του Δημήτρη Μπελαντή
Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται από τον θάνατο του μεγάλου Ιταλού κομμουνιστή ηγέτη και διανοουμένου. Η χρόνια παραμονή του στην φασιστική φυλακή κατάφερε να τσακίσει το σώμα του και την σωματική υγεία του αλλά όχι το ηθικό του ή την ακεραιότητα της σκέψης του, οξυδερκούς και πρωτότυπης σκέψης που εμπλούτισε πολύ σημαντικά τον ιστορικό μαρξισμό στην Δύση και που έσπασε τα στεγανά (ιδίως μετά την μεταπολεμική «ανακάλυψή» του από το Ιταλικό ΚΚ) και τα όρια ενός τυποποιημένου μαρξισμού σοβιετικού τύπου. Η απειλή του Μουσολίνι ότι το μυαλό του Γκράμσι έπρεπε να σταματήσει να δουλεύει διαψεύσθηκε ιστορικά. Ιδίως, η ανανέωση του ανατρεπτικού μαρξισμού κατά την δεκαετία του 1960, είτε μέσα από τις πιο ιστορικιστικές αναγνώσεις (όπως τα ρεύματα του ιταλικού εργατισμού και της Αυτονομίας) είτε μέσα από τις δομιστικές αναγνώσεις (του Αλτουσέρ και του πρώιμου Πουλαντζά) θα ήταν απολύτως αδύνατη χωρίς την νέα ανάγνωση των συμβολών του Γκράμσι από τα «Τετράδια της Φυλακής».
- Ο Γκράμσι και η ηγεμονία
Η κομβική έννοια στο έργο του Γκράμσι είναι η έννοια της ηγεμονίας, της διευρυμένης δηλαδή ταξικής κυριαρχίας, η οποία προϋποθέτει όχι μόνο την άσκηση βίας (φυσικού κρατικού καταναγκασμού), αλλά και την οικοδόμηση της συναίνεσης των κυριαρχούμενων τάξεων καθώς και των ενδιάμεσων τάξεων. Η «ηγεμονία» ξεκινά μεν από την διάκριση μεταξύ «κράτους» και «κοινωνίας των πολιτών» (μια διφορούμενη έννοια, η οποία ξεκινά από την οικονομική ιδιωτική κοινωνία, αλλά φτάνει να συμπεριλάβει και δημόσιους θεσμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, οι οποίοι δεν είναι αναγκαστικά κρατικοί), αλλά τελικά καταλήγει να διαπεράσει και το κράτος και την κοινωνία των πολιτών. Είτε αποδεχθούμε την προσέγγιση του Αλτουσέρ, ο οποίος ενσωματώνει τους θεσμούς της ηγεμονίας στο διευρυμένο αστικό κράτος («Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους», 1970), είτε την προσέγγιση του Πέρυ Άντερσον, ο οποίος θεωρεί ότι η ηγεμονία οργανώνεται ταυτόχρονα και μέσα στο κράτος αλλά και μέσα σε μια διακριτή «κοινωνία των πολιτών» («Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι», (1976-77), το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η αστική τάξη, προκειμένου να παραμείνει κυρίαρχη τάξη, οφείλει να είναι και ηγεμονική τάξη. Οφείλει δηλαδή να οργανώσει μέσω της αστικής κυρίαρχης ιδεολογίας αλλά και μέσω πολιτικών πρακτικών και διαμεσολαβήσεων μια κοινωνική και πολιτική συμμαχία, η οποία ενοποιεί τις κυρίαρχες τάξεις σε κάθε ιδιαίτερη κοινωνία, «τραβά» τις ενδιάμεσες (μικροαστική τάξη, διανόηση) προς την πλευρά της, ακυρώνει την αυτόνομη ταξική πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης και άλλων κυριαρχούμενων τάξεων (π.χ. αγροτική) και κατακτά την συναίνεση, προσωρινά ή μονιμότερα, και μέρους των κυριαρχούμενων τάξεων. Αυτή η συμμαχία ορίζεται ως «ιστορικό μπλοκ» των κυρίαρχων τάξεων, μια έννοια την οποία ο Γκράμσι δανείζεται από τον Γάλλο στοχαστή Ζωρζ Σορέλ. Το «ιστορικό μπλοκ» ή ο «συνασπισμός εξουσίας (όρος του Ν. Πουλαντζά) συνήθως εμφανίζεται ως ο ηγεμών του λαού- έθνους, ως το έθνος προσωποποιημένο. Οι έννοιες αυτές, πάντως, αν και εφαρμόσθηκαν από τους ερμηνευτές του Γκράμσι κυρίως σε σχέση με καθεστώτα αστικής δημοκρατίας, δεν αφορούν μόνο την αστική δημοκρατία ως μορφή καθεστώτος. Αφορούν συνολικά το αστικό κράτος, όποιαν μορφή και αν αυτό προσλαμβάνει.
Από την αντίθετη ταξική όχθη, η εργατική τάξη, αν θέλει να ανατρέψει την αστική, οφείλει και αυτή να οργανώσει μια αντίθετη αντιηγεμονική κοινωνική και πολιτική συμμαχία, ένα αντίθετο ανατρεπτικό «ιστορικό μπλοκ». Στην Ρωσική Επανάσταση του 1917 λ.χ., αυτή η συμμαχία αποτελούνταν από το πιο συνειδητό τμήμα της εργατικής τάξης, από την εξαρτημένη, την μικρή και μεσαία αγροτική τάξη και από την επαναστατική διανόηση και μικροαστική τάξη. Μια ανάλογη συμμαχία, με πολύ πιο έντονο το αγροτικό στοιχείο, εμφανίστηκε στην κινέζικη επανάσταση στα 1930-1949. Δεν είναι καθόλου δεδομένο το ότι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της μπορούν πριν από την κατάληψη της εξουσίας να καταστούν μια ηγεμονική δύναμη, αφού η ριζική ανατροπή της ηγεμονίας προϋποθέτει τον έλεγχο και την επαναστατικοποίηση του κρατικού μηχανισμού: η ευρωκομμουνιστική ανάγνωση του Γκράμσι, κατά την οποία πρώτα κατακτάμε (κοινοβουλευτικά πάντοτε) την ηγεμονία και μετά απλώς αναλαμβάνουμε το κράτος, δεν είχε ποτέ καμία πειστική εφαρμογή. Αντίθετα, το κράτος κατάφερε, συνήθως, να «κατακτήσει» τα ευρωκομμουνιστικά ή ευρωαριστερά κόμματα. Αυτό που μπορεί να κάνει το κυριαρχούμενο «ιστορικό μπλοκ» είναι να κλονίσει την ηγεμονία των «πάνω» μέσα από τον συνδυασμό πολέμου θέσεων και πολέμου κινήσεων ως βασικό βήμα για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας (Α. Γκράμσι «Για τον Μακιαβέλι, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος», Αθήνα 2005, Ηριδανός). Αυτό που δέχονται ακόμη και οι έντιμοι αντιλενινιστές αναγνώστες του Γκράμσι είναι το γεγονός ότι ο εμπλουτισμός της θεωρίας του κράτους κινείται κατ’ αρχάς μέσα στο λενινιστικό παράδειγμα της «τομής», δεν συνεπάγεται μια συνεχή μεταρρύθμιση και μετασχηματισμό (παλαιού) σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Ακολουθώντας την παράδοση μιας χώρας όπως η Ιταλία, που δεν έζησε ποτέ ουσιαστικά μια αποτελεσματική εθνική ενοποίηση (βλ. και πρόβλημα του Νότου), ο Γκράμσι, χωρίς, βεβαίως, να είναι αστός εθνικιστής, θεωρεί ως δεδομένο ότι η εργατική-λαϊκή κοινωνική συμμαχία πρώτον δεν θα είναι μια ταξική συμμαχία της εργατικής τάξης με τον εαυτό της και μόνο (όπως υπαινίσσονται σήμερα πολλές ερμηνείες του Ενιαίου Μετώπου) και δεύτερον δεν θα «καταστρέψει» την εθνική κοινότητα αλλά θα την αναδιατάξει ηγεμονικά. Σε αυτό το σημείο, ο Γκράμσι ακολουθεί αυτό που γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι δηλαδή το προλεταριάτο, αν και «δεν έχει πατρίδα», οφείλει να πάρει την πολιτική εξουσία και «να υψωθεί σε εθνική τάξη» (εννοεί: δύναμη ηγεμονική στο έθνος), «να συνταχθεί σε έθνος». Αυτή η κατανόηση της «εθνικής κοινότητας» όχι ως κάτι απολύτως φτιαχτό, απατηλό και ιδεολογικά ψεύτικο αλλά ως μια ιστορικά διαμορφωμένη υλικότητα είναι κεντρική στην αντίληψη του Γκράμσι. Εκείνη την εποχή αυτό ήταν μάλλον κοινός τόπος – με την εξαίρεση των απόψεων της Ρ. Λούξεμπουργκ: εκτός από τις θέσεις του Λένιν για το «δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση», ακόμη και μαρξιστές ηγέτες όπως ο Τρότσκι, τον οποίο κανείς δεν θα μπορούσε να επικρίνει ως εθνικιστή ή σωβινιστή, αναφέρονταν στην «διαρκή επανάσταση» ως μια «διαδικασία επανοικοδόμησης όλου του έθνους υπό την ηγεσία του προλεταριάτου» («Η διαρκής επανάσταση», γερμανική έκδοση, Φραγκφούρτη 1981, Fischer Verlag, σελ. 58-68, ιδίως ρητά σε σελ. 66).
- Από την ηγεμονία στην μεταδημοκρατία
Όμως, σήμερα, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι το σύγχρονο αστικό κράτος ενέχει μια ριζικά τροποποιημένη λειτουργία της ηγεμονίας σε σχέση όχι μόνο με τον καιρό του Γκράμσι αλλά και με δύο δεκαετίες πριν από τον χρόνο μας. Κατά πρώτον, η κατάκτηση της κοινωνικής συναίνεσης αφορά πολύ λιγότερο τον δημόσιο χώρο και την πολιτική, ακόμη και με την έννοια της παραδοσιακής αστικής δημοκρατίας. Η συναίνεση στηρίζεται όχι σε μια εκδοχή, έστω αστική, του δημοσίου συμφέροντος και του «κοινού αγαθού» ανεξαρτήτως τάξεων, αλλά στην επιβολή του πιο ακραίου ιδιοκτητικού ατομικισμού, στην παντελή κυριαρχία των εμπορευμάτων στις ανθρώπινες σχέσεις, στην κατάργηση των κοινών αγαθών και στην ιδιωτικοποίηση των πάντων, σε μια απόλυτη αγοραία αλλοτρίωση. Οι συναινέσεις δεν κατακτιούνται σε συλλογικές πρακτικές, συλλογικούς στόχους και συλλογικούς αγώνες (ακόμη και αστικούς) αλλά μέσα από πρακτικές της αγοράς και μέσα από την επιβολή της αγοράς σε όλα τα πεδία πάνω στην δημόσια πολιτική (βλ. την αγοραία αντίληψη για τα δικαιώματα). Φαίνεται σαν ο Άνταμ Σμιθ ή ο Φρ. Χάγιεκ (κορυφαίος θεωρητικός του νεοφιλελευθερισμού) να έχουν επιβληθεί πάνω στον Μακιαβέλι.
Ακόμη, όμως, και στον αμιγώς πολιτικό χώρο των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών, παρατηρούμε μια «ψευδοηγεμονική» λειτουργία: δεν επιτελείται μια πραγματική πειθώς από την εθνική και διεθνή αστική τάξη πάνω στα μεσαία και στα λαϊκά/εργατικά στρώματα και τάξεις. Αντίθετα, αυτό που λέγεται ψυχρά και κυνικά στους ψηφοφόρους είναι ότι δεν υπάρχουν πραγματικά πολιτικές επιλογές, ότι η αγορά κεφαλαίου, εμπορευμάτων και κρατικών δανείων θα επιβληθεί έτσι κι αλλιώς, ανεξάρτητα από την επιλεγόμενη κυβέρνηση. Συνεπώς, η πολιτική συναίνεση δεν είναι ενεργητική, δεν συνδέεται με μια θετική προσδοκία, έχει απολύτως παθητικό και «τεχνητό» χαρακτήρα, όπως δείχνει και η ογκούμενη αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες. Πολύ περισσότερο που η επιβολή, χωρίς δυνατότητα εκλογικών επιλογών, της βούλησης του μονοπωλιακού και του πολυεθνικού κεφαλαίου κεφαλαίου και η έλλειψη κοινωνικής ισορροπίας και κοινωνικού συμβολαίου συγκροτούν πια μια επίταση της (οικονομικής) βίας, που συρρικνώνει τον ηγεμονικό χώρο έναντι του χώρου της γυμνής φυσικής βίας – φυσική βία δεν είναι μόνο η στρατιωτική/αστυνομική βία, είναι και η οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Η μεταδημοκρατία διαστρέφει και συρρικνώνει την παραδοσιακή μορφή της ηγεμονίας. Αυτό, παρά τις αυταπάτες ορισμένων θεωρητικών των κοινωνικών κινημάτων (π.χ. του R. Day), δεν οδηγεί σε μια δήθεν αποκεντρωμένη χειραφετητική πρακτική των κινημάτων χωρίς ηγεμονική σύγκλιση, αλλά σε μια «ψευδοηγεμονική» και κορπορατίστικη ενίσχυση του κεφαλαίου έναντι πάντων. Σε μια μορφή κυριαρχίας, που ο Γκράμσι θα ονόμαζε πιο πολύ «συντεχνιακή» παρά «ηγεμονική» με την πιο στενή έννοια.
- Η μεταδημοκρατία ως πολιτική χωρίς «ηθική υπεροχή»
Μια βασική διαφοροποίηση της μεταδημοκρατικής κρατικής συγκρότησης σε σχέση με την αστική δημοκρατία έως την δεκαετία του 1990 αφορά την κυνική αναστροφή της πραγματικότητας: το βλέπουμε καθαρά ακούγοντας τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να μιλάνε για το 4ο Μνημόνιο. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι στην παραδοσιακή αστική δημοκρατία οι κυρίαρχες τάξεις μίλαγαν την γλώσσα της αλήθειας. Υπήρχε, όμως, μια ουσιώδης διαφορά: συναρθρώνοντας τα δικά τους κυρίαρχα συμφέροντα εν μέρει με τα συμφέροντα ή έστω τις πεποιθήσεις των κυριαρχούμενων πρότειναν ένα συλλογικό σχέδιο, το οποίο, συχνά, υπήρχε και στο δικό τους φαντασιακό και όχι μόνο στο φαντασιακό των «χειραγωγούμενων». Αυτό τους παρείχε, όντως, ένα «ηθικό πλεονέκτημα», ένα πλαίσιο αρχών, μια συνεκτικότητα. Σήμερα, η μόνη συνεκτικότητα είναι ο διάχυτος κυνισμός των «πάνω», που προσπαθεί να αντανακλασθεί και σε έναν «κυνισμό των κάτω»: ο Μακρόν δοξάζεται, επειδή δεν είναι ούτε «αριστερός» ούτε «δεξιός» αλλά άνθρωπος των επιχειρήσεων, τραπεζίτης. Αυτή η ανταλλαγή κυνισμών και ελλείψεων επιλογών δημιουργεί την ανάγκη συχνά προσφυγής των λαϊκών τάξεων σε ακραίους προστατευτικούς βοναπαρτισμούς όπως του Τραμπ και σε αντίθετες στρατηγικές των «πάνω» να οργανώνουν πολύμορφα το ακραίο φιλελεύθερο Κέντρο ως απάντηση στο φάντασμα του νεοσυντηρητικού λαϊκισμού. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η βασική προσπάθεια του κεφαλαίου συνίσταται στο «τέλος της ηγεμονικής πειθούς» και στην απλή και βραχυχρόνια διαχείριση της ανοχής – κερδίζοντας χρόνο (κατά την έκφραση του Β. Στρέεκ), πουλώντας «αντίμετρα», ασκώντας κορπορατίστικες αντιπαροχές, στήνοντας τον κοινωνικό αυτοματισμό και διαρρηγνύοντας τον κοινωνικό ιστό. Αποδιαρθρώνοντας και όχι ενισχύοντας την «εθνική αφήγηση», σε αντίθεση με ορισμένες εμμονικές «διεθνιστικές» αντιλήψεις. Το νέο αστικό έθνος είναι οι ολοκληρώσεις.
Η κρίση της «ηγεμονίας» ως οργάνωσης της κυριαρχίας είναι μια ιστορική κρίση της καπιταλιστικής κυριαρχίας, χωρίς ορατή αστική διέξοδο ή ορατή ακόμη ανατρεπτική στρατηγική. Μια «ορθόδοξη» μαρξιστική λογική θα μας πει ότι, αφού υπάρχει ο ιστορικός αντικαταστάτης του κεφαλαίου, η μισθωτή εργασία, η ανατρεπτική λύση τελικά θα δοθεί. Αναπόφευκτα σχεδόν. Και, όμως, όχι. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε, μαζί με τον Γκράμσι, ότι ένα εναλλακτικό πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο είναι (ακόμη) ιστορικά ανοιχτό, ενδεχόμενο και αναγκαίο. Θα παλέψουμε γι’ αυτό. Όμως, δεν θα χάσουμε από την οπτική μας ότι υφίσταται, όλο και πιο πολύ, και το αντίθετο ιστορικό ενδεχόμενο, εκείνο της βαρβαρότητας. Της απόλυτης «παθητικής επανάστασης», με τα λόγια του Γκράμσι.