του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου
1. Αποτελεί πλέον κοινό τόπο η επισήμανση ότι η εκθετική ανάπτυξη της τεχνοεπιστήμης έχει οδηγήσει σε ριζικές μεταβολές στην οργάνωση και τους όρους λειτουργίας της παραγωγής, της εργασίας και γενικότερα της συναλλακτικής ζωής. Η υγειονομική κρίση που προκάλεσε ο Covid-19 λειτούργησε ως μηχανισμός βίαιης επιτάχυνσης της δυναμικής της ψηφιακής αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού. Δεσπόζουσα θέση στη δυναμική αυτή καταλαμβάνει η λεγόμενη οικονομία της (ψηφιακής) πλατφόρμας (Piatformökonomie). Η ψηφιακή πλατφόρμα, αποτελεί ένα, καινοφανές και «ιδιαιτέρως φιλικό» στις ανάγκες της «ευέλικτης επιχείρησης», μοντέλο οργάνωσης του οικονομικού και συναλλακτικού βίου. Εμφανίζει δε ιδιαίτερη αναπτυξιακή δυναμική. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του μοντέλου αυτού είναι η διαμεσολάβηση στην αγορά μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, εμπόρου και καταναλωτή, κεφαλαίου και εργασίας. Πρωταγωνιστές της παροχής των υπηρεσιών αυτών είναι οι κυριαρχούντες στην καπιταλιστική αγορά πολυεθνικοί τεχνολογικοί γίγαντες, οι οποίοι, σε μία εκ πρώτης όψεως παράδοξη, πλην όμως αγαστή, συνεργασία με τους κρατικούς καπιταλισμούς, συνθέτουν τον σύγχρονο ψηφιακό καπιταλισμό της επιτήρησης. Μέσω των ψηφιακών πλατφόρμων το κεφάλαιο επιτυγχάνει την εγκαθίδρυση ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης, το οποίο συνίσταται στην εξόρυξη και εκμετάλλευση ενός διαρκώς αυξανόμενου όγκου δεδομένων, όχι μόνο των διαδικτυακά συναλλασσόμενων, αλλά και των χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σημειωτέον στην θέση ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, η χρήζουσα πάντως περαιτέρω επεξεργασίας, θέση, ότι στις επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας αντλείται υπεραξία από την απασχόληση των χρηστών. Ως ιδιαίτερο και προσοδοφόρο, συναλλακτικό πεδίο εγκαθίδρυσης και λειτουργίας ψηφιακών πλατφόρμων, αναδεικνύεται η αγορά εργασίας και υπηρεσιών. Οι εργασιακές ψηφιακές πλατφόρμες εμφανίζουν μεγάλη ποικιλομορφία και ευελιξία. Διακρίνονται δε βασικά σε δύο ευρύτερες κατηγορίες, στην πλατφόρμα Gigwork και στην πλατφόρμα Growdwork. Στη μεν πρώτη η διαδικτυακή διαμεσολάβηση γίνεται μεταξύ επιχείρησης και πελάτη, μέσω, συνήθως νέων, αναζητούντων, μία έστω επισφαλή και προσωρινή, εργασία. Χαρακτηριστικό των πλατφόρμων αυτών είναι ότι η παροχή της συγκεκριμένης υπηρεσίας δεν πραγματοποιείται ψηφιακά, αλλά ζωντανά και επί τόπου. Πρόκειται για την πιο διαδεδομένη ψηφιακή παρέμβαση στην αγορά εργασίας, γνωστή ήδη και στη χώρα μας (Uber, e-food, Wolt). Στη δε πλατφόρμα Growdwork η σχετική διαμεσολάβηση πραγματοποιείται μεταξύ μιας επιχείρησης, η οποία, επιδιώκει την κάλυψη των εργασιακών της αναγκών με χαμηλό κόστος και του ανωνύμου πλήθους των χρηστών/οι οποίοι συχνά βρίσκονται εκτός. εθνικών συνόρων. Οι παρεχόμενες ψηφιακά εργασίες είναι είτε άπλες (π.χ. μετάφραση κειμένου), είτε και πιο σύνθετες (π.χ. δοκιμές εφαρμογών ή λογισμικών). Οι επίμαχες εργασίες εντάσσονται σε ένα πολύπλοκο, συχνά αδιαφανές, αλγοριθμικά διευθυνόμενο συμβατικό σχήμα, εντός του οποίου δημιουργούνται ιδανίκες συνθήκες για την απόκρυψη του ορθού νομικού χαρακτήρα των συγκεκριμένων εργασιών. Δεν είναι, έτσι, τυχαίο το γεγονός ότι στις εργασιακές πλατφόρμες εμφανίζεται μία διαρκώς διευρυνόμενη «γκρίζα ζώνη», οριακών ως προς τον συμβατικό τους τύπο, περιπτώσεων, όπου συχνά κυριαρχούν η συγκάλυψη του στοιχείου της εξάρτησης και η ψευδοαυτοαπασχόληση. Καθώς δε, το εργατικό δίκαιο καλύπτει μόνον τον μισθωτό, την εξαρτημένη εργασία, μια τέτοια συγκάλυψη στερεί από τους εργαζόμενους την προβλεπόμενη εργατικοδικαϊκή και κοινωνικο-ασφαλιστική προστασία. Έτσι, η αναζήτηση και ο εντοπισμός του τυχόν υποκρυπτόμενου στοιχείου της εξάρτησης αποκτά κομβική σημασία. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής υπήρξε η επανεμφάνιση στο «κοινωνικό ζήτημα» χαρακτηριστικών που δεν επαναφέρουν μόνο στο, κυρίαρχο κατά την πρωτοκαπιταλιστική περίοδο, καθεστώς της, δήθεν, ελεύθερης σύμβασης εργασίας. Πολύ περισσότερο εμφανίζουν μία μορφή εξάρτησης, εμπεριέχουσας στοιχεία επαναφεουδαλοποίησης, ψηφιακά αναβαθμισμένης, δηλ. μιας τεχνοδουλοπαροικίας, έκφραση της οποίας αποτελεί το αποκαλούμενο «ψηφιακό προλεταριάτο». Πρόκειται για μία νέα, δυναμικά αναπτυσσόμενη μορφή του κοινωνικού ζητήματος, που θέτει το ευρισκόμενο σε πολλαπλή κρίση συνδικαλιστικό κίνημα ενώπιον νέων προκλήσεων και ευθυνών.
2. Η επικαιρότητα του ζητήματος της παροχής εργασίας στις ψηφιακές πλατφόρμες και η ευρύτερα αποδεκτή αναγνώριση της επιτακτικής ανάγκης προστασίας της οδήγησαν τα τελευταία χρόνια σε έντονο δικαιοπολιτικό διάλογο της E.E. Πιο συγκεκριμένα, παρ’ όλη την επικυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις οικονομικοπολιτικές και στις δικαιοπολιτικές της επιλογές στην αντιμετώπιση του επίμαχου ζητήματος, έχει εμφανιστεί, ιδίως από το 2021, μία αξιοσημείωτα ισχυρή τάση διασφάλισης της αναγκαίας ειδικής προστασίας των εργαζομένων τόσο σε εθνικό-κρατικό όσο και σε ευρωενωσιακό, δικαιοπαραγωγικό και δικαιοπολιτικό, επίπεδο. Ωστόσο, παρά τον καθοριστικό ρόλο της έννοιας της εξάρτησης για τη διασφάλιση στους εργαζόμενους στις πλατφόρμες της αναγκαίας εργοτικοδικαιϊκής προστασίας ούτε σε ευρωενωσιακό ούτε βασικά και σε εθνικό-δικαιϊκό επίπεδο υπάρχει νομοθετικός προσδιορισμός της. Έτσι το έργο της ανίχνευσης και διακρίβωσής της επωμίζεται η δικαιοσύνη. Και ναι μεν ο δικαστής δεν δεσμεύεται από τον δοθέντα από τον νομοθέτη ή τους συμβαλλόμενους νομικό χαρακτηρισμό, όντας ελεύθερος να ερευνήσει αν αυτός ανταποκρίνεται ή όχι στην πραγματική λειτουργία της επίμαχης συμβατικής σχέσης. Όμως η σχετική αναζήτηση οφείλει να κινηθεί εντός του κρατούντος εννοιολογικού της πλαισίου, τo οποίο, κατά γενικότερη ομολογία, δυσκολεύεται ή και αδυνατεί να ανταποκριθεί στη δυναμική των νέων τεχνο-οικονομικών δεδομένων. Εν όψει αυτών το έργο του δικαστή καθίσταται εκ των πραγμάτων ιδιαιτέρως δυσχερές και επίμοχθο. Πολλώ μάλλον εφόσον αφορά περιπτώσεις παροχής εργασίας μέσω ψηφιακών πλατφόρμων. Τούτο δε καθώς η αλγοριθμική επεξεργασία και αξιοποίηση μεγάλου αριθμού δεδομένων με στόχο τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών αυτών μέσω της αξιολόγησης των εργαζομένων, παρέχει τη δυνατότητα στις πλατφόρμες να επηρεάζουν, να ελέγχουν και να καθοδηγούν με ένα έμμεσο, συχνά ανεπαίσθητο, τρόπο τον εργαζόμενο. Κατόπιν αυτών ένας νομοθετικός προσδιορισμός της έννοιας και της εξάρτησης, ανταποκρινόμενος στις νέες συνθήκες εργασίας, ιδίως σε ευρωενωσιακό επίπεδο, δεσμευτικός για τα κράτη-μέλη, θα αποτελούσε προφανώς η βέλτιστη λύση για την αντιμετώπιση του επίμαχου ζητήματος. Ωστόσο, η λύση αυτή, καθώς προσκρούει σε σοβαρές, πολιτικές και δικαιοπολιτικές επιφυλάξεις, δεν γίνεται, επί του παρόντος τουλάχιστον, αποδεκτή. Έτσι επιλέγεται μία άλλη, τυγχάνουσα ευρείας αποδοχής λύση: εκείνη της αποδεικτικής διευκόλυνσης του διεκδικούντος δικαστική προστασία εργαζόμενου. Πιο συγκεκριμένα προτείνεται μία ανακατανομή του βάρους απόδειξης υπέρ του εργαζόμενου. Τούτο δε καθώς, βάσει του ισχύοντος δικαιονομικού συστήματος κατανομής, ο ενάγων εργαζόμενος οφείλει να αποδείξει ότι είναι μισθωτός. Το εγχείρημα αυτό είναι συχνά, ιδίως για τους εργαζόμενους στις ψηφιακές πλατφόρμες, εξόχως δυσχερές, αν όχι αδύνατο, με αποτέλεσμα την απώλεια από τον εργαζόμενο της αιτούμενης δικαστικής προστασίας. Για την επίτευξη του δικαιοπολιτικού αυτού στόχου προτείνεται η καθιέρωση ενός νόμιμου μαχητού τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας. Βάσει αυτού ο εργαζόμενος δεν θα χρειάζεται πια να αποδείξει ότι παρέχει εξαρτημένη εργασία. Αρκεί να προσκομίσει ορισμένα περιστατικά, ενδεικτικά της εξάρτησης, οπότε η επίδικη σύμβαση λογίζεται ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Βεβαίως η πλατφόρμα μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό. Η λύση αυτή, που έχει ήδη υιοθετήσει ο Ισπανός νομοθέτης για την παροχή εργασίας στις ψηφιακές πλατφόρμες ταχυδιανομής (β.δ. 9/2021), υποστηρίζεται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα κόμματα της Αριστεράς, προωθείται τα τελευταία χρόνια και σε ευρωενωσιακό δικαιοπολιτικό επίπεδο. Χαρακτηριστική είναι η Πρόταση Οδηγία για την εργασία στις ψηφιακές πλατφόρμες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου από 9-11-2021, η οποία μετά από μία περιπετειώδη διαδρομή, πέτυχε την υπερψήφιση της από την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία των κρατών-μελών, παρά την αντίδραση της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Δεν είναι, έτσι, τυχαίο το γεγονός ότι στις εργασιακές πλατφόρμες εμφανίζεται μία διαρκώς διευρυνόμενη «γκρίζα ζώνη», οριακών ως προς τον συμβατικό τους τύπο, περιπτώσεων, όπου συχνά κυριαρχούν η συγκάλυψη του στοιχείου της εξάρτησης και η ψευδοαυτοαπασχόληση. Καθώς δε, το εργατικό δίκαιο καλύπτει μόνον τον μισθωτό, την εξαρτημένη εργασία, μια τέτοια συγκάλυψη στερεί από τους εργαζόμενους την προβλεπόμενη εργατικοδικαϊκή και κοινωνικο-ασφαλιστική προστασία
3. Οι σχετικές δικαιοπαραγωγικές και δικαιοπολιτικές, εξελίξεις στην Ευρώπη δεν άφησαν αδιάφορο τον Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος αντί τουλάχιστον να αναμείνει την εξέλιξη της, ευρισκόμενης τότε σε εκκρεμότητα επίμαχης Πρότασης Οδηγίας, η αποδοχή της οποίας δεν ήταν, άλλωστε, εξασφαλισμένη, έσπευσε να αντιμετωπίσει το επίμαχο ζήτημα. Ωστόσο, δέσμιος προφανώς, των ακραίων νεοφιλελεύθερων ιδεοληψιών του, κινήθηκε προς ένα, διαμετρικά αντίθετο στις ευρωενωσιακές δικαιοπολιτικές θέσεις, μοναχικό δρόμο. Πιο συγκεκριμένα κατέφυγε μεν στην αξιοποίηση του μαχητού τεκμηρίου, όχι όμως υπέρ των εργαζομένων, αλλά υπέρ της αυτοαπασχόλησης, δηλαδή υπέρ των πλατφορμών. Αυτό αποτελεί μία καινοφανή νομοθετική επιλογή, διεκδικούσα όχι μόνον ευρωπαϊκή, αλλά ίσως και παγκόσμια πρωτοτυπία. Τούτο δε καθώς το επίμαχο τεκμήριο υπέρ της αυτοαπασχόλησης αντί να στηρίζει τον ευρισκόμενο σε αποδεικτική μειονεξία εργαζόμενο, ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τον ισχυρότερο αποδεικτικά εργοδότη. Έτσι αναγνωρίζοντας, θεσμικά πια, ένα προβάδισμα σε ένα νομικό χαρακτηρισμό, μη ανταποκρινόμενο στην συνήθη εργασιακή πραγματικότητα, διευκολύνει την εργοδοτική στρατηγική φυγής από το εργατικό δίκαιο. Όπως ήταν αναμενόμενο, την ευνοϊκή για τις ψηφιακές πλατφόρμες αυτή ρύθμιση έσπευσε, όπως είναι γνωστό, να την αξιοποιήσει η πλατφόρμα e-food, επιχειρήσασα να μετατρέψει ικανό αριθμό συμβάσεων μισθωτής εργασίας σε συμβάσεις αυτοαπασχόλησης. Όμως οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις των εργαζόμενων και η ευρύτερη συμπαράσταση από τα συνδικάτα και τους χρήστες-πελάτες της, οδήγησαν σε ματαίωση της σχεδιασθείσας μετατροπής. Αξίζει να σημειωθεί στη θέση αυτή, ότι σύμφωνα με σχετικά έγκυρες πληροφορίες, η e-food, πέραν των 5.500 Gigworkers, απασχολεί ακόμα και 1.200 Crowdworkers. Βεβαίως η επίμαχη ρύθμιση για ένα μαχητό τεκμήριο υπέρ της θα εξακολουθήσει να ισχύει τυπικά μέχρι τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο. Μία μεταφορά, η οποία, ας μου επιτραπεί, η εκτίμηση, δεν θα γίνει με τον ευνοϊκότερο για τους εργαζόμενους τρόπο. Ανεξαρτήτως, πάντως, της σχετικής εξέλιξης, η ρύθμιση αυτή δεν παύει να συνιστά, ίσως το πιο κραυγαλέο παράδειγμα των ακραίων νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων και ιδεοληψιών του Έλληνα νομοθέτη. Ενός νομοθέτη, ο οποίος, συνεχίζοντας τις μνημονιακές πολιτικές απορρύθμισης, έχει αναλάβει, από το 2019, οιονεί εργολαβικά, το έργο της αποδιάρθρωσης των σχέσεων εργασίας.
4. Είναι προφανές ότι, υπό το σημερινό κυβερνητικό καθεστώς, η απορρυθμιστική αυτή πολιτική θα συνεχιστεί, οδηγώντας το ελληνικό εργατικό δίκαιο σε κατάσταση υπαρξιακής απειλής. Επιτακτική, έτσι, είναι η ανάγκη, όχι μιας απλής ανακοπής της εξέλιξης αυτής, αλλά, πολύ περισσότερο αποκατάστασης, έστω μερικής, της λειτουργίας βασικών απορρυθμισμένων θεσμών, ιδίως του συλλογικού εργατικού δικαίου. Η επαναφορά της ρυθμιστικής του κατώτατου μισθού λειτουργίας της ΕΓΣΣΕ θα αποτελούσε ένα πρώτο κρίσιμο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Η πραγματοποίηση αυτού επιτακτικά αναγκαίου δικαιοπολιτικού στόχου απαιτεί την ταχύτερη δυνατή απαλλαγή από την παρούσα ακραιοκεντροδεξιά, νεοφιλελεύθερη Κυβέρνηση. Αυτό προϋποθέτει, βεβαίως, ότι, ο διαμορφωθησόμενος στις εθνικές εκλογές, οψέποτε αυτές διεξαχθούν, συσχετισμός των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων θα καταστήσει δυνατή τη συγκρότηση μιας νέας κυβέρνησης, διαθέτουσας τη δέουσα κοινωνική ευαισθησία, αλλά και τη βούληση, να αναλάβει την ολοκλήρωση του, οπωσδήποτε δυσχερούς όσο και επιτακτικά αναγκαίου, έργου αυτού. Ωστόσο, μια τέτοια κυβέρνηση, στηριζόμενη προφανώς στα κόμματα της ανανεωτικής Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, τα οποία δεν εμφανίζουν, επί του παρόντος τουλάχιστον, δεν πνεύμα συνεργασίας, όπως καταδεικνύει η πρόσφατη, και όχι μόνο, ιστορική εμπειρία, δεν αποτελεί ασφαλή εγγύηση ότι θα ανταποκριθεί στις αναληφθείσες δεσμεύσεις. Χαρακτηριστική του φαινομένου αυτού είναι η, ασκηθείσα μετά την περιβόητη έξοδο από τα μνημόνια από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, εργατική πολιτική. Ως ενδεικτικό, κορυφαίο παράδειγμα αξίζει να αναφερθεί η μη προώθηση στη Βουλή του σημαντικού και χρονίζοντος δικαιοπολιτικού αιτήματος για αναγνώριση ΣΣΕ στους ομίλους επιχειρήσεων. Σημειωτέον ότι στο Υπουργείο Εργασίας υπήρχε ήδη η σχετική, συγκροτημένη και πλήρως αιτιολογημένη, νομοθετική πρόταση, μάλιστα μη παρεμποδιζόμενη από τις μνημονιακές δουλείες. Ο κίνδυνος επανάληψης του φαινομένου αυτού είναι σφόδρα πιθανός. Τούτο δε καθώς η όποια μεταρρυθμιστική εργατική και κοινωνική πολιτική θα εκκαλείτο να υλοποιηθεί σε μια χώρα ασφυκτικά περιορισμένης, εθνικής και λαϊκής, κυριαρχίας, δηλαδή σε μια χώρα, προσομοιάζουσα με ένα μεταμοντέρνο ευρωατλαντικό προτεκτοράτο. Πολλώ μάλλον καθώς η κρίση του «δημοκρατικού καπιταλισμού», ιδίως δε η εμπλοκή του σε δυο πολεμικές συγκρούσεις, με ελλοχεύοντα τον κίνδυνο θερμοπυρηνικού ολοκαυτώματος και, πάντως, η, προαναγγελλόμενη από τους ειδικούς, απειλή μιας νέας μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης, κάθε άλλο παρά ευνοούν τη δρομολόγηση τέτοιων εγχειρημάτων.
Όσο ο ψηφιακός καπιταλισμός διατηρεί στοιχεία δημοκρατικότητας και τα εθνικά κράτη εξακολουθούν να διασφαλίζουν πολιτικά και κοινωνικά συνταγματικά δικαιώματα, παρά την όποια de facto ρευστοποίησή τους, το εργατικό δίκαιο δεν μπορεί παρά να διεκδικεί τη διασφάλιση της «μεροληπτικότητάς του», δηλαδή της πρωταρχικής, σε θεσμικό-δεοντολογικό επίπεδο, προστατευτικής του αποστολής
5. Ανεξαρτήτως όμως των προαναφερθέντων, οφειλόμενων σε μεγάλο βαθμό σε συγκυριακούς παράγοντες, κινδύνων φαλκίδευσης της όποιας προοδευτικής εργατικής πολιτικής, πρέπει να επισημανθεί η ύπαρξη ορισμένων, εγγενών στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, ιδεολογικών ορίων. Πρόκειται για τα όρια εκείνα που καθορίζονται από την προσχώρηση της κυβερνώσας Αριστεράς και Κεντροαριστεράς, ελληνικής και ευρωπαϊκής, στην πολιτικο-ιδεολογική Agenda του νεοφιλελεύθερου, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, όπου κυριαρχεί το ιδεολόγημα της προϊούσας υποβάθμισης του εθνικού στοιχείου και της αποσύνδεσής του από το κοινωνικό. Πρόκειται για μία αντίληψη, η οποία απωθεί, υποκρύπτει και τελικά παραχαράσσει την ιστορικά επιβεβαιωμένη αλήθεια ότι το εθνικό κράτος απετέλεσε και αποτελεί το πρωταρχικό και βασικό πεδίο της κοινωνικής διαπάλης και των κοινωνικών κατακτήσεων. Η αντίληψη αυτή εντάσσεται νομικά-ιδεολογικά σε έναν νεόκοπο, μεταδημοκρατικό συνταγματισμό, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η ρευστοποίηση του σκληρού πυρήνα ενός αστικοδημοκρατικού πολιτεύματος, δηλαδή η εθνική και λαϊκή κυριαρχία. Σημειωτέον, πάντως, ότι το εθνικό κράτος, που ήδη από την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, βρίσκεται σε πορεία προϊούσας αμφισβήτησης και απίσχνασης, απέδειξε κατά την περίοδο της πανδημίας την, αμφίπλευρη, ταξικά και κοινωνικά, σημασία και χρησιμότητά του. Στη θέση αυτή αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι το ιδεολόγημα αυτό δεν διέπει μόνο την πολιτική των συστημικών, ανηκόντων στο λεγόμενο «συνταγματικό τόξο», διεκδικούντων την κυβέρνηση, κόμματων. Πολύ περισσότερο, μέσω μιας μακροχρόνιας χειραγώγησης και εφαρμογής περίτεχνων μεθόδων κοινωνικής μηχανικής, κρατικής και ιδιωτικής προέλευσης και αξιοποίησης της «στρατηγικής του φόβου», η αντίληψη αυτή φαίνεται να έχει εγχαραχθεί τόσο βαθειά στη συνείδηση μεγάλου, ίσως του μεγαλύτερου, μέρους της κοινωνίας, έτσι ώστε να εκλαμβάνεται ως αυτονόητη, νομοτελειακά δεδομένη και ανεπίδεκτη μεταβολής πραγματικότητα, ως μία νέα μεταμοντέρνα μορφή μονόδρομου (There is no alternative). Αυτό σημαίνει ότι η όποια απαιτούσα, κυβερνητική αλλαγή, κοινωνική διαθεσιμότητα, θα ήταν, επί του παρόντος, αλλά και για το ορατό μέλλον, βεβαρημένη με το ψευδεπίγραφο αυτό ιδεολόγημα, με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση δρομολόγησης μιας ουσιαστικής εναλλακτικής προοπτικής. Μέχρις ότου το κοινωνικό μέτωπο αποκτήσει την αναγκαία νέα συνείδηση, η οποία και θα επιτρέψει τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας πραγματικής ανατρεπτικής εναλλακτικής πολιτικής, οφείλει να αντισταθεί κατά της αναμενόμενης επιδείνωσης της εργασιακής και κοινωνικής σχέσης και να διεκδικήσει τη βέλτιστη δυνατή εργατικοδικαιϊκή και κοινωνική προστασία. Η δικαιολογημένη κρίση εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα και τα κόμματα, ο μεταδημοκρατικός εκφυλισμός της εκλογικής διαδικασίας, η όποια προσχώρηση της κυβερνώσας Αριστεράς και Κεντροαριστεράς στα ιδεολογήματα του woke παγκοσμιοποιημένου ψηφιακού καπιταλισμού δεν πρέπει να οδηγήσουν σε παραίτηση, ιδιώτευση, αναχωρητισμό και αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες. Η επιτακτική ανάγκη υπεράσπισης της εργασίας και η στοιχειώδης αποκατάσταση της εργατοδικαιϊκής προστασίας και του κοινωνικού κράτους δικαίου απαιτούν την ταχύτερη δυνατή απαλλαγή από την παρούσα κυβέρνηση. Αυτό είναι κατά την παρούσα φάση το κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα. Όσο, εξάλλου, ο ψηφιακός καπιταλισμός διατηρεί στοιχεία δημοκρατικότητας και τα εθνικά κράτη εξακολουθούν να διασφαλίζουν πολιτικά και κοινωνικά συνταγματικά δικαιώματα, παρά την όποια de facto ρευστοποίησή τους, το εργατικό δίκαιο δεν μπορεί παρά να διεκδικεί τη διασφάλιση της «μεροληπτικότητάς του», δηλαδή της πρωταρχικής, σε θεσμικό-δεοντολογικό επίπεδο, προστατευτικής του αποστολής. Όμως δεν πρέπει γενικότερα να παροράται. το γεγονός ότι όποιος, κινούμενος προς κοινωνικότερη κατεύθυνση, συμβιβασμός κεφαλαίου-εργασίας θα τελούσε μονίμως υπό την αίρεση της μη υπονόμευσης ή και της μη ακύρωσής του από τις νέες επιλογές ενός ευρισκόμενου σε βαθιά κρίση και διαδικασία ανασυγκρότησης δημοκρατικού καπιταλισμού. Ένας τέτοιος συμβιβασμός θα αποτελούσε βεβαίως υπό τις παρούσες συνθήκες αφηρημένη ουτοπία.
* Ανακοίνωση στο συνέδριο «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα», Αθήνα, 18-19 Μαΐου, yparxiakoellada.gr