Γράφει ο Χάρης Βρόντος
Ήταν ένα βράδυ μιάς Τετάρτης, τον Νοέμβρη του 2017. Φεύγαμε από την καθιερωμένη συνάθροιση στου «Καπετάν Μιχάλη». Είχαμε απομείνει εγώ, ο ποιητής Δ., ο ζωγράφος Α. και μία πρωτοερχόμενη, καστανόξανθη γυναίκα πούβγαζε επιφωνηματάκια. Λένε: πάμε να συνεχίσουμε εδώ δίπλα, στη στοά; Λέω: δεν πάμε; Ήταν λίγο πιο κάτω δεξιά. Μέσα σ’ ένα γκρίζο, πολικό φώς, αλλά χωρίς κρύο. Ξεδιπλώθηκε μια σειρά ανοίκιαστα μαγαζιά. Εκτός από δύο πούχαν ανοιχτές πόρτες και ημίφως, τ’ άλλα βρίσκονταν στο σκοτάδι. Μένω απέναντι μού λέει ο ποιητής Δ., αφού είχαμε καθήσει σ΄ ένα τραπέζι με πέντε καρέκλες. Στην πέμπτη και πιο άνετη μας περίμενε μια άλλη γυναίκα, μελαχρινή αυτή και γελαστή, αλλά χωρίς επιφωνηματάκια. Στο τραπέζι είχε ψωμί, ελιές ξερές (χαμάδες) και τσίπουρο. Ήμουνα ήδη εξαντλημένος, όπως συνήθως, μετά από τόση ώρα οινοποσίας και συζήτησης και σε κατάσταση ημιλήθαργου, όταν πρόσεξα μια παράξενα γοητευτική μουσική νάρχεται απ’ το βάθος της στοάς, από μια πόρτα ανοιχτή, ακριβώς εκεί που η στοά έκανε γάμα. Τι συμβαίνει, ρωτάω τον ζωγράφο Α.; Μυστήριο, μου απαντάει. Ακούμε το «Μυστήριο» του Χρήστου. Και μάλιστα απ’ τα καλύτερα μηχανήματα, αλλά έχω μόνο ένα ηχείο.
Σαν να μπαίνανε και νερά στη στοά. Μαζί με το γκρίζο πολικό φως. Σε λίγο ένοιωσα να κολυμπάω σε μια θάλασσα χλιαρή που με μετέφερε απαλά και αργά στην καρδιά ενός σκοτεινού δάσους ή, μήπως, μιας ζούγκλας;
Σαν να μπαίνανε και νερά στη στοά. Μαζί με το γκρίζο πολικό φως. Σε λίγο ένοιωσα να κολυμπάω σε μια θάλασσα χλιαρή που με μετέφερε απαλά και αργά στην καρδιά ενός σκοτεινού δάσους ή, μήπως, μιας ζούγκλας;
Το τσίπουρο ήταν καλό, κατέβαινε γρήγορα κι εγώ γλιστρούσα ευγνώμων στο ευσπλαχνικό ποτήρι μου. Η παρέα και οι κουβέντες μας δεν κάνανε πιά γωνίες και στ’ αυτιά μου πλέον επικρατούσε η μουσική. Οι διαφωνίες κι ό, τι αρνητικό κουβάλαγα απ’ τις συζητήσεις, τα αδιέξοδα, τα κουτσομπολιά και τα παράπονα, πριν από λίγο, στο ταβερνείο, είχαν εξαφανιστεί. Το ίδιο και η μεμβράνη του πόνου που συνήθως με τυλίγει όταν σουρουπώνει και είμαι έξω απ’ το σπίτι. Δεν έψαχνα να καταλάβω γιατί. Αφού είχαν φύγει κι εγώ ήμουν καλύτερα, χωρίς να προσπαθώ να βάλω σε κάποιο δρόμο όσα αισθανόμουν, δεν αναρωτήθηκα ούτε αν αυτό συνέβαινε εξ’ αιτίας της μουσικής. Είχα κιόλας πάνω από είκοσι χρόνια να την ακούσω. Κι όμως, τώρα που γράφω, νομίζω πως ήμουν έτσι εξ’ αιτίας της μουσικής που πλημμύριζε τη στοά. Ο κάτω κόσμος ήταν μια περιοχή σαβανωμένη μες στο ζόφο και το σκοτάδι της νύχτας, ένας τόπος γεμάτος φόβο και τρόμο. Μια απέραντη κυκλική κοιλάδα ζωσμένη από βουνά. Πίνοντας αργά ξεχαστήκαμε και η κυρία με τα επιφωνηματάκια μου πρότεινε να πάρουμε ταξί και να πάμε κάπου αλλού. Είπε πως η μουσική θα μας ακολουθούσε. Έτσι φύγαμε οι δυο μας χαιρετώντας τους άλλους και μπήκαμε σ’ ένα ταξί. Στην κάθε άκρη του κάτω κόσμου (Tuat) υπήρχε ένας χώρος μήτε τελείως σκοτεινός, μήτε τελείως φωτισμένος. Τη δυτική την άκρη φώτιζε εν μέρει το ηλιοβασίλεμα ενώ την ανατολική εν μέρει ο ήλιος της αυγής. Η κυρία ρωτούσε επιμόνως τον ταξιτζή να της πει ποιο ήταν το αγαπημένο του τραγούδι: αυτό, ετούτο ή εκείνο; Ε, λοιπόν, ο ταξιτζής της είπε: Ετούτο κι αυτή ηρέμησε. Μέσα απ’ τον Tuat κυλούσε ένας «ποταμός» (παρόμοιος με τον Νείλο), με «κατοίκους» στην κάθε μια από τις όχθες του. Εμείς γλιστρούσαμε εντός του κι αφού προχωρήσαμε αρκετά σταματήσαμε σ’ ένα μαγαζί που ήταν κυρίως εστιατόριο και λίγο μπαρ, για πελάτες μεσοαστούς. Αυτοί τρώγανε κάνοντας φασαρία. Καθίσαμε στην άδεια μπάρα και, βλέποντας τους σιχαμένους να μασουλάνε ενώ η μυρωδιά των φαγητών είχε μπουκώσει το χώρο, είπα στην επιφωνηματάκια να φύγουμε γιατί δεν αντέχω. Αυτή πήρε τη τσάντα της, μ’ ακολούθησε και μπήκαμε σ’ άλλο ταξί. Συνεχίσαμε να κυλάμε κι ο ποταμός αυτός έσμιγε με τα «επουράνια ύδατα» (πηγή του επίγειου Νείλου). Ορισμένες περιοχές αυτού του Βασιλείου των Νεκρών ανήκαν από παράδοση σε πόλεις, την Ηλιούπολη, τη Μέμφιδα, την Ηρακλεόπολη, την ΄Αβυδο κ.λπ. που κάθε μια είχε το δικό της «κάτω κόσμο» και τους δικούς της νεκρικούς θεούς. Εμείς κατεβήκαμε στον Κεραμεικό, αφού η κυρία επιφωνηματάκια είχε ρωτήσει κι αυτόν τον ταξιτζή ποιο είναι το καλύτερο τραγούδι του. Έλα πες μου, πες μου ειλικρινά! Της είπε ειλικρινά, πλήρωσε, κατεβήκαμε και χωθήκαμε στο ναό Κεραμείον. Όλ’ αυτά έπρεπε να τάχουν υπ’ όψιν οι θεολόγοι που κατάστρωσαν το γενικό σχέδιο του Tuat […] Αυτός ο κόσμος χωριζόταν σε δώδεκα υποδιαιρέσεις. Μέσα απ’ αυτές περνούσε τη νύχτα ο θεός Ήλιος, ταξιδεύοντας με τη «λέμβο του, του ενός εκατομμυρίου ετών» […] Οι ανάγκες κι επιθυμίες των κατοίκων αυτού του βασιλείου ικανοποιούνταν με τη χρησιμοποίηση των λέξεων της δύναμης. Γι’ αυτό παραγγείλαμε αμέσως, ήπιαμε τα ποτά μας και ξαναπαραγγείλαμε. Όμως δεν άλλαζε τίποτα. Οι λέξεις αδρανούσαν ή, μάλλον, η κατάσταση άλλαζε προς το χειρότερο. Βουλιάζαμε στο κενό, στην καρδιά όμως ενός σφυροκοπήματος που ενώ γύρευε την απελευθέρωση, με την στανική επιμονή του εκκωφαντικού ρυθμού, ξανάφερνε τους παλμούς ενός εμβατηρίου που μας εγκλώβιζε σε μια νευρωτική επανάληψη κραυγών. Είχαμε μπει στον τελευταίο θάλαμο ενός ψυχιατρείου και είμαστε δεμένοι με αλυσίδες στη φασιστική εμμονή της ροκ μουσικής. Η κυρία επιφωνηματάκια άλλαζε σκαμπώ και προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα με τους διπλανούς της. Έβλεπα ήδη την απογοήτευση στα μάτια της. Όσο για μένα, χάζευα ναρκωμένος τη Μυστήρια λέμβο που κατηφόριζε τον ποταμό μέσα στη νύχτα και ξεμάκραινε αργά. Καταλάβαινα πως είχα χάσει τα πάντα αφού οι λέξεις δεν είχαν πια καμία επικοινωνιακή δύναμη.
Χάζευα ναρκωμένος τη Μυστήρια λέμβο που κατηφόριζε τον ποταμό μέσα στη νύχτα και ξεμάκραινε αργά. Καταλάβαινα πως είχα χάσει τα πάντα αφού οι λέξεις δεν είχαν πια καμία επικοινωνιακή δύναμη
Βγήκαμε έξω, διασχίσαμε τον έρημο δρόμο. Πάνω μας, άσπρο σχεδόν το φεγγάρι, δυο μέρες πριν την πανσέληνο. Τα σύννεφα σαν αραιό μπαμπάκι διαθλούσαν το έντονο φως. Ανοίξαμε κάποιες πόρτες άλλων μπαρ αλλά κι εδώ όρμησε και μ’ έπνιξε ο εμετικός ρυθμός που κατέκλυζε τα πάντα. Καθώς, αποκαμωμένοι κι άλαλοι αφήναμε πίσω την τελευταία υποδιαίρεση, η πύλη έκλεισε εξαφανίζοντας το φως κι όλα ξαναγύρισαν σε μια παγωμένη αδράνεια.
Εκείνο το βράδυ ήταν σαν να είχα βγει από τις λέξεις, χωρίς να το καταλάβω. Αντιμετώπισα τον τρόμο του θανάτου από ασφυξία, αλλά αυτό μου φάνηκε λυτρωτικό. Όπως η ηδονή της παραίτησης. Ήταν σαν το ταξίδι μέσα στη λέμβο του Ρα να είχε γίνει σε τούτον κι όχι στον άλλο κόσμο. Σε ένα «Μυστήριο».
Σημείωση: Οι αράδες που αναφέρονται στην αρχαία Αίγυπτο και που έχουν ενσωματωθεί στην αφήγησή μου χωρίς εισαγωγικά για λόγους αισθητικής, ανήκουν σ’ ένα κείμενο του Γιάννη Χρήστου της 19ης Οκτωβρίου 1965 για τη σύνθεση του «Μυστήριου». Η μετάφραση από τα αγγλικά είναι του Γιώργου Λεωτσάκου.
Δεν έχουμε ακόμα καταλάβει τι χάσαμε…
Ένα «από τα πλέον συναρπαστικά και προκλητικά ταλέντα του 20ού αιώνα», ο Γιάννης Χρήστου έφυγε δυστυχώς πρόωρα από κοντά μας. Ο θάνατός του στη πιο ζωντανή μάλιστα περίοδο της ζωής είναι ένας από τους λόγους που η μορφή και το έργο του παραμένουν ως τις μέρες σε σχετική αφάνεια. Και αυτό διότι ό,τι μας άφησε δεν είναι παρά ψηφίδες και ψήγματα, ενός συναρπαστικού έργου που μόνο εκείνος γνώριζε το κλειδί που θα το έκανε προσιτό στο ευρύτερο κοινό. Ποτέ δεν θέλησε να εκδοθούν οι παρτιτούρες των έργων του, ποτέ δεν αφιερώθηκε στη μουσική ρεπερτορίου ούτε προσκολλήθηκε σε ακαδημαϊκούς κύκλους. Υπάρχουν έργα του, τα οποία δεν τα άκουσε ούτε ό ίδιος ζωντανά, γιατί δεν είχε ασχοληθεί με την εκτέλεσή τους. «Δούλευε πολύ με τους ανθρώπους γύρω του, δημιουργούσε μαζί τους, δημιουργούσε γι’ αυτούς. Κάποιους λόγους ωστόσο της ελλειπτικής γνωριμίας οφείλουμε να τους αναζητήσουμε και στην κουλτούρα της μεταπολίτευσης». Ο Κάρολος Κουν είχε με πικρία αναφέρει σε μια συνέντευξη για τον Χρήστου: «Δεν έχουμε καταλάβει τι χάσαμε και σ’ αυτόν τον τόπο πολύ αργά αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τι μας έλειψε».
Ο Γιάννης Χρήστου γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου στις 8 Ιανουαρίου του 1926 και μεγάλωσε στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, όπου πήρε και τα πρώτα μαθήματα πιάνου σε ηλικία πέντε χρόνων. Ο πατέρας του, Ελευθέριος Χρήστου, ήταν εύπορος βιομήχανος της ελληνικής παροικίας, ιδιοκτήτης εργοστασίου σοκολατοποιίας, και η κυπριακής καταγωγής, μητέρα του, Καλλιόπη Ταβερνάρη, ήταν ποιήτρια αλλά και πνευματίστρια, γεγονός που συνέβαλε στις μετέπειτα καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές και μεταφυσικές του ανησυχίες. Ο Χρήστου συνέχισε τις μουσικές του σπουδές με την διάσημη πιανίστα Τζίνα Μπαχάουερ, ενώ φοιτούσε στα καλύτερα αγγλόφωνα σχολεία της Αλεξάνδρειας. Τελειώνοντας το σχολείο, ο πατέρας του τον έστειλε στην Αγγλία για να σπουδάσει οικονομικά, ελπίζοντας να αναλάβει στη συνέχεια τις οικογενειακές επιχειρήσεις, κάτι που δεν συνέβη. Ο Χρήστου, προτίμησε να σπουδάσει φιλοσοφία με τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και τον Μπέρτραντ Ράσελ στο Καίμπριτζ, καθώς και ανώτερα θεωρητικά της μουσικής με διάφορους δασκάλους, ανάμεσα στους οποίους και ο Χανς Ρέντλιχ, μαθητής και βιογράφος του Άλμπαν Μπεργκ. Τις μουσικές του σπουδές τις συνέχισε στην Ιταλία (Σιένα, Γκάβι και Ρώμη, 1949-1953) με τους Βίτο Φράτσι και Μπρούνο Λαβανίνο, ενώ την ίδια χρονική περίοδο ασχολήθηκε σε βάθος και με την αναλυτική ψυχολογία, επηρεαζόμενος και από τον αδερφό του, ο οποίος εκείνη την εποχή σπούδαζε στο Ινστιτούτο Γιουνγκ στη Ζυρίχη.
Επιστρέφοντας στην Αίγυπτο αφοσιώθηκε στην σύνθεση, δουλεύοντας αρκετές ώρες την ημέρα. Το 1956 παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Θηρεσία Χωρέμη, ζωγράφο, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά. Την ίδια χρονιά σκοτώθηκε ο αδερφός του σε τροχαίο δυστύχημα, γεγονός που θα τον σημάδευε για όλη του τη ζωή, προοιωνιζόμενο ίσως και το περίεργο παιχνίδι της μοίρας για τον ίδιο. Το 1960, με τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια, όπως και οι περισσότεροι εύποροι Έλληνες της Αιγύπτου. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Χίο, όπου είχε επίσης αρκετή οικογενειακή περιουσία. Τα τελευταία του χρόνια διέμενε κυρίως στην Αθήνα, όπου, εκτός από την σύνθεση, ασχολήθηκε με την προώθηση της πρωτοποριακής ελληνικής μουσικής. Η οικονομική του άνεση του προσέφερε τη δυνατότητα να μην χρειαστεί ποτέ να αναζητήσει εργασία σε Ωδεία (τα οποία δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα ως εκπαιδευτικό θεσμό) ή σε άλλους μουσικούς φορείς, ούτε να αναλάβει ποτέ θέση ευθύνης σε οποιοδήποτε μουσικό ίδρυμα ή επιτροπή, με εξαίρεση μία και μοναδική φορά, το 1962, ως μέλος κριτικής επιτροπής διαγωνισμού σύγχρονης μουσικής, τον οποίο διοργάνωνε ο Μάνος Χατζιδάκις.Ο Γιάννης Χρήστου σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα τη νύχτα της 8ης Ιανουαρίου 1970, κατά την επιστροφή του στο σπίτι από εορτασμό των γενεθλίων του όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε η σύζυγός του Θηρεσία πλαγιολίσθησε και ο Χρήστου πέθανε ακαριαία από πρόσκρουση σε στύλο. Στο ίδιο δυστύχημα τραυματίστηκαν θανάσιμα η γυναίκα του, καθώς και η σύζυγος του συνθέτη Στέφανου Βασιλειάδη.