Κωνσταντίνος Καβουλάκος, Τραγωδία και ιστορία. Η κριτική του νεωτερικού πολιτισμού στο νεανικό έργο του Γκέοργκ Λούκατς (1902-1918), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012, σελ. 496
Η διαδρομή του Ούγγρου στοχαστή Γκέοργκ Λούκατς (1885-1971) αποτελεί ένα από τα «αινίγματα» που ταλανίζουν ακόμη και σήμερα την ιστορία της Δ
Φιλοσοφίας. Έχοντας πίσω του μια πλούσια θητεία στους κύκλους της «αστικής διανόησης» του πρώιμου 20ού αιώνα, με ένα έργο το οποίο εστιάζεται κυρίως στα προβλήματα της τέχνης και της αισθητικής, στα 1918, μέσα σε διάστημα μόλις μίας εβδομάδας, όπως μαρτυρείται, ο γεννημένος στη Βουδαπέστη φιλόσοφος εκπλήσσει τους πάντες και «από Σαούλ γίνεται Παύλος», όπως σημειώνει μια στενή του φίλη. Η μεταστροφή αυτή τον οδήγησε στην προσχώρηση στο Κομμουνιστικό Κόμμα και, ένα χρόνο αργότερα, στη θέση του κομισάριου (υφυπουργού, θα λέγαμε σήμερα) για την Παιδεία και τον Πολιτισμό στο πλαίσιο της βραχύβιας Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας*. Η πορεία που ακολούθησε στη συνέχεια ο στοχασμός του θα αναδείξει τον Λούκατς σε έναν από τους σημαντικότερους αντιδογματικούς μαρξιστές φιλοσόφους του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, που επηρέασε καθοριστικά την μεταπολεμική αριστερή σκέψη.
Η μεταστροφή του 1918 αποτελεί έτσι μια «τομή», που διαχωρίζει το έργο του Ούγγρου στοχαστή σε «προμαρξιστικό» και «μαρξιστικό», σε «νεανικό» και «ώριμο». Η τομή αυτή οδήγησε τους περισσότερους από τους μελετητές του, οι οποίοι αντιμετώπιζαν μάλλον με απορία το πλούσιο έργο που είχε ήδη παραγάγει προτού στραφεί προς τον μαρξισμό, να το διαβάζουν υπό το πρίσμα του «ώριμου Λούκατς», ουσιαστικά δηλαδή να αναζητούν σε αυτό τα στοιχεία εκείνα που τον οδήγησαν στον μαρξισμό, υιοθετώντας, ρητά ή ανομολόγητα, την αντίληψη μιας ευθύγραμμης εξελικτικής πορείας, από τις «ανώριμες» αστικές αναζητήσεις στον «ώριμο» μαρξιστικό στοχασμό.
Πρόκειται, στις περισσότερες περιπτώσεις, για μια «καθαρά ιδεολογική ανάγνωση», η οποία ανασυνθέτει «αναδρομικά μια διανοητική εξέλιξη με ομαλές μεταβάσεις, χωρίς κενά και άλματα, με βάση κάποια συνεπή, άτεγκτη, εσωτερική τελολογία». Αυτού του είδους την ανάγνωση επιδιώκει να αποφύγει ο καθηγητής Φιλοσοφίας Κωνσταντίνος Καβουλάκος στη μελέτη του για τον νεαρό Λούκατς με τίτλο Τραγωδία και ιστορία. Αντί να αναζητήσει στο έργο της περιόδου 1902-1918 τα στοιχεία εκείνα που τον οδήγησαν κατόπιν στον μαρξισμό, ο συγγραφέας αντιστρέφει το ερώτημα και επιχειρεί, μέσα από την έμφαση στα φιλοσοφικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Ούγγρος στοχαστής, και τα οποία αγγίζουν ένα ευρύτατο πεδίο, από την κοινωνιολογία και την ιστορία της τέχνης έως την ηθική και αισθητική φιλοσοφία, να κατανοήσει «πώς ένας εστέτ διανοούμενος οδηγήθηκε σε έναν ιδιάζοντα, κριτικό Μαρξισμό».
Στον πυρήνα της ανασυγκρότησης της εσωτερικής δυναμικής της πρώιμης διανοητικής πορείας αυτής της ανήσυχης μορφής του ευρωπαϊκού πνεύματος, που επιχειρεί στο ανά χείρας έργο ο Κ. Καβουλάκος, βρίσκεται το ερώτημα για την ιστορικότητα και την αχρονικότητα των «μορφών» (αισθητικών, ηθικών κ.λπ.), το οποίο συμπυκνώνεται γύρω από το δίπολο «τραγωδία και ιστορία». Η τραγωδία, για τον Λούκατς, αποτελεί μια άφθαρτη από το χρόνο αξία, η οποία όμως στηρίζεται σε μια «μεταϊστορική κοσμοθεώρηση», που μπορεί να έχει ευρύτερη σημασία για τον προσανατολισμό του νεωτερικού υποκειμένου προς αυτό που ο νεαρός Λούκατς αποκαλεί «ουσιαστική ζωή». Η προβολή της έννοιας του τραγικού γίνεται έτσι ένα ανάχωμα στη μοντέρνα σχετικιστική κοσμοθεώρηση, τροφοδοτώντας, παράλληλα με την ιστορική- οινωνιολογική διερεύνηση του νεωτερικού πολιτισμού, «την ηθική-πολιτική ουτοπία ενός μη αποξενωμένου ανθρώπινου κόσμου», κατάληξη της οποίας θα αποτελέσει, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η στράτευση του Λούκατς στον Μαρξισμό.
Στη μελέτη του Κ. Καβουλάκου εξετάζονται αναλυτικά, υπ’ αυτό το πρίσμα, το άγνωστο πρωτόλειο του Λούκατς Εξελικτική ιστορία του μοντέρνου δράματος (1909), η φημισμένη συλλογή δοκιμίων Η ψυχή και οι μορφές (1910), οι επηρεασμένες από τον νεοκαντιανισμό μελέτες του στην αισθητική φιλοσοφία την περίοδο που προσπαθεί να αναγορευθεί σε υφηγητή Φιλοσοφίας στη Χαϊδελβέργη (1912-14) και, τέλος, το έτερο φημισμένο έργο του, η Θεωρία του μυθιστορήματος (1916), το οποίο προοριζόταν να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας εκτεταμένης μελέτης για τον Ντοστογιέφσκι, που όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Έτσι, μέσα από την ενδελεχή ανασυγκρότηση των θεωρητικών προϋποθέσεων των επεξεργασιών του νεαρού Λούκατς σχετικά με την αισθητική, τη φιλοσοφία της ιστορίας και την ηθική, ο συγγραφέας επιτρέπει την κατανόηση της στροφής του Ούγγρου διανοητή προς τον Μαρξισμό «ως ένα άλμα που επιτελείται πάνω στο έδαφος μιας βαθύτερης συνέχειας»…
Φιλοσοφίας. Έχοντας πίσω του μια πλούσια θητεία στους κύκλους της «αστικής διανόησης» του πρώιμου 20ού αιώνα, με ένα έργο το οποίο εστιάζεται κυρίως στα προβλήματα της τέχνης και της αισθητικής, στα 1918, μέσα σε διάστημα μόλις μίας εβδομάδας, όπως μαρτυρείται, ο γεννημένος στη Βουδαπέστη φιλόσοφος εκπλήσσει τους πάντες και «από Σαούλ γίνεται Παύλος», όπως σημειώνει μια στενή του φίλη. Η μεταστροφή αυτή τον οδήγησε στην προσχώρηση στο Κομμουνιστικό Κόμμα και, ένα χρόνο αργότερα, στη θέση του κομισάριου (υφυπουργού, θα λέγαμε σήμερα) για την Παιδεία και τον Πολιτισμό στο πλαίσιο της βραχύβιας Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας*. Η πορεία που ακολούθησε στη συνέχεια ο στοχασμός του θα αναδείξει τον Λούκατς σε έναν από τους σημαντικότερους αντιδογματικούς μαρξιστές φιλοσόφους του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, που επηρέασε καθοριστικά την μεταπολεμική αριστερή σκέψη.
Η μεταστροφή του 1918 αποτελεί έτσι μια «τομή», που διαχωρίζει το έργο του Ούγγρου στοχαστή σε «προμαρξιστικό» και «μαρξιστικό», σε «νεανικό» και «ώριμο». Η τομή αυτή οδήγησε τους περισσότερους από τους μελετητές του, οι οποίοι αντιμετώπιζαν μάλλον με απορία το πλούσιο έργο που είχε ήδη παραγάγει προτού στραφεί προς τον μαρξισμό, να το διαβάζουν υπό το πρίσμα του «ώριμου Λούκατς», ουσιαστικά δηλαδή να αναζητούν σε αυτό τα στοιχεία εκείνα που τον οδήγησαν στον μαρξισμό, υιοθετώντας, ρητά ή ανομολόγητα, την αντίληψη μιας ευθύγραμμης εξελικτικής πορείας, από τις «ανώριμες» αστικές αναζητήσεις στον «ώριμο» μαρξιστικό στοχασμό.
Πρόκειται, στις περισσότερες περιπτώσεις, για μια «καθαρά ιδεολογική ανάγνωση», η οποία ανασυνθέτει «αναδρομικά μια διανοητική εξέλιξη με ομαλές μεταβάσεις, χωρίς κενά και άλματα, με βάση κάποια συνεπή, άτεγκτη, εσωτερική τελολογία». Αυτού του είδους την ανάγνωση επιδιώκει να αποφύγει ο καθηγητής Φιλοσοφίας Κωνσταντίνος Καβουλάκος στη μελέτη του για τον νεαρό Λούκατς με τίτλο Τραγωδία και ιστορία. Αντί να αναζητήσει στο έργο της περιόδου 1902-1918 τα στοιχεία εκείνα που τον οδήγησαν κατόπιν στον μαρξισμό, ο συγγραφέας αντιστρέφει το ερώτημα και επιχειρεί, μέσα από την έμφαση στα φιλοσοφικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Ούγγρος στοχαστής, και τα οποία αγγίζουν ένα ευρύτατο πεδίο, από την κοινωνιολογία και την ιστορία της τέχνης έως την ηθική και αισθητική φιλοσοφία, να κατανοήσει «πώς ένας εστέτ διανοούμενος οδηγήθηκε σε έναν ιδιάζοντα, κριτικό Μαρξισμό».
Στον πυρήνα της ανασυγκρότησης της εσωτερικής δυναμικής της πρώιμης διανοητικής πορείας αυτής της ανήσυχης μορφής του ευρωπαϊκού πνεύματος, που επιχειρεί στο ανά χείρας έργο ο Κ. Καβουλάκος, βρίσκεται το ερώτημα για την ιστορικότητα και την αχρονικότητα των «μορφών» (αισθητικών, ηθικών κ.λπ.), το οποίο συμπυκνώνεται γύρω από το δίπολο «τραγωδία και ιστορία». Η τραγωδία, για τον Λούκατς, αποτελεί μια άφθαρτη από το χρόνο αξία, η οποία όμως στηρίζεται σε μια «μεταϊστορική κοσμοθεώρηση», που μπορεί να έχει ευρύτερη σημασία για τον προσανατολισμό του νεωτερικού υποκειμένου προς αυτό που ο νεαρός Λούκατς αποκαλεί «ουσιαστική ζωή». Η προβολή της έννοιας του τραγικού γίνεται έτσι ένα ανάχωμα στη μοντέρνα σχετικιστική κοσμοθεώρηση, τροφοδοτώντας, παράλληλα με την ιστορική- οινωνιολογική διερεύνηση του νεωτερικού πολιτισμού, «την ηθική-πολιτική ουτοπία ενός μη αποξενωμένου ανθρώπινου κόσμου», κατάληξη της οποίας θα αποτελέσει, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η στράτευση του Λούκατς στον Μαρξισμό.
Στη μελέτη του Κ. Καβουλάκου εξετάζονται αναλυτικά, υπ’ αυτό το πρίσμα, το άγνωστο πρωτόλειο του Λούκατς Εξελικτική ιστορία του μοντέρνου δράματος (1909), η φημισμένη συλλογή δοκιμίων Η ψυχή και οι μορφές (1910), οι επηρεασμένες από τον νεοκαντιανισμό μελέτες του στην αισθητική φιλοσοφία την περίοδο που προσπαθεί να αναγορευθεί σε υφηγητή Φιλοσοφίας στη Χαϊδελβέργη (1912-14) και, τέλος, το έτερο φημισμένο έργο του, η Θεωρία του μυθιστορήματος (1916), το οποίο προοριζόταν να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας εκτεταμένης μελέτης για τον Ντοστογιέφσκι, που όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Έτσι, μέσα από την ενδελεχή ανασυγκρότηση των θεωρητικών προϋποθέσεων των επεξεργασιών του νεαρού Λούκατς σχετικά με την αισθητική, τη φιλοσοφία της ιστορίας και την ηθική, ο συγγραφέας επιτρέπει την κατανόηση της στροφής του Ούγγρου διανοητή προς τον Μαρξισμό «ως ένα άλμα που επιτελείται πάνω στο έδαφος μιας βαθύτερης συνέχειας»…
* Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λούκατς κατείχε υπουργική θέση και σε μία άλλη επαναστατική κυβέρνηση: αυτήν του Ίμρε Νάγκι, κατά τη διάρκεια της Ουγγρικής Επανάστασης του 1956. Μετά τη σοβιετική εισβολή και την πτώση του Νάγκι, εξορίστηκε μαζί του στη Ρουμανία, όμως επέζησε των εκκαθαρίσεων και των δικών που ακολούθησαν. Μολονότι τήρησε κριτική στάση απέναντι στη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, παρέμεινε πιστός στο Κ.Κ. μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στρατής Αρτεμισιώτης
Σχόλια