Ένα βράδυ πήγα στο Σινέ Παρί, στην Πλάκα, για να δω την καινούργια ταινία του Γούντι Άλεν, με πρωταγωνίστρια την Κέιτ Μπλάνσετ.
Και την είδα από τον εξώστη του σινεμά, που βρίσκεται πάνω από το μπαρ στο πίσω μέρος της μεγάλης ταράτσας που είναι η πλατεία του κινηματογράφου. Κι από κει, βλέποντας ωραιότατα την ταινία, έχεις αριστερά σου μια υπέροχη άποψη της Ακρόπολης φωταγωγημένης!
Μπλου Τζάσμιν. Θλιμμένη Τζάσμιν. Μια ταινία για λευκούς. Πολύ καλή. Η παρακμή, ηθική, κοινωνική και πολιτισμική, της λευκής φυλής. Χωρίς ίχνος πολιτικολογίας. Έτσι την είδα εγώ. Μέσα από την ιστορία δύο γυναικών, δύο αδερφών, μία στα ψηλά και μία στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα της Αμερικής. Ούτε αμερικανικό όνειρο, ούτε αισιοδοξία, ούτε καν τέλος!
Τι θέλει να πει ο Γούντι Άλεν; Ίσως τίποτα παραπάνω απ’ αυτό που βλέπουμε στην οθόνη. Ένα δράμα. Η ζωή δύο διαφορετικών ανθρώπων με τα πάνω της και τα κάτω της. Αν αυτό το απλό πράγμα το πεις με όρους κινηματογραφικούς καλά, αυτό είναι τέχνη. That’s all.
Από κει και πέρα, επειδή κριτικός κινηματογράφου δεν είμαι, αλλά μου αρέσει να μοιράζομαι αυτά που εγώ διακρίνω παρακολουθώντας ένα έργο, μου έκανε εντύπωση στην υπόθεση της ταινίας, πέρα από τη γενική της αρτιότητα, σενάριο, σκηνοθεσία, ηθοποιία κ.λπ., η ανάδειξη μίας πτυχής στην ανθρώπινη συμπεριφορά που με απασχολεί πολύ, ιδίως τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της κρίσης και των συνεπειών της.
Η πρωταγωνίστρια καταστρέφεται ολοκληρωτικά. Αισθηματικά, οικονομικά, κοινωνικά, ηθικά και ψυχοσωματικά. Το αμερικανικό όνειρο που ζει για κάποιο διάστημα με περίσσια πολυτέλεια και αμεριμνησία τελειώνει με το χειρότερο τρόπο. Μια φούσκα που σκάει παταγωδώς την υποβαθμίζει ακαριαία από αρχόντισσα κυρία σε κοινή θνητή που ο καθένας νομίζει ότι μπορεί να της βάλει -στην κυριολεξία- χέρι ή να την προσβάλει χωρίς οίκτο.
Η πρωταγωνίστρια, όμως, εξακολουθεί να ζει το μύθο της. Η νέα πραγματικότητα, καθόλου εικονική, δεν την προσγειώνει. Κι όποτε στριμώχνεται πολύ έχει τα ηρεμιστικά και το αλκοόλ που την κρατάνε σε απόσταση απ’ αυτό που πραγματικά συμβαίνει γύρω της και πάνω της. Αλλά κι όταν είναι «καθαρή», εξακολουθεί να ζει μέσα σε ένα περίβλημα και να βλέπει τη νέα πραγματικότητα σαν κάτι που το υφίσταται, αλλά δεν την αφορά. Οι λαϊκοί εργαζόμενοι, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας και των φίλων, της αδερφής της, της προκαλούν αηδία, όπως τότε που βασίλευε στα σαλόνια, και πάντα ελπίζει ότι ο καλός θεός ή η καλή τύχη των πλουσίων δεν θα την εγκαταλείψει μέσα στον άλλο κόσμο των φτωχών που πια φαίνεται ότι ανήκει οικονομικά.
Θες με φαντασιώσεις, θες με χάπια, θες με βότκα, θες με φωνές, θες με υπομονή, εξακολουθεί να ίπταται ακόμα και με τσακισμένα φτερά. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ο λουσάτος κόσμος της έχει γίνει θρύψαλα. Αλλά και σε στιγμές διαύγειας, δεν μπορεί λογικά να προσαρμοστεί. Αντί να αποδεχτεί την πραγματικότητα, γίνεται επιθετική ακόμα κι εναντίον της αδερφής της που της προσφέρει φιλοξενία και, όταν πια διαπιστώνει ότι δρόμος επιστροφής στα σαλόνια του Μανχάταν δεν υπάρχει, γιατί το σύστημα έχει φραγμούς για τους χαμένους, τους στιγματισμένους, γλιστράει στην παράνοια.
Σκεφτόμουν, λοιπόν, ότι εδώ έχουμε μια σοβαρή νύξη από τον Γούντι Άλεν, που είναι βαθύς γνώστης της ψυχολογίας των τάξεων στην Αμερική, ότι ακόμα κι όταν κάποιος ξεπέφτει από την τάξη του, ακόμα κι όταν βιώνει όλη την αγριότητα του συστήματος, ακόμα κι όταν από θύτης μεταβάλλεται σε θύμα, το κοινωνικό στάτους από το οποίο εξέπεσε εξακολουθεί να τον δυναστεύει.
Για την Τζάσμιν δεν τίθεται καν θέμα. Για την καταστροφή της φταίει ο σύζυγός της που την απατούσε. Το σύστημα είναι οκέι, δεν το αμφισβητεί ούτε στιγμή. Με τα χρήματα των άλλων ζούσαν τη χλιδή των νεόπλουτων και η δυστυχία των άλλων, της πλέμπας, δεν τους άγγιζε καν. Ακόμα και μετά την κατάρρευση και το διασυρμό μας, οι απλοί εργαζόμενοι, οι φτωχοί, που τους τρώγαμε τα λεφτά, είναι απεχθείς κι ό,τι κι αν πάθουν τους αξίζει. Εμείς, οι εύποροι, δεν θα γίνουμε ποτέ σαν κι αυτούς, ακόμα κι αν χάσουμε τα πλούτη μας. Ιδεολογία.
Πάντα τηρουμένων των αναλογιών, σκέφτομαι ότι αυτή η νύξη του Γούντι Άλεν, ακόμα κι αν δεν είναι μέσα στις προθέσεις του, έχει αντιστοιχίες στη δική μας μικροκοινωνία. Άνθρωποι ευκατάστατοι που καταστρέφονται από την κρίση και φτωχαίνουν, δεν αποδέχονται την υποβάθμισή τους. Δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι μπορεί να φταίει το σύστημα που στήριζαν οι ίδιοι. Κι ότι το σύστημα τους ξέρασε. Γιατί ισχύει το «δίκιο» του ισχυρότερου. Φταίει κάποιος σύζυγος, φταίει κάποιος πολιτικός, φταίει η διεθνής συγκυρία, φταίει μια αναποδιά, μπορεί να φταίει και καμιά γκόμενα, που θα έλεγε κι ο Κηλαηδόνης στα φόρτε του, αλλά δεν τους περνάει από το μυαλό ότι μπορεί να φταίει ο καπιταλισμός, η ολιγαρχία, η κυβέρνηση. Το ίδιο ισχύει και για τα μικροαστικά στρώματα, που δεν είναι τόσο πλούσια, αλλά γλείφονται μπροστά στις βιτρίνες των πλουσίων. Μπορεί να φταίει ο μετανάστης, μπορεί να φταίει ο γείτονας, μπορεί να φταίει κάποιος που λέει ότι φταίει το σύστημα, αλλά σίγουρα δεν φταίει το σύστημα.
Έτσι, άνθρωποι που χάνουν τις δουλειές τους, που χάνουν τα μαγαζιά τους, που χάνουν τις περιουσίες τους, που ξεφτιλίζονται και ταπεινώνονται, δεν πιστεύουν ότι φταίνε οι ομοϊδεάτες τους, ότι φταίει η τάξη στην οποία ανήλθαν, ούτε η τάξη που ήταν και παραμένει πάνω απ’ αυτούς, ούτε οι πολιτικοί που υπηρετούν αυτή την τάξη. Γιατί εάν το δεχτούν αυτό, είναι σαν να δέχονται ότι ανήκαν σε λάθος τάξη ή ότι ήθελαν να ανήκουν σε λάθος τάξη. Εξακολουθούν, λοιπόν, και μετά το βίαιο υποβιβασμό τους σε κατώτερη τάξη, να αισθάνονται ότι ανήκουν αλλού. Και εξακολουθούν να στηρίζουν τα κόμματα που υπηρετούν την τάξη στην οποία ήθελαν να ανήκουν.
Ναι, οι πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση μας κατέστρεψαν, λένε, αλλά εμείς κοινωνικά ανήκουμε εκεί που είχαμε φτάσει και δεν μπορούμε τώρα να ψηφίσουμε Αριστερά, γιατί θα ήταν σαν να ομολογούσαμε και να αποδεχόμασταν ότι πια δεν ανήκουμε στις τάξεις των ευπόρων. Μπορεί να είμαστε τώρα φτωχοί, αλλά με τίποτα δεν θα επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να ενταχθούν σε μια κατώτερη τάξη που απεχθανόμαστε. Γι’ αυτό εξακολουθούμε να ψηφίζουμε το κόμμα που εκφράζει τα συμφέροντα των πλουσίων. Γι’ αυτό, η κυβέρνηση των μνημονίων, της υποτέλειας, της φτώχειας και του ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου και της εθνικής κυριαρχίας, κυβερνάει ακόμα.
Και μ’ αυτές τις σκέψεις, συνειδητοποιώ ότι, δυστυχώς, θα χρειαστεί μεγαλύτερη προσπάθεια και περισσότερος χρόνος για να καταλάβουν οι εκπεσόντες αστοί και μικροαστοί ότι το σύστημα, οι ολιγάρχες και οι εκπρόσωποί τους, αναλώσιμους τους θεωρούν. Κι ότι η πτώχευσή τους δεν είναι ούτε τυχαία ούτε πρόσκαιρη. Και τότε, ίσως, προσγειωθούν στη νέα πραγματικότητα και αλλάξουν αντιλήψεις και ρότα…
Αλλιώς, κι αυτοί, σαν την εκπεσούσα Τζάσμιν, αργά ή γρήγορα, σε κάποιο παγκάκι θα κλαίνε και θα παραμιλάνε…
Στέλιος Ελληνιάδης
Υ.Γ. Η ταινία του Γούντι Άλεν είναι πολύ καλή. Να τη δείτε, ακόμα κι αν η σκοπιά σας είναι διαφορετική από τη δική μου.