του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Τούτες τις φθινοπωριάτικες μέρες το κροτάλισμα του θανάτου πολιορκεί την ψυχή μας. Ο φρικαλέος θόρυβος που κάνουν όσοι πνίγονται -ένα γουργουρητό του λάρυγγα- είναι η μουσική δωματίου της ηττημένης ανθρωπιάς. Ένα παράξενο κονσέρτο. Ένα είδος αποτρόπαιης μουσικής σύνθεσης. Τίτλος: Ο κοχλασμός του θανάτου. Αναρωτιέμαι: Όλοι αυτοί οι αργυρώνητοι ηγέτες της αμνήμονος Ευρώπης έχουν σταθεί ποτέ απέναντι σε δυο έκπληκτα παιδικά ματάκια; Ποιος άραγε να βλάψει μπορεί ένα παιδί, τη ζωούλα του ν’ αφαιρέσει; Νομίζουν οι χρυσοφόροι Ευρωκράτες, ότι τα πνιγμένα παιδάκια της Μεσογείου δεν μπορούν να τους αγγίξουν; Πλανώνται πλάνη οικτρά! Τα έκπληκτα ματάκια θα τους καταδιώκουν. Χαμογελάτε ειρωνικά; Αν δεν πιστεύετε, ρωτήστε τους κοντινούς προγόνους σας, αυτούς που με τόση μεθοδικότητα εξαέρωσαν έξι εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις.

Αλίμονο, η ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης που η ύπαρξή της θα ήταν βασισμένη στην ειρήνη, στην ανθρωπιά, στη δημιουργία, στην πολιτισμική συνύπαρξη, στην αλληλεγγύη, στην εξαφάνιση της εξαθλίωσης -οικονομικής και πνευματικής- φαντάζει σήμερα, θλιβερό φιάσκο. Όλες αυτές οι λέξεις, οι έννοιες, έχουν ανεπανόρθωτα φθαρεί. Η αναίτια χρήση τις ακύρωσε. Λέξεις νεκρές, δίχως πνοή. Οι θεοί μας εγκατέλειψαν κι η μαγεία πέθανε.

Οι ταγοί της Ευρώπης διαπραγματεύονται, μακριά απ’ τους υγρούς τάφους, αριθμούς, ποσοστώσεις. Ω, εσείς, που τα παπούτσια σας είναι φτιαγμένα από δέρμα ανθρώπων, σκεφτήκατε ποτέ ότι αυτοί οι αριθμοί στάζουν θάνατο, αυτές οι ποσοστώσεις εκπέμπουν κραυγές ανείπωτης φρίκης; Η ζωή είναι μία και μοναδική και κανείς δεν έχει το δικαίωμα μ’ αυτό το αγαθό να παίζει.

Σύντροφε, εβδομήντα τόσα χρόνια, το δέντρο της ελπίδας αίμα το ποτίζουμε, ιδρώτα το ταΐζουμε. Στα κλαδιά της -μυώδη χέρια υψωμένα στον ουρανό- κρεμασμένες είναι οι ζωές μας. Μα τώρα γέρικο φαντάζει. Στο χείλος του γκρεμού κρεμασμένο. Το χώμα που απόμεινε λιγοστό είναι, ζωή να του προσφέρει. Γδαρμένες ρίζες, ξεσκισμένες από ανεμοβρόχια, από ξηρασίες κι απ’ της ορφάνιας το παραμέλημα. Όμως αυτό επιμένει ν’ αναπνέει – πρόκληση στη χαίνουσα άβυσσο. Το κατάλαβες, σύντροφε, πως αν χώμα καρπερό δεν κουβαλήσουμε στου γκρεμού την άκρη, την αιώρηση του δέντρου να σταματήσουμε, γρήγορα αυτό στο βάραθρο θα κατρακυλήσει. Μας λείπει το θάρρος, η πίστη; Μα η ζωή φεύγει. Δίχως αγέρα ζωογόνο αυτή δεν υπάρχει. Ας τρέξουμε, λοιπόν, με σφυριά και με καλέμια, μια ρωγμή στο φράχτη να δημιουργήσουμε, το αιχμάλωτο οξυγόνο ν’ απελευθερώσουμε. Σήμερα, ο θάνατος ρουτίνα κατάντησε. Καιρός, σύντροφε, εκείνο το φράχτη στον Έβρο, που άλλοι ύψωσαν, εμείς να τον κατεδαφίσουμε. Αυτό, το κραυγάζει το παιδικό δάκρυ και της μάνας το σπάραγμα. Καιρός τα πράγματα να σταθμίσουμε. Βρισκόμαστε στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι. Ή θα βαδίζουμε μπροστά με όπλο την ανθρωπιά ή θα γυρίσουμε πίσω. Πάντως έχουμε ακόμα της επιλογής το δικαίωμα. Αύριο, φοβάμαι πως ίσως να μην το έχουμε. Ας στραφούμε στον ανοχύρωτο πολίτη, την ξεδιάντροπη σιωπή και την εξοργιστική αβουλησία να του ταράξουμε. Από το βυθό της απάθειας να τον ανασύρουμε. Να του βροντοφωνάξουμε πως ήλθε η ώρα απ’ τον Μιθριδατισμό που η τηλεόραση προσφέρει ν‘ απαλλαχθεί.

Καιρός, σύντροφε, να κατανοήσουμε πως όποιος το σκυμμένο κεφάλι των άλλων ανέχεται, εύκολα θα σκύψει και το δικό του μπροστά σε κάποιο δυνάστη.

 

Σκίτσο του Μιχάλη Κουντούρη

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!