Για να μεταβούμε με έναν ικανοποιητικό τρόπο στο τι λείπει σήμερα και τι χρειαζόμαστε ως κοινωνία και ως Αριστερά στην Ελλάδα, πρέπει να ξεκινήσουμε κυρίως από αυτό που δεν λείπει σήμερα, που το έχουμε σε μεγάλη ποσότητα και μας είναι απολύτως περιττό, αφύσικα διογκωμένο και πλέον επιβλαβές. Δεν μας λείπουν οι «φωτισμένες ηγεσίες», οι μηχανισμοί και οι Σωτήρες, οι έτοιμες από καιρό συνταγές και λύσεις. Όλη η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε στην υπερπαρουσία αυτών των στοιχείων, που συνδέονται οργανικά με την τελική αντιδραστική του μετατόπιση αλλά και με μόνιμες πολιτιστικές καχεξίες της νεοελληνικής κοινωνίας.
Η καχεξία του κοινωνικού κινήματος μετά το 2012, η μη τροφοδότηση κοινωνικού-κινηματικού και κοινοβουλευτικού πολιτικού επιπέδου, η μη άμεση συμμετοχή των ανθρώπων, αναπληρώθηκε από το δήθεν «χάρισμα» του Τσίπρα και την πολιτική των κλειστών μηχανισμών αντιπροσώπευσης και διεύθυνσης, ερήμην των κινημάτων και των ίδιων των οργανώσεων του τότε ΣΥΡΙΖΑ. Όλα αυτά τα στοιχεία ενυπάρχουν αναλλοίωτα, αν και κάπως τροποποιημένα, στα αριστερά μορφώματα που σήμερα αντιπολιτεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ εξ ευωνύμων. Με έναν αποκαλυπτικό τρόπο στην αναχωρητική αλλά και συστημική τελικά πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, με έναν δεύτερης γενιάς «δήθεν ανυποψίαστο» γραφειοκρατικό μικροσυριζισμό στην προσωρινή ηγεσία της ΛΑΕ, παρά την αξία της διάσπασης που την παρήγαγε, με μια αυταρέσκεια στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με μια έξαρση του «προσωπικού χαρίσματος» σε άλλα σχήματα.
Δεν μας λείπει η αλαζονεία και η συνεχής ανιστόρητη «επιβεβαίωση» των αριστερών ηγεσιών ή ηγετών. Που, άλλωστε, παραβιάζουν την γνωστή ιστορική αλήθεια ότι οι ηγεσίες ή είναι φυσικές και γεννιούνται μέσα από το πραγματικό κίνημα μαζών ή δεν αξίζουν σχεδόν τίποτε.
Σε όλες αυτές τις ηγεσίες πρέπει να απαντήσουμε με έναν τρόπο πολιτικά προκλητικό, που θυμίζει κάποιες εύστοχες ρήσεις του μαοϊσμού της δεκαετίας του ’60: οφείλουμε πλέον να βομβαρδίσουμε πολιτικά και γνωσιακά όχι μόνο τα εξωτερικά επιτελεία (του αστικού κράτους, των Μνημονίων κ.λπ.) αλλά και τα εσωτερικά επιτελεία, τα επιτελεία της «υπαρκτής Αριστεράς» και των σχηματισμών της, να τα «συντρίψουμε», κατά την κλασική έννοια του λενινισμού. Η οικοδόμηση ξεκινά από την καταστροφή του παλιού, έτσι συμβαίνει με την καπιταλιστική κρίση και έτσι συμβαίνει και με τους κύκλους αναγέννησης του χειραφετητικού κινήματος.
Αυτό που κυρίως χρειαζόμαστε, λοιπόν, είναι η πολιτική και ιστορική διαύγεια και βούληση ανασυγκρότησης σε συνθήκες μιας ιστορικά μεγάλης και βαθειάς ήττας, μέσα στο «βάθος της νύχτας». Ο αναστοχασμός, ο κοινωνικός πειραματισμός, το να ξαναμάθουμε να είμαστε όχι μια διαρκής κυβέρνηση εν αναμονή (τι απέραντη βλακεία) αλλά μια πραγματικά αποτελεσματική κοινωνική αντιπολίτευση με εργαλεία εθνικής και διεθνούς κατανόησης. Με τους όρους του Γκράμσι, αυτό που χρειαζόμαστε είναι η αργή και βασανιστική ανοικοδόμηση ενός νέου συλλογικού διανοούμενου, βαθειά ταξικού αλλά και ριζοσπαστικά πατριωτικού, η εγκατάλειψη των δήθεν εύκολων και γρήγορων διεξόδων και η κατανόηση των προβλημάτων του ιστορικού βάθους. Κάποιοι θα πούνε, μα τι λες τώρα Δημήτρη, το θέμα είναι να κατέβουμε άμεσα στις εκλογές και να πάμε καλά, αυτά που λες είναι «θεωρία», είναι «λέσχη». Δυστυχώς, σύντροφοι, με αυτήν την λογική ούτε στις εκλογές πια μπορείς να πας καλά. Ο ηττημένος λαός, ακόμη και εκεί, είναι σοφότερος από τις δυνάμει «νέες ηγεσίες του» όπως και από τις παλιές.
Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι δρ νομικής