Ο μαζικός και καλά οργανωμένος αγώνας στη Βρετανία αποκαλύπτει και διδάσκει. Της Αλίκης Βεγίρη.
Σε εποχές ανελέητης επίθεσης της εξουσίας, ο λαός τείνει να στρέφεται στο παρελθόν, να επαναφέρει στη μνήμη στιγμές δόξας και ηρωικών κατορθωμάτων, να παίρνει δύναμη από αυτά και να αντλεί από την ιστορία του δοκιμασμένους τρόπους και στρατηγικές αντίστασης. Λίγο-πολύ, το ίδιο συμβαίνει και σήμερα στη Βρετανία. Οι απανωτές επιθέσεις στα εισοδήματα των λαϊκών στρωμάτων από τον κυβερνητικό συνασπισμό και το ξήλωμα του κοινωνικού κράτους, ξαναφέρνουν στον ορίζοντα τους προ εικοσαετίας (από το 1987 έως το 1990) ένδοξους αγώνες που συντάραξαν το νησί με αφορμή τον περίφημο κεφαλικό φόρο (poll tax) της Θάτσερ. Αγώνες, επίμονοι και μαζικοί, οι οποίοι οδήγησαν στην απόσυρση του φόρου και συνέτειναν στην παραίτηση της Σιδηράς Κυρίας από το πόστο της.
Όταν η κ. Θάτσερ εξελέγη για τρίτη φορά, το 1987, ένα από τα πρώτα πράγματα που υποσχέθηκε ήταν η αντικατάσταση του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας, τα έσοδα του οποίου πήγαιναν στους τοπικούς δήμους, από έναν οριζόντιο φόρο, στον οποίο υπέκειντο με τον ίδιο τρόπο όλοι οι πολίτες, ηλικίας 18 και άνω, ανεξαρτήτως εισοδήματος, περιουσίας, οικογενειακής ή εργασιακής κατάστασης. Δηλαδή, επρόκειτο για έναν καθαρό κεφαλικό φόρο, όμοιο με αυτόν που πλήρωναν τον Μεσαίωνα οι δουλοπάροικοι στους δεσπότες τους. Ο φόρος αυτός, όχι μόνο εξομοίωνε τα ανώτατα με τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα, αλλά ελάφρυνε σημαντικά τα πρώτα, σε σχέση με τον προηγούμενο αναλογικό φόρο. Μια τέτοια αδικία, δύο τινά μπορούσε να προκαλέσει: είτε αποφυγή πληρωμής, είτε μαζική εξέγερση. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, λοιπόν, συνέβησαν και τα δυο.
Στο σημείο αυτό, έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε τον τρόπο που οι εξουσίες κουρσεύουν διαχρονικά τη γλώσσα για να γλυκαίνουν τα δηλητήρια που σπέρνουν. Το σερβίρισμα του θατσερικού φόρου, ως «φόρου υπέρ της κοινότητας», δεν διαφέρει σαν αρχή από το σερβίρισμα των δικών μας χαρατσιών σαν «φόρων αλληλεγγύης», όταν είναι τοις πάσι γνωστό ότι οι αποδέκτες της «αλληλέγγυας» φορολογίας δεν είναι οι χειμαζόμενοι συμπολίτες μας, αλλά οι τραπεζίτες.
Αρχή από τη Σκοτία
Η εφαρμογή του θατσερικού κεφαλικού φόρου άρχισε αμέσως δοκιμαστικά από τη Σκοτία, συγκεκριμένα το Δεκέμβριο του 1987, κίνηση που αποδείχτηκε άστοχη, μια και οι Σκοτσέζοι, γνωστοί για το ανεξάρτητο πνεύμα τους, τον εξέλαβαν κατ’ αρχήν, σαν φόρο αποικιοκρατικό και αποφάσισαν να ξεσηκωθούν και να μην υπακούσουν. Δημοσκόπηση εκείνης της περιόδου έδειξε ότι οι μισοί σχεδόν ήταν έτοιμοι να αδράξουν το λάβαρο της ανυπακοής. Πώς όμως; Αρχικά, με σύνθημα «Δεν μπορούμε, να πληρώσουμε και δεν θα πληρώσουμε», άρχισαν να στήνονται τοπικές επιτροπές, σε κάθε γωνιά, σε κάθε γειτονιά, από τα κάτω, χωρίς την ουσιαστική υποστήριξη ούτε των συνδικάτων, ούτε των Εργατικών, εξόν μιας μερίδας βουλευτών της αριστερής τάσης Militant, οι οποίοι και ανέλαβαν την οργάνωση της γιγαντιαίας αυτής προσπάθειας σ’ ολόκληρο το νησί. Φυσικά, μετά απ’ αυτό, οι μέρες τους στο Εργατικό Κόμμα, άρχισαν να μετράν αντίστροφα. Οι Εργατικοί θεωρούσαν ότι ο φόρος θα έπρεπε να πέσει με ωραία λόγια στη Βουλή, με τον αρχηγό τους, μάλιστα, Κίνοκ να δηλώνει υπέρ της επιβολής κυρώσεων στους απείθαρχους, αποκαλώντας τους ειρωνικά «ψευτο-επαναστάτες των πόλεων».
Μετά τη Σκοτία, και η Ουαλία και οι νότιες περιοχές της Αγγλίας άρχισαν σιγά-σιγά να μπαίνουν στο χορό, ιδρύοντας παντού επιτροπές, και συσπειρώνοντας τον κόσμο σε τακτικές συνεδριάσεις. Η πρώτη μεγάλη διαδήλωση οργανώθηκε το 1989 στη Γλασκώβη, όπου σε ένδειξη αλληλεγγύης, κατέφτασαν με ναυλωμένο τρένο, το λεγόμενο «κόκκινο τρένο» 700 διαδηλωτές από το Λονδίνο και την Ουαλία. Αμέσως μετά η διαδήλωση κύλησε στο Μάντσεστερ, μετά κατέβηκε νοτιότερα, και όπως πήγαιναν τα πράγματα δεν θ’ αργούσε να φτάσει και στην πρωτεύουσα.
Με το που η κίνηση άρχισε να εξαπλώνεται, τέθηκε θέμα συντονισμού. Έτσι, λοιπόν, συστάθηκε μια οργάνωση-ομπρέλα, «The All Britain Anti Poll Tax Federation», κάτω απ’ την οποία εντάχθηκαν 2.000 και πλέον τοπικές επιτροπές απ’ όλη τη χώρα. Ο αγώνας που είχε αρχίσει από το 1987 στη Σκοτία, προμηνυόταν μακρύς. Στο διάστημα αυτό, οι επιτροπές οργάνωναν διαδηλώσεις, μικρές στην αρχή, μεγαλύτερες, όσο περνούσε ο χρόνος, διένειμαν επεξηγηματικό υλικό για να τονώσουν το ηθικό και την αυτοπεποίθηση του κόσμου, ο οποίος μετά την ήττα των ανθρακωρύχων και τη νίκη της Θάτσερ στα Φόλκλαντς, είχε στερέψει από κουράγιο, και επιπλέον εξορμούσαν στους δήμους προσπαθώντας να τους πείσουν να απόσχουν από τη συλλογή των φόρων και την ποινική δίωξη όσων δεν πλήρωναν.
Μαζική και καλά οργανωμένη ανυπακοή
Την πρωταπριλιά του 1990 ο φόρος μπήκε σε εφαρμογή και στην Αγγλία και Ουαλία, αλλά δώρον-άδωρον. Αυτοί που αρνούνταν να τον πληρώσουν μετρούσαν πια 18 εκατομμύρια και τα ταμεία του κράτους παρουσίαζαν έλλειμμα 5 δισ. λιρών. Οι καιροί είχαν πια ωριμάσει για μια δυναμική παρουσία στο Λονδίνο. Η διαδήλωση που οργάνωσε η Συνομοσπονδία ενάντια στο φόρο στις 31 Μαρτίου του ιδίου έτους στο Λονδίνο συγκέντρωσε 200.000 και ήταν πράγματι μεγαλειώδης. Η αναίτια επέμβαση της Αστυνομίας, όπως η ίδια παραδέχτηκε με υπόμνημα αργότερα, προκάλεσε ταραχές, λεηλασίες και εμπρησμούς, αλλά παρά την αγωνιώδη προσπάθεια των Μέσων να στρέψουν τον κόσμο εναντίον των διαδηλωτών, αυτός δεν «μάσησε». Τέσσερις μέρες μετά, αποφάσισε και το μεγαλύτερο εργατικό συνδικάτο, TUC, κάτι σαν τη ΓΣΕΕ, να ξεκουνηθεί και να διαδηλώσει, αλλά δεν πρόκανε. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Αυτοί που παρουσιάστηκαν ήταν κάτι λιγότερο κι από το λίγο! Παρ’ όλα αυτά η Θάτσερ δεν απέσυρε το φόρο. Αυτό θα συνέβαινε λίγο αργότερα, συγκεκριμένα το Νοέμβριο, όταν η κυρία θα εξαναγκαζόταν σε παραίτηση. Ο διάδοχός της Μέιτζορ, στην εναρκτήρια ομιλία του υποσχέθηκε να τον καταργήσει, πράγμα που έπραξε αργότερα.
Εν τω μεταξύ, η άρνηση πληρωμής είχε και τα θύματά της, από βουλευτές της τάσης Militant των Εργατικών, (15), μέχρι και συνταξιούχους γέροντες, (10), οι οποίοι πέρασαν κάποιες μέρες στη φυλακή. Μέχρι τον Νοέμβρη του 1991, 117 άτομα φυλακίστηκαν σε 40 δήμους, εκ των οποίων οι μισοί και πάνω ελέγχονταν από τους Εργατικούς. Κανένας όμως από όσους κλήθηκαν στο δικαστήριο δεν αφέθηκε στην τύχη του. Εκτός από νομική υποστήριξη, μέλη του κινήματος εισέβαλαν στα δικαστήρια και σταματούσαν τις δίκες, ενώ υπήρξαν και διαπραγματεύσεις με τους δικαστές για παύση των διώξεων.
Τι συμπεράσμα θα μπορούσαμε να βγάλουμε για τα καθ’ ημάς; Δεν χρειάζεται να το γράψουμε. Είναι ολοφάνερο.