Της Μαρίας Πετρίτση. Κάθε πρωί, λίγο πριν τις εννιά, βγαίνω στο μπαλκόνι να καπνίσω ένα τσιγάρο. Κοιτάζω κάτω στο δρόμο και βλέπω τον Κεμάλ, που καπνίζει κι αυτός, όρθιος στο κατώφλι του απέναντι μπακάλικου. Κάθε μέρα το ίδιο. Ο ίδιος άνθρωπος στην ίδια στάση. Την ίδια ώρα.

Ένα μικρό μαγαζάκι είναι, γωνία Σούτσου και Βαλτινών, στο κέντρο της Αθήνας, που το συντηρεί μαζί με τους γονείς του εδώ και κάτι χρόνια. Εφημερίδες, περιοδικά, γάλατα, χυμούς, σοκολάτες και συσκευασμένα σάντουιτς. Και δωροσακούλες. Αυτά πουλάνε.
Κούρδοι από το Ντιγιαρμπακίρ, μου έχει πει, ίσα που ξεφύγανε από το διωγμό των Τούρκων το ’90. Όποτε έχει κέφια, μου διηγείται λεπτομέρειες από τη ζωή του. Όχι συχνά, πάντως.
Ο Κεμάλ είναι κάπως παράξενος. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου βγάλει. Τον έχω πετύχει κάποιες φορές να ακούει τουρκικά λαϊκά στο φορητό του σιντί, πάνω στο ράφι με τις σοκοφρέτες. Στη διαπασών η μουσική, σε άλλο κόσμο το εικοσάχρονο μελαψό αγόρι.
«Με φτιάχνει η Χούλια Κότσιγιτ, κι ακόμα περισσότερο η Τουρκάν Σοράι, ειδικά σε κείνη την ταινία όπου μια συμμορία σκοτώνει τον άντρα της τη μέρα του γάμου της -ξεχνάω πώς τη λένε μωρέ- και μετά ψάχνει μόνη της να τιμωρήσει τους ενόχους. Το τραγούδι που λέει σε κείνη την ταινία μού λιγώνει την ψυχή», μου είπε μια μέρα.
Απόρησα που γνώριζε τη λέξη «λιγώνω» ο Κεμάλ. Και που αντί για Κούρδες τραγουδίστριες προτιμούσε να ακούει τραγούδια ηθοποιών από τουρκικές κινηματογραφικές ταινίες.
Παρ’ όλα αυτά δεν είπα τίποτε, συνέχισα να τον ακούω.
«Εμείς μαστουρώνουμε με τη μουσική, μας μπαίνει μέσ’ το αίμα», συνέχισε εκείνο το πρωί που τον είχε πιάσει οίστρος και όρεξη για εκμυστηρεύσεις.
«Και με τις παλιές καλές ταινίες. Μην κοιτάς αυτά τα ξενέρωτα που βλέπετε εσείς στην τηλεόραση, με τα παλάτια και τους καλοντυμένους επιχειρηματίες της Ιστανμπούλ. Αυτά δεν είναι αληθινά πράγματα, παραμύθια της Χαλιμά είναι, που σας τα πουλάνε για να σας ναρκώσουν κι εσείς τα αγοράζετε. Οι πραγματικές ταινίες δεν παίζονται στο κουτί. Και τους πραγματικούς Τούρκους δεν τους λένε Ονούρ και Σεχραζάτ. Μουσταφά και Γκιλμάζ τους λένε. Αν έχεις ακούσει και για κείνον τον σκηνοθέτη…».
Υπερτονίζει κάπως το σίγμα, μου αρέσει η ξενική προφορά του. Κι επίσης μου αρέσει που γνωρίζει σκηνοθέτες και ποιητές.
Και που μιλάει γι’ αυτούς με τόση βεβαιότητα, χωρίς καθόλου έχθρα.
«Πότε έφυγες από την πατρίδα σου, Κεμάλ;», τον είχα ρωτήσει εκείνη την ημέρα.
Παρατήρησα ένα ανεπαίσθητο τικ στα μάτια του. Ζορίστηκε λίγο, μα δεν μάσησε. Πλησίασε στο ράφι με τις σοκοφρέτες και δυνάμωσε τη μουσική. Ο Κεμάλ έχει πάντα έναν πολύ ωραίο τρόπο να είναι μόνος του, ακόμα και με δέκα πελάτες μέσα στο μαγαζί.
Εκείνη τη μέρα άκουγε ένα σιντί της Αϊνούρ, όπως με πληροφόρησε. Μιας Κούρδας τραγουδίστριας παραδοσιακών τραγουδιών που εκτιμούν πολύ και στην Τουρκία.
Δεν την ήξερα. Όλα αυτά ο Κεμάλ μου τα εξήγησε εκείνη την ημέρα.
«Ξέρεις, μέχρι πριν από δέκα χρόνια η μουσική του λαού μου απαγορευόταν στην Τουρκία. Οι Κούρδοι τραγουδιστές έπρεπε να τραγουδάνε στα τουρκικά, όμως η Αϊνούρ ήταν ανυπόταχτη. Τραγουδούσε κουρδικά και αλεβίτικα τραγούδια».
Αυτό το τελευταίο ένιωσα πως το είπε με ένα ιδιαίτερο, πολύ προσωπικό καμάρι.
«Ειδικά όταν πήρε μέρος σε ένα ντοκιμαντέρ του Γιαβούλ Τουργκούλ, οι Τούρκοι την άφησαν ήσυχη. Μετά από λίγο έφυγε για την Ισπανία κι εκεί έκανε καριέρα κανονική», συνέχισε.
Απέφευγε ακόμα να απαντήσει στην ερώτησή μου, κατάλαβα όμως πως θα είχε τους λόγους του. Ο Κεμάλ είναι σοβαρό παιδί. Σκέφτεται πολύ και μιλάει λίγο, όταν μιλάει όμως έχει πάντοτε κάτι να πει.
Περίμενα.
«Η κουρδική μουσική είναι πολύ πλούσια, ξέρεις», συνέχισε μετά από μια σύντομη παύση. «Εξαιτίας του πλούτου των παραδόσεων και της ιστορίας των περιοχών μας, οι μουσικές μας συνδυάζουν φολκλορικά στοιχεία με μοντέρνα μοτίβα που ηχούν πολύ παράξενα».
Ο Κεμάλ με είχε αφήσει ενεή με τις γνώσεις του περί μουσικής, με το άριστο συντακτικό, καθώς και με το προχωρημένο λεξιλόγιό του στα ελληνικά. Αναρωτήθηκα πώς στο καλό το κατάφερνε αυτό.
Αργότερα έμαθα πως πήγαινε σε νυχτερινό σχολείο, κάπου στην Κυψέλη.
«Το 1992, που έφυγε η Αϊνούρ για την Ισπανία, φύγαμε κι εμείς από το Ντιγιαρμπακίρ. Στα αραμαϊκά λέγεται Αμίντ, η πρωτεύουσα του τουρκικού Κουρδιστάν είναι. Οι πρόσφατοι διωγμοί στα νοτιοδυτικά της Τουρκίας μας ανάγκασαν να κινηθούμε προς την Ευρώπη», συνέχισε.
«Όταν είσαι παιδί, το ρατσισμό και την καταστροφή τα βλέπεις σαν παρατηρητής. Δεν τα καταλαβαίνεις καλά, δεν ξέρεις τι συμβαίνει. Μετά μαθαίνεις. Κι αν δεν τα μάθεις στο σχολείο, σου τα λένε οι μεγαλύτεροι. Όπου κι αν βρίσκεσαι τελικά. Εγώ, πολλά που δεν καταλάβαινα, τα έμαθα από τους γονείς μου».
Ο πατέρας του Κεμάλ είναι ένας εξηντάρης αλκοολικός που τα μεσημέρια βλέπει Τατιάνα και Λαμπίρη στην τηλεόραση. Η συσκευή βρίσκεται δίπλα στο σιντί του Κεμάλ, πάνω στο ράφι με τις σοκοφρέτες. Η μητέρα του, αιωνίως μαυροφορεμένη, είναι απότομη και επιβλητική. Τα ρέστα από τα τσιγάρα τα πετάει πάνω στο τασάκι των εισπράξεων, δεν σου τα δίνει ποτέ στο χέρι.
«Όλη αυτή η βία μας ανάγκασε να φύγουμε από το σπίτι μας, δεν γινότανε κι αλλιώς. Μας κόλλησε στο πετσί. Με πήραν οι δικοί μου και ήρθαμε λαθρομετανάστες στην Ελλάδα. Στην Αθήνα καταλήξαμε μετά από καιρό, δεν έχει νόημα να σου πω τώρα τι περάσαμε. Με τα χίλια ζόρια βγάλαμε χαρτιά και ανοίξαμε το μαγαζί. Από τότε ζούμε εδώ, σε ένα δυάρι στην Αλεξάνδρας, και είμαστε σχεδόν Έλληνες. Νόμιμοι», διευκρίνισε.
«Γιατί σχεδόν Έλληνες, Κεμάλ;», ρώτησα μετά από όλα όσα είχα ακούσει. «Εσείς είστε Κούρδοι».
Εκείνη τη στιγμή μια πλαδαρή κυρία μπήκε στο μπακάλικο και ζήτησε χυμούς και σάντουιτς για τους εργάτες που έβαφαν το σπίτι της, λίγο πιο πάνω. Πολωνοί ήταν, διευκρίνισε, καλοί βαφιάδες. Αλλά το σουβλατζίδικο της έπεφτε κάπως μακριά, δεν άντεχε τον ποδαρόδρομο.
Ο Κεμάλ την εξυπηρέτησε ευγενικά και αντάλλαξε μαζί της μια δυο κουβέντες για τη νοστιμιά και την ποιότητα των συσκευασμένων φαγητών του ψυγείου του. Η κυρία τον ευχαρίστησε και έφυγε ικανοποιημένη από τις υπηρεσίες που θα προσέφερε στους Πολωνούς δουλευτάδες της.
«Βλέπω τι γίνεται στη χώρα σας», μου απάντησε μετά από λίγο ο Κεμάλ, ξαναπιάνοντας την κουβέντα. «Καταλαβαίνω. Τις εφημερίδες που πουλάω τις μελετάω κιόλας, ξέρεις, κι ας μην λένε ποτέ αλήθεια. Τα πλαστικά σάντουιτς πάντως δεν τα τρώω», αστειεύτηκε πρόχειρα.
«Σαν εμάς είστε πια κι εσείς. Πρόσφυγες στην ίδια σας τη χώρα» συνέχισε. «Σε λίγο ένας Τούρκος θα πάρει τη θέση εκείνου του Γαλλοεβραίου που την έπεσε στη μαύρη καμαριέρα στο Νιου Γιορκ και τότε από εκείνου τις διαθέσεις θα κρέμεστε κι εσείς. Θα αποφασίζει για το χρέος σας, για την Ακρόπολη, για την παραμεθόριο και για τις τηλεφωνικές σας εταιρίες. Ένας Τούρκος θα σας κουμαντάρει πια, επισήμως, κι εσάς τους Έλληνες, όπως έγινε και με μας τους Κούρδους. Σας λυπάμαι λίγο, μωρέ, παλιοκατάσταση…», κατέληξε σοβαρά.
«Σαν κι εμάς είστε κι εσείς, αδέρφια. Κι αν δεν το έχετε καταλάβει ακόμα, δεν πειράζει. Κάποια μέρα θα τα πούνε στα παιδιά σας οι μεγαλύτεροι».
Αυτά μου είπε εκείνη την ημέρα ο Κεμάλ.
Και αρκούσαν.

* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!