Τι περιλαμβάνει, τελικά, η πολιτική; Του Γιάννη Τσούτσια
Θα περίμενε κανείς, ότι οι αποκαλύψεις Γιλμάζ για τους εμπρησμούς των ελληνικών δασών, θα δημιουργούσαν αναταράξεις, κυρίως στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας. Κι όμως, το αντίθετο συνέβη. Το ήδη απαξιωμένο ελληνικό πολιτικό προσωπικό, αναγκάστηκε να ακούσει, μάλιστα από τα χείλη ενός Tούρκου πρωθυπουργού, ότι όσα διατυμπάνιζε από την εποχή Σημίτη περί ελληνοτουρκικής φιλίας, ουδεμία σχέση είχαν με την πραγματικότητα και με οποιαδήποτε στοιχειώδη εξωτερική πολιτική. Με τον πιο επίσημο τρόπο, οι δηλώσεις Γιλμάζ ήρθαν να τορπιλίσουν την προσέγγιση του ζεϊμπέκικου, εξαναγκάζοντας τους εγχώριους πρωταγωνιστές να εμφανιστούν, κατά περίπτωση, γελοίοι ή εξαπατημένοι, έκπληκτοι ή δήθεν οργισμένοι ή απλώς ένοχα σιωπηλοί.
Βεβαίως, το 1997 βούιζε η Ελλάδα γι’ αυτά που σήμερα αποκαλύπτονται. Τότε, κάποιοι δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούσουν για μυστικές υπηρεσίες και για εχθρικές ενέργειες, τα θεωρούσαν φαιδρά απομεινάρια και φαντασιώσεις επαρχιωτισμού, εν μέσω των κυμάτων της εκσυγχρονιστικής ανόδου και ανάπτυξης. Πόσο μάλλον που οι φωτιές συνεχίστηκαν και κορυφώθηκαν στα γεγονότα του 2007, όπου πάλι τα ίδια ακούστηκαν, όταν όμως αυτή τη φορά, όλως τυχαίως, η συλλογική συνείδηση εγκατέλειπε τον εκσυγχρονισμό και έστρεφε το βλέμμα της προς τα αριστερά. Και τότε παίχτηκε το ίδιο έργο: Οι μεγαλοσχήμονες περιγελούσαν τις θεωρίες συνομωσίας, διαπίστωναν αφ’ υψηλού ότι αυτά «δεν γίνονται», ενώ οι πιο προοδευτικοί μάς έλεγαν, «μην τσιμπάτε, είναι για να μας στρέψουν στον εθνικισμό». Μόνο λίγοι ισχυρίζονταν από τότε ότι «κάποιοι μας καίνε» όταν και κάποια κυβερνητικά στελέχη ανακάλυπταν τις «ασύμμετρες απειλές».
Όμως εδώ το ενδιαφέρον, δεν είναι μόνον η προφανής διαπίστωση πως «αυτά» γίνονται, αλλά και ότι «αυτά» έχουν σημασία για την ίδια την πολιτική! Αυτό που σήμερα αποσταθεροποιείται με τις δηλώσεις Γιλμάζ, πέρα από το ιδεολόγημα της ελληνοτουρκικής φιλίας, είναι κάποιες από τις αντιλήψεις που κυριάρχησαν όλη αυτήν την περίοδο στο σύνολο του πολιτικού φάσματος, που αφορούν στο περιεχόμενο και τον τρόπο άσκησης της πολιτικής. Συγκεκριμένα, πολλοί επιμένουν να ερμηνεύουν τα πράγματα και τις εξελίξεις μ’ έναν ακαδημαϊκό τρόπο, υπό το πρίσμα μιας σχεδόν υπερβατικής σύγκρουσης ανάμεσα σε εθνικά και ταξικά συμφέροντα, ως μια διαμάχη που «ιστορικά» εκδηλώνεται με «μεγάλες» κινήσεις, πέρα από συγκυριακές μεθοδεύσεις και προβοκάτσιες, που ακόμη κι αν συντρέχουν, δεν παίζουν κανέναν ιδιαίτερο ρόλο. Διαγράφοντας έτσι αυτά που αφορούν στις υπόγειες αλλά εξίσου πραγματικές προϋποθέσεις των συγκρούσεων, καταλήγουν σε αφηρημένες γενικολογίες, που ενώ περιγράφουν πολιτικές, αγνοούν τον τρόπο που αυτές οργανώνονται και συγκροτούνται.
Οι φωτιές, για να επανέλθουμε, δεν αφορούν απλώς στο «φαίνεσθαι» των μηχανισμών και των μεθοδεύσεων, αλλά έχουν επίπτωση και σε κάτι βαθύτερο, στοχεύουν στην καταστολή του λαϊκού φρονήματος. Πέραν του ότι αυτό αποτελεί μια πάγια εχθρική επιδίωξη, ωστόσο εδώ επιδρά και στη μαζική συνείδηση, αναστέλλοντας μια πολιτική μεταστροφή, όπως αυτή που περιγράψαμε, πριν μάλιστα αυτή εκδηλωθεί.
Οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας περιλαμβάνουν και τέτοιες πλευρές, ως πραγματικό στοιχείο πολιτικής, πράγμα που η ελληνική πλευρά εξακολουθεί να αγνοεί, παρά το ότι βρίσκεται σε εμφανή θέση αδυναμίας. Στο άμεσο μέλλον και όσο η Τουρκία εγκαταλείπει τη γραμμή Νταβούτογλου περί «μηδενικού προβλήματος», επανερχόμενη σε πιο ψυχροπολεμικές συμπεριφορές, (Cumhuriyet, 23/9/2011: «Το μηδενικό πρόβλημα …χρεοκόπησε»), αυτά τα φαινόμενα αναμένεται να ενταθούν.
Σήμερα, οι ασύμμετρες καταστάσεις έρχονται στην επιφάνεια, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι αντιθέσεις τόσο στη Μεσόγειο, όσο και στο εσωτερικό της Τουρκίας, οξύνονται, υπό την προοπτική αποχώρησης του Ερντογάν.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική αφασία ή ο διαρκής αιφνιδιασμός του ελληνικού πολιτικού προσωπικού για τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα (βλ. και πρόσφατη απόφαση της Χάγης για την ΠΓΔΜ), δεν προδικάζουν τίποτα καλό για τη χώρα μας.
Βεβαίως, το 1997 βούιζε η Ελλάδα γι’ αυτά που σήμερα αποκαλύπτονται. Τότε, κάποιοι δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούσουν για μυστικές υπηρεσίες και για εχθρικές ενέργειες, τα θεωρούσαν φαιδρά απομεινάρια και φαντασιώσεις επαρχιωτισμού, εν μέσω των κυμάτων της εκσυγχρονιστικής ανόδου και ανάπτυξης. Πόσο μάλλον που οι φωτιές συνεχίστηκαν και κορυφώθηκαν στα γεγονότα του 2007, όπου πάλι τα ίδια ακούστηκαν, όταν όμως αυτή τη φορά, όλως τυχαίως, η συλλογική συνείδηση εγκατέλειπε τον εκσυγχρονισμό και έστρεφε το βλέμμα της προς τα αριστερά. Και τότε παίχτηκε το ίδιο έργο: Οι μεγαλοσχήμονες περιγελούσαν τις θεωρίες συνομωσίας, διαπίστωναν αφ’ υψηλού ότι αυτά «δεν γίνονται», ενώ οι πιο προοδευτικοί μάς έλεγαν, «μην τσιμπάτε, είναι για να μας στρέψουν στον εθνικισμό». Μόνο λίγοι ισχυρίζονταν από τότε ότι «κάποιοι μας καίνε» όταν και κάποια κυβερνητικά στελέχη ανακάλυπταν τις «ασύμμετρες απειλές».
Όμως εδώ το ενδιαφέρον, δεν είναι μόνον η προφανής διαπίστωση πως «αυτά» γίνονται, αλλά και ότι «αυτά» έχουν σημασία για την ίδια την πολιτική! Αυτό που σήμερα αποσταθεροποιείται με τις δηλώσεις Γιλμάζ, πέρα από το ιδεολόγημα της ελληνοτουρκικής φιλίας, είναι κάποιες από τις αντιλήψεις που κυριάρχησαν όλη αυτήν την περίοδο στο σύνολο του πολιτικού φάσματος, που αφορούν στο περιεχόμενο και τον τρόπο άσκησης της πολιτικής. Συγκεκριμένα, πολλοί επιμένουν να ερμηνεύουν τα πράγματα και τις εξελίξεις μ’ έναν ακαδημαϊκό τρόπο, υπό το πρίσμα μιας σχεδόν υπερβατικής σύγκρουσης ανάμεσα σε εθνικά και ταξικά συμφέροντα, ως μια διαμάχη που «ιστορικά» εκδηλώνεται με «μεγάλες» κινήσεις, πέρα από συγκυριακές μεθοδεύσεις και προβοκάτσιες, που ακόμη κι αν συντρέχουν, δεν παίζουν κανέναν ιδιαίτερο ρόλο. Διαγράφοντας έτσι αυτά που αφορούν στις υπόγειες αλλά εξίσου πραγματικές προϋποθέσεις των συγκρούσεων, καταλήγουν σε αφηρημένες γενικολογίες, που ενώ περιγράφουν πολιτικές, αγνοούν τον τρόπο που αυτές οργανώνονται και συγκροτούνται.
Οι φωτιές, για να επανέλθουμε, δεν αφορούν απλώς στο «φαίνεσθαι» των μηχανισμών και των μεθοδεύσεων, αλλά έχουν επίπτωση και σε κάτι βαθύτερο, στοχεύουν στην καταστολή του λαϊκού φρονήματος. Πέραν του ότι αυτό αποτελεί μια πάγια εχθρική επιδίωξη, ωστόσο εδώ επιδρά και στη μαζική συνείδηση, αναστέλλοντας μια πολιτική μεταστροφή, όπως αυτή που περιγράψαμε, πριν μάλιστα αυτή εκδηλωθεί.
Οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας περιλαμβάνουν και τέτοιες πλευρές, ως πραγματικό στοιχείο πολιτικής, πράγμα που η ελληνική πλευρά εξακολουθεί να αγνοεί, παρά το ότι βρίσκεται σε εμφανή θέση αδυναμίας. Στο άμεσο μέλλον και όσο η Τουρκία εγκαταλείπει τη γραμμή Νταβούτογλου περί «μηδενικού προβλήματος», επανερχόμενη σε πιο ψυχροπολεμικές συμπεριφορές, (Cumhuriyet, 23/9/2011: «Το μηδενικό πρόβλημα …χρεοκόπησε»), αυτά τα φαινόμενα αναμένεται να ενταθούν.
Σήμερα, οι ασύμμετρες καταστάσεις έρχονται στην επιφάνεια, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι αντιθέσεις τόσο στη Μεσόγειο, όσο και στο εσωτερικό της Τουρκίας, οξύνονται, υπό την προοπτική αποχώρησης του Ερντογάν.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική αφασία ή ο διαρκής αιφνιδιασμός του ελληνικού πολιτικού προσωπικού για τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα (βλ. και πρόσφατη απόφαση της Χάγης για την ΠΓΔΜ), δεν προδικάζουν τίποτα καλό για τη χώρα μας.
Σχόλια