάνω στα καντράν… πιθανόν η Ρόμυ Σνάιντερ ή αργότερα η φωνή της Ντόυτσε Βέλε στον Πύργο και τον Πειραιά.

Εκ των υστέρων ξέρω ότι τέτοιοι άνθρωποι όπως ο Κύριος, Μάστορας και Σύντροφος Αλέκος έχτισαν την Αριστερά και χτίστηκαν από την Αριστερά. Τα βραδάκια που ο Αλέκος έφερνε σοκολάτες στα παιδιά, έραβε ο ίδιος τις κόκκινες σημαίες του με τα κίτρινα σφυροδρέπανα –να ’ναι μεγάλες– και μάθαινε τις κόρες του βιβλία, αξιοπρέπεια κι ελευθερία.

Είπα να σας γράψω σήμερα τέτοιες ιστορίες, διότι νιώθω μια αλάφρυνση. Καθότι ο κόσμος δεν σταματά, ούτε η σημαία του Κυρ-Αλέκου θα υποσταλεί ποτέ.

………………………

Κι ένα τελευταίο: αυτές τις μέρες η μάνα του Παυσανία έχτισε τον γιο της μέσα στον Ναό και το Περσικό μίασμα ξεμόλεψε την Πόλη. Έφυγε.

«Ου δύνασαι δυσί κυρίοις δουλεύειν» τραγούδησε ο άνεμος στο φάντασμα που πήρε επιτέλους των ομματιών του…

***

Πάμε τώρα κι εμείς για ένα ουζάκι, Κυρ-Αλέκο μου, Μάστορα και Σύντροφε…

ΣΤΑΘΗΣ Σ.
23•VI•2023

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!