Η καλλιέργεια ψευδαισθήσεων δεν συμβάλλει στην υπέρβαση της δυσμενούς θέσης στην οποία βρισκόμαστε

Του Σπύρου Παναγιώτου

 

Η παραδοχή ενός λάθους, λέγεται, είναι χρήσιμη. Καθώς οδηγεί σε πρωτοβουλίες που, αν δεν το αναιρούν, τουλάχιστον δεν το επαναλαμβάνουν. Η παραδοχή του λάθους έγινε από τον αναπληρωτή υπουργό Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Ευ. Τσακαλώτο που δήλωσε: «Εμείς κάναμε ένα λάθος, όταν μπήκε η υπογραφή στη Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, ότι δεν σιγουρέψαμε πως αυτή η συμφωνία θα ήταν το σήμα προς την ΕΚΤ για να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τη ρευστότητα». Και για να μην υπάρχει η παραμικρή παρανόηση, η παραδοχή αυτή επαναλήφθηκε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό στη συνέντευξη στο Star: «Πριν από το Eurogroup της 20/2… πήραμε τη δέσμευση πως με το που θα υπάρξει η συμφωνία θα αποκατασταθούν οι αποφάσεις της ΕΚΤ. Το λάθος μας είναι ότι εμπιστευτήκαμε την προφορική αυτή δέσμευση και δεν ζητήσαμε γραπτή δέσμευση».

Ωμή ήταν και η απάντηση του, καταγγελλόμενου και ως αυτουργού της παραπλάνησης, Γ. Ντάισελμπλουμ: «H ελληνική κυβέρνηση πόνταρε στο ότι αν διαπραγματευτεί μαζί μας, η ΕΚΤ θα ανοίξει το παράθυρο της ρευστότητας και θα χαλαρώσει τους κανονισμούς της… Έπαιξε κι έχασε» είπε. Ο κυνισμός του εκπροσώπου των τροϊκανών θεσμών έχει ιδιαίτερη διδακτική σημασία.

 

Ήταν αναπόφευκτη η αποδυνάμωση;

Η κυβέρνηση από τις πρώτες μέρες γνώριζε ότι τα δημόσια οικονομικά ήταν ερείπια. Το πλεόνασμα των 1,6 δισ. που κομπορρημονούσε ότι παρέδωσε η κυβέρνηση Σαμαρά στις 26/1, συνοδευόταν από έκθεση του υπουργείου Οικονομικών που πρόβλεπε, για τις επόμενες μέρες, έλλειμμα της τάξης των 1,129 δισ. ευρώ. Στην ίδια έκθεση γινόταν λόγος για ταμειακό έλλειμμα που μετά τις 20 Μάρτη θα έφτανε σχεδόν στα 5 δις ευρώ. Με απλά λόγια, η κυβέρνηση Σαμαρά παρέδωσε χρεοκοπημένο το δημόσιο ταμείο. Την ίδια στιγμή οι δανειστές ήδη από τον προηγούμενο Αύγουστο είχαν πάψει τις εκταμιεύσεις των δόσεων που πρόβλεπε η δανειακή σύμβαση. Ακόμα η ΕΚΤ, από τις 5/2, ουσιαστικά είχε σταματήσει τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας καθώς είχε διακόψει τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών μέσω ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου επιτρέποντας μόνο την περιοριστική οδό του ELA. Όλα αυτά πιστοποιούσαν ότι η διαπραγματευτική τακτική των δανειστών ήταν να παρατείνουν την «παγίδα χρόνου» που έστησαν στη νέα ελληνική κυβέρνηση ώστε να οδηγηθεί στην οριστική διαπραγμάτευση με άδεια ταμεία, και ως εκ τούτου σε δυσμενέστερη θέση διαπραγμάτευσης.

Παρά τα προβαλλόμενα, η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη ήταν επώδυνη, όπως συνομολόγησε και η Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο για τις αναφορές σε σαφώς μνημονιακά μέτρα, αλλά γιατί αποδυνάμωνε την κυβέρνηση πολύπλευρα:

Οικονομικά, καθώς ο μόνος «χρόνος ανάσας» που εξασφάλιζε ήταν αποκλειστικά υπέρ των δανειστών, αφού συστηματικά εξαντλούσε τα ήδη πενιχρά οικονομικά διαθέσιμα που διέθετε η χώρα.

Πολιτικά, γιατί ο χρόνος που κυλούσε στην αναζήτηση λύσεων και η επιστράτευση επικοινωνιακών τεχνασμάτων για να διατηρούνται «οι κόκκινες γραμμές» οδηγούσε και οδηγεί σε μετάθεση βασικών προεκλογικών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ -ας μην ξεχνάμε ότι είχαν παρουσιαστεί αδιαπραγμάτευτες και ανεξάρτητες από την πορεία των διαπραγματεύσεων- που αποδυνάμωνε το λαϊκό ρεύμα υπεράσπισης της κυβέρνησης όπως εμφανίστηκε τις πρώτες μετά τις εκλογές μέρες.

Ο συνδυασμός της οικονομικής και πολιτικής αποδυνάμωσης της χώρας έναντι των δανειστών αποτελεί κρίσιμο εξαγόμενο συμπέρασμα αυτής της περιόδου. Με αυτή την έννοια, η παραδοχή του λάθους, για να έχει νόημα, απαιτεί υπέρβαση της δυσμενούς θέσης στην οποία βρισκόμαστε.

 

Υπάρχουν κάποια συμπεράσματα

Η επαναλαμβανόμενη διαβεβαίωση ότι η Ελλάδα θα «τιμήσει τις υποχρεώσεις της έναντι των δανειστών» και μάλιστα «στο διηνεκές», η απόσυρση της προγραμματικής θέσης για διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους και αποπληρωμή του υπόλοιπου με ρήτρες ανάπτυξης, η συνεπής πληρωμή των υποχρεώσεών μας έναντι των δανειστών, παρά τις δικές τους ασυνέπειες, (υπάρχουν, άραγε, Πρακτικά στις συνεδριάσεις των θεσμών που θα μπορούσε να επικαλεστεί η ελληνική κυβέρνηση;), οι ψευδαισθήσεις ότι θα κυριαρχήσει «η Ευρώπη των δημοκρατικών παραδόσεων και του Διαφωτισμού» στις συνεδριάσεις του Eurogroup καθιστούν το λάθος πιο επώδυνο. Είναι το πρώτο που πρέπει να ξεπεραστεί.

Χρειάζεται ακόμα να αφεθεί κατά μέρος η καλλιέργεια ψευδαισθήσεων ότι βρισκόμαστε κοντά σε μια, μη μνημονιακή, λύση. Ούτε τώρα, ούτε πολύ περισσότερο τον Ιούνιο ή όποτε οι «θεσμοί» αποφασίσουν ότι ήρθε η ώρα να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους και των όρων αποπληρωμής του. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι ο πιο αποφασιστικός παράγοντας για την έκβαση των διαπραγματεύσεων είναι ο λαός, οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι μέσα και έξω από τη χώρα. Απαιτείται συνειδητοποίηση ότι μεγάλες αλλαγές δεν γίνονται με την απουσία του λαού από το προσκήνιο. Αυτό απαιτεί να ακουστούν αλήθειες και να γυρίσουμε την πλάτη σε ήδη διαψευσμένες εμμονές για το χαρακτήρα των θεσμών ή τις ικανότητες των διαπραγματευτικών ομάδων.

Χρειάζεται, τέλος, να επιδειχθεί αποφασιστικότητα ισοδύναμη με των δανειστών. Αν οι τελευταίοι δεν τηρούν τις δεσμεύσεις τους, τι μας υποχρεώνει να τηρούμε τις δικές μας «υποχρεώσεις» εξαντλώντας τα ελάχιστα των πόρων που διαθέτουμε; Είναι στιγμή να κάνουμε πράξη αυτό που και τώρα λέγεται επίσημα: Ανάμεσα στην αποπληρωμή των δανείων ή την κάλυψη των αναγκών του λαού και της χώρας, θα επιλέξουμε το δεύτερο.

Η αναγνώριση του λάθους οδηγεί αναπόφευκτα στην επαναχάραξη της πορείας. Έστω και τώρα. Αλλιώς θα σημάνει νέα λάθη με ή χωρίς παραδοχές. Που ως γνωστόν… ουκ ανδρός σοφού.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!