Η χυδαία και κυνική φράση του Θ. Πάγκαλου «Όλοι μαζί τα φάγαμε» συμπυκνώνει με τον πιο επιτυχημένο -από την πλευρά του συστήματος- και ακραίο τρόπο τη λογική της ενοχοποίησης.
Η ενοχοποίηση είναι ένα ζήτημα που, κατά τη γνώμη μου, δεν το έχουμε αγγίξει ούτε θαρραλέα, ούτε επαρκώς. Πεδίο εξίσου δύσκολο με την αντιμετώπιση της καταστολής και της τρομοκράτησης. Και μάλιστα πιο δύσκολο. Για ποιο λόγο το λέω αυτό; Ας μην σοκάρει αυτό που θα πω στη συνέχεια.
Η ενοχοποίηση είναι ένα ζήτημα που, κατά τη γνώμη μου, δεν το έχουμε αγγίξει ούτε θαρραλέα, ούτε επαρκώς. Πεδίο εξίσου δύσκολο με την αντιμετώπιση της καταστολής και της τρομοκράτησης. Και μάλιστα πιο δύσκολο. Για ποιο λόγο το λέω αυτό; Ας μην σοκάρει αυτό που θα πω στη συνέχεια.
Υπάρχει ένας βαθμός αλήθειας στην κουβέντα του Πάγκαλου. Είναι γνωστό σε όλους μας ότι για να ορθοποδήσεις και για να ζήσεις καλά στην Ελλάδα -όπως και σε δεκάδες άλλες χώρες του κόσμου εκτός Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, ΗΠΑ, Καναδά- πρέπει να κρύψεις έσοδα, να λαδώσεις, να παρανομήσεις, να, να, να… Λίγο-πολύ οι περισσότεροι από μας, οι γονείς μας, οι παππούδες μας έχει χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε πρακτικές που μας κάνουν να ντρεπόμαστε, να αγανακτούμε, να βρίζουμε τη χώρα μας και το λαό μας, δηλαδή, εμάς τους ίδιους. Και φυσικά είχαμε και έχουμε συνείδηση ότι αυτό αντιβαίνει το «κοινό καλό».
Αν θέλει να συμβάλει η Αριστερά στο να απαλλαγούμε από την παράλογη και υπερβολική ενοχή με την οποία μας φορτώνουν μεθοδικά και συστηματικά, δεν μπορεί να υπεκφεύγει από το θέμα αυτό ή να απαντά άλλοτε με μισοκακόμοιρα μισόλογα και άλλοτε με θεωρητικολογίες. Πρέπει να τολμήσει να μιλήσει επιθετικά.
Η Αριστερά που θα τολμήσει να βγει και να πει: φυσικά και κάτι φάγαμε, φυσικά και παρανομήσαμε, αλλά…
1. Η απόδειξη που δεν κόβει το μπαρ, ο υδραυλικός κ.λπ., η αδήλωτη δεύτερη δουλειά που κάνουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, το ενοίκιο που εισπράττουν και δεν δηλώνουν κ.λπ. δεν συγκρίνονται ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά με τα δισ. των τραπεζών, των εφοπλιστών, του μεγάλου κεφαλαίου, της εκκλησίας, των μεγαλογιατρών, μεγαλοδικηγόρων και των πολιτικών, που έφτιαξαν βίλες και τζιπ.
2. Σε μια χώρα όπου, όχι μόνο μεταπολεμικά, αλλά από συστάσεως ελληνικού κράτους, το κράτος πρόνοιας και το κράτος δικαίου είναι… η οικογένεια, οι «δικοί» μας, οι γνωριμίες, ο δήμαρχος, το κόμμα (και το αριστερό κόμμα πολλές φορές), ήταν «λογικό» να οδηγηθούμε σε αυτή τη μορφή αυτοδικίας, με την ευρεία έννοια του όρου -στο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Ας απαντήσει ο Θ. Πάγκαλος και οι «έγκριτοι» κ.κ. των ΜΜΕ: Αν δεν τρώγαμε αυτό το κάτι, αν δεν κάναμε τις διάφορες παρανομίες, πώς θα τα έβγαζε πέρα αυτός ο λαός; Μας λένε ότι είμαστε ένας λαός ατομικιστής, χωρίς επαρκή συνείδηση για το συλλογικό καλό, για το δημόσιο χώρο. Βεβαίως! Είμαστε! Είμαστε και αυτό. Όχι μόνο αυτό… Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Είναι στα γονίδια μας; Γιατί δεν απαντάνε σε αυτήν την ερώτηση;
Διάβαζα πριν από λίγο καιρό την Καγκελόπορτα του Αντρέα Φραγκιά. Όπως σε πολλά μυθιστορήματα που περιγράφουν εκείνη την εποχή (Ελλάδα του ’47–’54), παράλληλα με την ηρωική και τραγική ιστορία των αριστερών, στο βιβλίο εξελίσσονται και οι ιστορίες χιλιάδων ανθρώπων, πολλοί μάλιστα από τους οποίους αντιστάθηκαν στην κατοχή, αλλά στη συνέχεια προσπάθησαν να επιβιώσουν. Οι περιγραφές για τους «δρόμους» που ακολούθησαν χιλιάδες άνθρωποι είναι ενδεικτικές. «Δρόμοι», πολύ συχνά, του συμβιβασμού, της «κατουρημένης ποδιάς», της παράλληλης οικονομίας, της αρπαχτής και της λοβιτούρας. Τραγικοί άνθρωποι, συνθλιμμένοι από τις συμπληγάδες μιας πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, που δεν έδινε πάντα την ευκαιρία για έντιμες και φιλοκοινωνικές διεξόδους.
Τι γινόταν την ίδια περίοδο στη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ κ.λπ.; Γιατί οι λαοί αυτών των χωρών μπόρεσαν να αναπτύξουν λογικές και πρακτικές που σέβονται περισσότερο το δημόσιο χώρο, τον συμπολίτη τους, τον εαυτό τους;
Η Αριστερά -μπορεί και οφείλει- να πει όχι μόνο τα παραπάνω, αλλά και να προειδοποιήσει: «Και που να δείτε τι θα γίνει με τα μέτρα σας. Αυτά τα φαινόμενα όχι μόνο θα συνεχίζονται, αλλά και θα πολλαπλασιαστούν. Και όχι μόνο αυτό. Θα αυξηθεί αναπόφευκτα και η καθημερινή μικροεγκληματικότητα, οι κλοπές, η ανασφάλεια στις λαϊκές γειτονιές, οι καταστροφές».
Η Αριστερά που θα τολμήσει να βγει έτσι επιθετικά, αναμφίβολα θα συγκεντρώσει πάνω της όλα τα πυρά. Θα κατηγορηθεί ότι λαϊκίζει, ότι δικαιολογεί έως και ότι ενθαρρύνει αυτά τα φαινόμενα.
Η πρακτική αυτή είναι γνωστή. Για το σύστημα, τους διανοούμενούς του και τα παπαγαλάκια του, λειτουργεί η «μοναδική» σκέψη: δηλαδή, τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί που «επιτρέπονται» είναι μόνο όσα παραμένουν στα πλαίσια της λογικής του συστήματος.
Η κριτική σκέψη, ο ορθολογισμός κατακεραυνώνονται. Ας θυμηθούμε τον Δεκέμβρη του ’08. Οι πολιτικές δυνάμεις και τα άτομα που έβγαιναν στα ΜΜΕ και είχαν διαφορετική άποψη ή έδιναν μια πολιτική εξήγηση στο θέμα της βίας, κατηγορούνταν ως υποκινητές…
Μόνο όμως έτσι, βάζοντας στην άκρη τα συστημικά διλλήματα και αυτό που είναι «πρέπον» και ανεκτό για τα σαλόνια του κάθε Μega, θα μπορέσει η Αριστερά να βοηθήσει στο να πεταχτεί αυτό το μολυβένιο καπάκι ενοχής, που καταπλακώνει τις ψυχές και τα μυαλά όλων μας. Και θα πείσει για τον εαυτό της, μόνο αν στο εσωτερικό της ξεπεράσει τις πρακτικές που αναπαράγουν τις μικρότητες και τις λοβιτούρες, που είναι ίδιες με αυτές του συστήματος.
Αν θέλει να συμβάλει η Αριστερά στο να απαλλαγούμε από την παράλογη και υπερβολική ενοχή με την οποία μας φορτώνουν μεθοδικά και συστηματικά, δεν μπορεί να υπεκφεύγει από το θέμα αυτό ή να απαντά άλλοτε με μισοκακόμοιρα μισόλογα και άλλοτε με θεωρητικολογίες. Πρέπει να τολμήσει να μιλήσει επιθετικά.
Η Αριστερά που θα τολμήσει να βγει και να πει: φυσικά και κάτι φάγαμε, φυσικά και παρανομήσαμε, αλλά…
1. Η απόδειξη που δεν κόβει το μπαρ, ο υδραυλικός κ.λπ., η αδήλωτη δεύτερη δουλειά που κάνουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, το ενοίκιο που εισπράττουν και δεν δηλώνουν κ.λπ. δεν συγκρίνονται ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά με τα δισ. των τραπεζών, των εφοπλιστών, του μεγάλου κεφαλαίου, της εκκλησίας, των μεγαλογιατρών, μεγαλοδικηγόρων και των πολιτικών, που έφτιαξαν βίλες και τζιπ.
2. Σε μια χώρα όπου, όχι μόνο μεταπολεμικά, αλλά από συστάσεως ελληνικού κράτους, το κράτος πρόνοιας και το κράτος δικαίου είναι… η οικογένεια, οι «δικοί» μας, οι γνωριμίες, ο δήμαρχος, το κόμμα (και το αριστερό κόμμα πολλές φορές), ήταν «λογικό» να οδηγηθούμε σε αυτή τη μορφή αυτοδικίας, με την ευρεία έννοια του όρου -στο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Ας απαντήσει ο Θ. Πάγκαλος και οι «έγκριτοι» κ.κ. των ΜΜΕ: Αν δεν τρώγαμε αυτό το κάτι, αν δεν κάναμε τις διάφορες παρανομίες, πώς θα τα έβγαζε πέρα αυτός ο λαός; Μας λένε ότι είμαστε ένας λαός ατομικιστής, χωρίς επαρκή συνείδηση για το συλλογικό καλό, για το δημόσιο χώρο. Βεβαίως! Είμαστε! Είμαστε και αυτό. Όχι μόνο αυτό… Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Είναι στα γονίδια μας; Γιατί δεν απαντάνε σε αυτήν την ερώτηση;
Διάβαζα πριν από λίγο καιρό την Καγκελόπορτα του Αντρέα Φραγκιά. Όπως σε πολλά μυθιστορήματα που περιγράφουν εκείνη την εποχή (Ελλάδα του ’47–’54), παράλληλα με την ηρωική και τραγική ιστορία των αριστερών, στο βιβλίο εξελίσσονται και οι ιστορίες χιλιάδων ανθρώπων, πολλοί μάλιστα από τους οποίους αντιστάθηκαν στην κατοχή, αλλά στη συνέχεια προσπάθησαν να επιβιώσουν. Οι περιγραφές για τους «δρόμους» που ακολούθησαν χιλιάδες άνθρωποι είναι ενδεικτικές. «Δρόμοι», πολύ συχνά, του συμβιβασμού, της «κατουρημένης ποδιάς», της παράλληλης οικονομίας, της αρπαχτής και της λοβιτούρας. Τραγικοί άνθρωποι, συνθλιμμένοι από τις συμπληγάδες μιας πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, που δεν έδινε πάντα την ευκαιρία για έντιμες και φιλοκοινωνικές διεξόδους.
Τι γινόταν την ίδια περίοδο στη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ κ.λπ.; Γιατί οι λαοί αυτών των χωρών μπόρεσαν να αναπτύξουν λογικές και πρακτικές που σέβονται περισσότερο το δημόσιο χώρο, τον συμπολίτη τους, τον εαυτό τους;
Η Αριστερά -μπορεί και οφείλει- να πει όχι μόνο τα παραπάνω, αλλά και να προειδοποιήσει: «Και που να δείτε τι θα γίνει με τα μέτρα σας. Αυτά τα φαινόμενα όχι μόνο θα συνεχίζονται, αλλά και θα πολλαπλασιαστούν. Και όχι μόνο αυτό. Θα αυξηθεί αναπόφευκτα και η καθημερινή μικροεγκληματικότητα, οι κλοπές, η ανασφάλεια στις λαϊκές γειτονιές, οι καταστροφές».
Η Αριστερά που θα τολμήσει να βγει έτσι επιθετικά, αναμφίβολα θα συγκεντρώσει πάνω της όλα τα πυρά. Θα κατηγορηθεί ότι λαϊκίζει, ότι δικαιολογεί έως και ότι ενθαρρύνει αυτά τα φαινόμενα.
Η πρακτική αυτή είναι γνωστή. Για το σύστημα, τους διανοούμενούς του και τα παπαγαλάκια του, λειτουργεί η «μοναδική» σκέψη: δηλαδή, τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί που «επιτρέπονται» είναι μόνο όσα παραμένουν στα πλαίσια της λογικής του συστήματος.
Η κριτική σκέψη, ο ορθολογισμός κατακεραυνώνονται. Ας θυμηθούμε τον Δεκέμβρη του ’08. Οι πολιτικές δυνάμεις και τα άτομα που έβγαιναν στα ΜΜΕ και είχαν διαφορετική άποψη ή έδιναν μια πολιτική εξήγηση στο θέμα της βίας, κατηγορούνταν ως υποκινητές…
Μόνο όμως έτσι, βάζοντας στην άκρη τα συστημικά διλλήματα και αυτό που είναι «πρέπον» και ανεκτό για τα σαλόνια του κάθε Μega, θα μπορέσει η Αριστερά να βοηθήσει στο να πεταχτεί αυτό το μολυβένιο καπάκι ενοχής, που καταπλακώνει τις ψυχές και τα μυαλά όλων μας. Και θα πείσει για τον εαυτό της, μόνο αν στο εσωτερικό της ξεπεράσει τις πρακτικές που αναπαράγουν τις μικρότητες και τις λοβιτούρες, που είναι ίδιες με αυτές του συστήματος.
Σχόλια