Με πλούσιο πρόγραμμα, εξαιρετικό αφιέρωμα στο Νέο Τσέχικο Κύμα με ταινίες των Γίρι Μενζέλ και Γιάν Νιέμετς που έκαναν θραύση, αλλά και ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες, όπως στην τρίωρη προβολή του final cut του θρυλικού «Αποκάλυψη:Τώρα» (1979) του Κόπολα, οι Νύχτες Πρεμιέρας επιβεβαιώνουν πως εδώ και 25 χρόνια παραμένουν το σταθερό φθινοπωρινό ραντεβού των κινηματογραφόφιλων της Αθήνας.

Απ’ το Διεθνές Διαγωνιστικό η «Χρυσή Αθηνά» δόθηκε στη «Νέα Λιθουανία» του Καρόλις Καουπίνις, μια ασπρόμαυρη ταινία εποχής με ήρωα έναν γεωγράφο που στα τέλη του ’30, πεπεισμένος πως τα γειτονικά ισχυρότερα κράτη απειλούν να «καταβροχθίσουν» την αραιοκατοικημένη και ανίσχυρη Λιθουανία, προσεγγίζει επιστήμονες και γραφειοκράτες και τους παρουσιάζει την φαεινή ιδέα μιας δίδυμης αποικίας, αντίγραφο της Λιθουανίας, ώστε το πραγματικό κράτος να ξεφύγει από τον κίνδυνο εισβολής. Η ταινία ξεχώρισε για την εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία που μεταφέρει μέσα σε γεμάτα από αντικείμενα κάδρα λεπτομέρειες για τους χαρακτήρες, με μια εξίσου επιμελημένη σκηνογραφία που αποδίδει την ατμόσφαιρα της εποχής. Ανάμεσα σε βαλς και μιλιταριστικές παράτες στο κατώφλι όσων επίκειται να συμβούν, οι γραφειοκρατικές περιπέτειες μέσα από αρκετά σταθερά πλάνα του ταλαίπωρου πρωταγωνιστή μεταφέρουν με έντονο σαρκασμό και δόσεις ειρωνείας κρυστάλλινη σοβαροφάνεια και διάσταση επιστημονικής σχολαστικότητας καλύπτοντας μια ιστορική τραγική αλήθεια πίσω από το υπερρεαλιστικό πρίσμα.

Το «βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου» καθώς και το «Βραβείο Κοινού Fischer», απέσπασαν «Οι Άθλιοι» του Λατζ Λι, από τις πιο δυνατές ταινίες του Διαγωνιστικού. Τα γκέτο και οι εξαθλιωμένες συνοικίες των βορείων προαστίων του Παρισιού, στα χέρια του Γάλλου με καταγωγή απ’ το Μάλι Λατζ Λι μετουσιώνονται σε μια δυνατή πολιτική ταινία, με πρωταγωνιστές συμμορίες τσιγγάνων, ένοπλους Άραβες διακινητές, αδελφότητες ισλαμιστών και κακοπληρωμένους αστυνομικούς με το χέρι στη σκανδάλη. Ανάμεσά τους, πλήθος παιδιών ενός κατώτερου Θεού, μελλοντικά μέλη στρατιών ανέργων, τοξικομανών και γκάνγκστερ. Σ’ αυτό το γαλλικό περιθώριο, η κλοπή ενός μικρού λιονταριού από τσίρκο, με δράστη ένα 13χρονο αγόρι αφρικανικής καταγωγής, θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα μιας εκρηκτικής κοινωνικής κατάστασης.

Η δύναμη της ταινίας έγκειται στην κατάδειξη όσων ακολουθούν μετά την επιβολή της εξουσίας. Μίσος και βία αναπαράγονται στο πολλαπλάσιο, οδηγώντας νομοτελειακά σε μια αδυσώπητη σύγκρουση. Με την επιλογή στην εισαγωγή της ρήσης του Βίκτωρα Ουγκώ από τους Άθλιους «δεν υπάρχουν κακοί άνθρωποι μήτε κακά βλαστάρια, μονάχα κακοί καλλιεργητές» δηλώνεται η πολιτική θέση του σκηνοθέτη. Όσο συνεχίζεται η νοοτροπία της συντριβής του αδύναμου από τον ισχυρό, βία, σύγκρουση και εξέγερση θα αποτελούν μονόδρομο. Η ταπείνωση του αγοριού, που από θαύμα δεν σκοτώθηκε από τη σφαίρα του αστυνομικού, πυροδότησε μίσος και οργή, οπλίζοντας με αποφασιστικότητα τα άλλα γειτονόπουλα, να κάνουν πόλεμο με ό,τι διαθέτουν –πέτρες, καδρόνια, μολότωφ– μη έχοντας τίποτα να χάσουν ούτε μέλλον να διεκδικήσουν.

Με αφετηρία τον Ουγκώ, ο Λατζ Λι βασίζεται στην παράδοση του γαλλικού αστυνομικού σινεμά και προχωρώντας πέρα από το «Μίσος» (1995) του Κασσοβίτς, περνά από τις εξεγέρσεις του 2005, για να φτάσει στο σήμερα, εμπλουτίζοντας την ιστορία με το πανοπτικό βλέμμα των ντρόουν, αποκαλύπτοντας από ψηλά μια πλήρη εικόνα τόσο των παραπηγμάτων, όσο και των αιτιών που μετατρέπουν τα παιδιά των μεταναστών σε οργισμένους πολεμιστές και ένθερμους μελλοντικούς ηγέτες μιας διαρκούς ταξικής εξέγερσης, στην αναζήτηση κοινωνικής δικαιοσύνης.

Παρότι δεν διακρίθηκε στο Διαγωνιστικό, αξιόλογη ήταν και «Η Καμαριέρα», πρώτη ταινία της Μεξικανής Λίλα Αβίλες. Ακολουθώντας την παράδοση του κοινωνικού μεξικάνικου σινεμά στην ανάδειξη ταξικών και φυλετικών αντιθέσεων, η σκηνοθέτρια, μέσα από αρκετά σταθερά πλάνα, καταγράφει την κοπιαστική καθημερινότητα της 25χρονης καμαριέρας Έβε, που δουλεύει σε πολυτελές ξενοδοχείο με ζώνη περιορισμένης πρόσβασης, μόνο σε πλούσιους. Δίχως σπίτι με τρεχούμενο νερό, κάνει μπάνιο στο ξενοδοχείο, ενώ επικοινωνεί τηλεφωνικά με τη γυναίκα που φυλάει το μωρό της, όσο αυτή δουλεύει. Παρά την κούραση, αποφασίζει να παρακολουθήσει βραδινά μαθήματα λογοτεχνίας. Εκεί, πρωτοδιαβάζει το βιβλίο «Ο Γλάρος Ιωνάθαν», που θα αλλάξει τις προσδοκίες της. Μέσα από λεπτομέρειες της ζωής της πρωταγωνίστριας, προσεγγίζεται σταδιακά ένας ολόκληρος περίγυρος εργαζομένων, όπου παρατηρείται και εργασιακή αλληλεγγύη στο περιθώριο. Η εξέλιξη της πλοκής εμπλουτίζεται σταδιακά, αυξάνοντας τον ρυθμό έντασης προς το τέλος, με τον ταξικό διαχωρισμό να εκφράζεται μέσα από τη σκηνοθεσία. Κάθετα στοιχεία των τοίχων χωρίζουν το κάδρο μεταφέροντας τη θέαση στις άκρες, σαν να πρόκειται για δυο ξεχωριστές οθόνες. Συχνά η Έβε απεικονίζεται στη μια μεριά να καθαρίζει ενώ στην άλλη, διαφαίνεται έξω από το παράθυρο ένας αιωρούμενος καθαριστής τζαμιών που την φλερτάρει, σε ένα δίχως λόγια χιουμοριστικό στιγμιότυπο που επαναφέρει τη ρομαντική οπτική του βωβού κινηματογράφου.

Ιφιγένεια Καλαντζή

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!