Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν οι φωνές μεγάλων επιχειρηματιών, CEO πολυεθνικών-μεγαθήριων που φαίνεται ότι πλέον δεν τους αρκούν οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι να φροντίζουν για τα συμφέροντά τους, αλλά οι ίδιοι αναζητούν λύσεις, κέρδη και επέκταση πέραν των κρατών ως μορφωμάτων που διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους όπου γης. Οι φωνές αυτές βασίζονται στη υπερμεγέθυνση της οικονομικής (και κατά συνέπεια και πολιτικής) ισχύος των πολυεθνικών.
Τα στοιχεία (βλ. Πίνακα 2) δείχνουν ότι οι 200 κορυφαίες πολυεθνικές έχουν αυξήσει τον κύκλο εργασιών τους από το 2005 μέχρι το 2020 κατά 60% και τα κέρδη τους κατά 31%. Τα νούμερα μπορεί να μην φαίνονται τρομερά ιδιαίτερα αν τα συγκρίνουμε με τους φρενήρεις ρυθμούς της δεκαετίας του ‘90 και των αρχών του 2000 (Ενδεικτικά τη δεκαπενταετία 1996-2011 η αύξηση του κύκλου εργασιών τους ήταν 186% και των κερδών 359%), παρόλα αυτά παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Τα παραπάνω στοιχεία μας δείχνουν πως η παρατεταμένη παγκόσμια οικονομική ύφεση αλλά και η πανδημία, παρά τη σχετική επιβράδυνση που έφεραν, δεν εμπόδισαν τα μεγαθήρια από αυτά από το να συνεχίζουν να συγκεντρώνουν ισχύ και πλούτο.
Χαρακτηριστικό πως πλέον ο κύκλος εργασιών πολλών «άξιων» εκπροσώπων του κλαμπ των 200 μεγάλων πολυεθνικών, φτάνει ή και ξεπερνά κατά πολύ τους προϋπολογισμούς ολόκληρων χωρών. Και δεν μιλάμε απλά για χώρες του Τρίτου Κόσμου, αλλά για κρατικές οντότητες όπως την Ολλανδία, τη Νότια Κορέα, το Μεξικό, τη Σουηδία, το Βέλγιο και την Ελβετία (βλ. παρακάτω γράφημα). Χαρακτηριστικά στις 100 πρώτες «οικονομίες», μόλις 27 είναι κρατικές οντότητες (στοιχεία 2020). Ενώ η πρωτοπόρος Walmart που βρίσκεται στην 9 θέση, έχει κύκλο εργασιών που ξεπερνά τον προϋπολογισμό μεγάλων χωρών όπως η Ισπανία, η Ρωσία και η Ινδία.
Η εργασία στο περιθώριο
Στον αντίποδα, όμως, αυτής της τερατώδους αύξησης της οικονομικής δύναμης φαίνεται ότι βρίσκεται το εργατικό δυναμικό που απασχολούν αυτές οι εταιρείες. Δεν μιλάμε μονάχα από την πλευρά των εργασιακών δικαιωμάτων όπου και εκεί οι μεγάλες πολυεθνικές μένουν μετεξεταστέες (χαρακτηριστικά καμία από τις 10 μεγαλύτερες πολυεθνικές δεν εμφανίζεται στις 50 πρώτες θέσεις στις αξιολογήσεις για το «καλύτερο εργασιακό περιβάλλον») αλλά κυρίως για τη δυσανάλογη αύξηση κύκλου εργασιών και κερδών σε σχέση με την αύξηση των εργαζομένων που απασχολούν. Η δραστηριότητα των πολυεθνικών είναι μια δραστηριότητα απόρριψης εργασίας.
Φαίνεται λοιπόν ότι εν πολλοίς αποτελεί μύθευμα πως η «προσέλκυση μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών ανοίγει πολλές θέσεις εργασίας». Μύθευμα που πωλείται κατά κόρον –ιδιαίτερα στη χώρα μας– από το ευθυγραμμισμένο με τις επιλογές της παγκοσμιοποίησης πολιτικό σύστημα. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι όσες νέες θέσεις εργασίας κι αν ανοίξουν οι ξένοι επενδυτές, σε σχέση με τα αντίστοιχα κέρδη που θα έχουν, αυτές αποτελούν μάλλον σταγόνα στον ωκεανό.
Μετατόπιση ανατολικά
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αποτύπωση της κατανομής των 200 μεγάλων πολυεθνικών επί του εδάφους. Τη δεκαετία του ‘80 στην ιμπεριαλιστική τριάδα (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία) αντιστοιχούσε πάνω από 85% αυτών των πολυεθνικών εταιριών. Την επόμενη δεκαετία, βλέπουμε ένα άπλωμα της κατανομής και σε άλλες περιοχές του πλανήτη (κυρίως Ν.Α. Ασία). Ενώ καταιγιστικές είναι οι ανακατατάξεις που συμβαίνουν στις αρχές του 21ου αιώνα, με τις ΗΠΑ να χάνουν την πρώτη θέση στη λίστα των 200 μεγάλων πολυεθνικών, χωρίς βέβαια η Δύση συνολικά να χάνει την κυριαρχία της, και την Κίνα να αναδεικνύεται σε βασικό πυλώνα της παγκοσμιοποίησης.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2020, στις 200 πρώτες πολυεθνικές οι κινέζικες είναι 65 (15 περισσότερες απ’ ό,τι το 2019), οι αμερικάνικες είναι 62 (2 παραπάνω από το 2019), οι ιαπωνικές είναι 21 (1 λιγότερη από το 2019), οι γερμανικές είναι 11 (ίδιες με το 2019), οι γαλλικές 7 (7 λιγότερες από το 2019). Ενώ οι τάσεις αυτές αποτυπώνονται πιο ξεκάθαρα αν τις εξετάσουμε σε βάθος δεκαετίας (βλ. παρακάτω Πίνακα).
Οι ΗΠΑ χάνουν την πρωτοκαθεδρία τους στη λίστα των 200 μεγαλύτερων πολυεθνικών (βλ. παρακάτω γράφημα), διατηρούν όμως σταθερά τις πρώτες θέσεις (Walmart, Amazon) αλλά και τις ταχέως αναπτυσσόμενες εταιρίες του ψηφιακού καπιταλισμού, τις επονομαζόμενες Big 5 Tech (Amazon, Apple, Microsoft, Facebook, Google).
Μεγάλος χαμένος η Ευρώπη, που βλέπει το μερίδιο της να μειώνεται από 70 πολυεθνικές στη λίστα των 200 μεγάλων, σε 36, μέσα στην τελευταία δεκαετία, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση πως οι ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν τον πιο αδύναμο κρίκο της παρατεταμένης κρίσης, και της ανατροπής της ηγεμονίας της Δύσης.
Η Κίνα με 65 πολυεθνικές στην λίστα των 200 μεγαλύτερων, παρουσιάζει την πιο ραγδαία ανάπτυξη, με πρωταγωνιστές τους χαμηλής διεθνοποίησης κλάδους των κατασκευών και της ενέργειας. Η Κίνα τις τελευταίες δύο δεκαετίες χτίζει τη δική της οικονομία, με τις δικές τις εταιρίες (κρατικές, ημικρατικές, ιδιωτικές), με τους δικούς της δισεκατομμυριούχους, ενώ τα τελευταία χρόνια επενδύει όλο και περισσότερο στη δική της αγορά, με την σταδιακή ανάπτυξη της μεσαίας τάξης.
Ανακατατάξεις στο 1%
Πώς όμως διαμορφώνεται το 1%, αυτών που καρπώνονται τον πλούτο όλης αυτής της δραστηριότητας. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία που δημοσιεύει ετησίως η λίστα Forbes. Σύμφωνα με αυτά, η περσινή χρονιά, πέρα από μια χρονιά πανδημίας και κρίσης, ήταν και μια χρονιά εκτίναξης των κερδών λόγω της αύξησης των δημόσιων δαπανών, της εκτόξευσης της αγοράς των κρυπτονομισμάτων και της ανόδου των χρηματιστηριακής αξίας ορισμένων εταιριών.
Κάπως έτσι, το 2021 οι δισεκατομμυριούχοι έφτασαν τους 2.755, κατά 660 περισσότερους από το 2020. Το 86% αυτών μάλιστα είδε την περιουσία του να αυξάνεται κατά το έτος αυτό, ένα έτος που αδιαμφισβήτητα οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι, μετατρέποντας την πανδημική κρίση σε ευκαιρία ακόμη μεγαλύτερης κερδοφορίας.
Ποια είναι η σύνθεση όμως αυτού του 1%; Σύμφωνα με την τρέχουσα κατάταξη της λίστας Forbes, οι 7 από τους 10 πρώτες θέσεις καταλαμβάνονται από τους ιδιοκτήτες και CEO των μεγάλων πολυεθνικών της ψηφιακής οικονομίας και των τεχνολογιών αιχμής. Οι Elon Musk της Tesla & SpaceX (1η θέση), ο Jeff Bezos της Amazon (3η θέση), οι Bill Gates και Steve Ballmer της Microsoft (4η και 9η θέση αντίστοιχα), ο Larry Page και Sergey Brin της Google (5η και 7η θέση αντίστοιχα) και ο Larry Elison της Oracle (8η θέση) συγκεντρώνουν αθροιστικά περιουσία η αξία της οποίας αποτιμάτε πάνω από το 1τρισ. δολάρια. Τη δεκάδα συμπληρώνουν η οικογένεια του Bernard Arnault, ιδιοκτήτης της αυτοκρατορίας της Luis Vitton/Sephora, (2η θέση), ο γνωστός επενδυτής Warren Buffet (6η θέση) και ο Ινδός Mukesh Ambani που δραστηριοποιείται στην πετροχημική βιομηχανία. (βλ. πίνακα της λίστας δισεκατομμυριούχων του Forbes)
Δύο άλλες δυναμικές ομάδες στη λίστα των δισεκατομμυριούχων, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν καταγωγή από την Ανατολή. Πρώτη ομάδα οι δισεκατομμυριούχοι από τη Ρωσία, ιδιοκτήτες εταιριών στους κλάδους των υδρογονανθράκων και της χημικής βιομηχανίας (π.χ. ο Leonid Mikhelson στην 47η θέση και ο πρώην υφυπουργός Βιομηχανίας Πετρελαίου επί Σοβιετικής Ένωσης Vagit Alekperov στην 57η θέση) των μεταλλευμάτων (π.χ. οι Vladimir Lisin και Alexey Mordashov στην 46η και 48η αντίστοιχα), που απέκτησαν τον πλούτο και την εξουσία τους καρπωνόμενοι τις μονοπωλιακές κρατικές επιχειρήσεις μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και εκμεταλλευόμενοι τις διασυνδέσεις τους με το καθεστώς. Δεύτερη ομάδα οι ανερχόμενοι Κινέζοι επιχειρηματίες όπως ο Zhong Shanshan (15η θέση), ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Κίνα με δραστηριότητα στον κλάδο των τροφίμων, των φαρμάκων και της χημικής βιομηχανίας, o Zhang Yiming (22η θέση) του τεχνολογικού κολοσσού ByteDance (TikTok κ.ά.), o Ma Huateng (28η θέση) του διαδικτυακού κολοσσού Tencent (WeChat κ.α.), και ο Jack Ma (33η θέση) της μεγαλύτερης εταιρίας ηλεκτρονικού εμπορίου στον κόσμο, της Alibaba.