Γράφει ο Νίκος Μάλλιαρης*
Με τον Νίκο γνωριστήκαμε το 1972 στις προπονήσεις της Εθνικής Νέων, που γίνονταν τότε στις εγκαταστάσεις του Αγίου Κοσμά. Αυτός έπαιζε στον Ηλυσιακό κι εγώ στον Π.Ο. Ψυχικού. Από τότε, πήγαινα στα Ηλύσια και κάναμε μαζί προπόνηση. Τον Ιούνιο του επόμενου χρόνου, μας κάλεσε στο Αγρίνιο ο Ζαχαρίας Πιτυχούτης, παλιά δόξα του Παναθηναϊκού, που ήταν προπονητής του Παναιτωλικού. Εκεί κάτσαμε μια βδομάδα και κάναμε μαζί προπονήσεις, αλλά τελικά η διοίκηση του Παναιτωλικού δεν ανανέωσε τη συνεργασία της με τον Πιτυχούτη για τη νέα ποδοσφαιρική περίοδο, κι έτσι ματαιώθηκαν οι μεταγραφές μας…
Τον ίδιο μήνα ο Ζ. Πιτυχούτης ανέλαβε προπονητής στον Εθνικό Αστέρα της Καισαριανής και με πρότεινε για ποδοσφαιριστή της ομάδας, όπως και έγινε. Ο Νίκος συνέχισε στον Ηλυσιακό και μετα από κάποια χρόνια πήγε στην ομάδα της Καστοριάς. Τα χρόνια περνούσαν, ο Νίκος πήρε μεταγραφή στον Ολυμπιακό και επέστρεψε στην Αθήνα, εγώ συνέχιζα στον Εθνικό Αστέρα και αργότερα διέκοψα πρόωρα το ποδόσφαιρο, γιατί ασχολήθηκα ενεργά με την οργάνωση του ΠΣΑΠ, και κάπως έτσι επανασυνδεθήκαμε.
Όπως όλοι οι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές των δεκαετιών του 1970 και 1980, είπε «ναι» στην ενασχόληση με τον συνδικαλισμό και εξελέγη στη διοίκηση του ΠΣΑΠ. Κάποια στιγμή, μάλιστα, ήρθαμε σε μεγάλη σύγκρουση για τη λειτουργία του ΠΣΑΠ, αλλά και την πολιτική που θα ακολουθούσαμε απέναντι στους παράγοντες και την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Ποτέ όμως δεν διανοηθήκαμε να διασπάσουμε την ενότητα του συνδέσμου. Ο ΠΣΑΠ ήταν πάνω από οπαδικές και κομματικές πεποιθήσεις. Μας διέκρινε η αγάπη για το φίλαθλο ποδόσφαιρο και αγωνιζόμασταν για την απαλλαγή του από τον αρρωστημένο οπαδισμό, τη βία, τον διχασμό, τη διαφθορά και την εκμετάλλευσή του από κάθε είδους παράγοντες και πολιτικούς. Για αυτό συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα τα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο Νίκος ήταν έξω καρδιά. Του άρεσε η ζωή, η μουσική, οι καλές παρέες. Ήθελε να μαθαίνει από τους καλύτερούς του και να συμμετέχει στα κοινά. Ταιριαστό ζευγάρι με τη σύζυγό του Ελίνα, έχουμε περάσει πάρα πολλές ωραίες στιγμές μαζί, είτε σε διάφορες εκδηλώσεις, είτε σε φιλικές και οικογενειακές συναντήσεις, που πολλές φορές τις αναπολώ σαν μια γλυκιά ανάμνηση ενός σπουδαίου ποδοσφαιριστή αλλά και εξαιρετικού ανθρώπου.
Ο Νίκος, όπως και άλλοι ποδοσφαιριστές της γενιάς του, δούλεψαν σκληρά για να φθάσουν στην καταξίωση και να απολαύσουν τους κόπους τους. Αντιμετώπισαν τους παράγοντες-μεγαλοεπιχειρηματίες, οι οποίοι, εκτός λίγων εξαιρέσεων, δεν τους σέβονταν. Δεν αναγνώριζαν τις ιδιομορφίες, την επικινδυνότητα και το εφήμερο του επαγγέλματος, και πολύ περισσότερο δεν τους άρεσε η αγάπη και η φιλοσοφία που είχαν αυτοί οι παίκτες για το ποδόσφαιρο. Οι παράγοντες τους θέλαν μαριονέτες και όχι ανθρώπους με προσωπικότητα και αρχές. Καλλιεργούσαν τον τυφλό οπαδισμό και επεδίωκαν την κατάκτηση των πρωταθλημάτων με όλα τα αθέμιτα μέσα και κυρίως γρήγορα.
Χαρακτήρες σαν τον Σαργκάνη και άλλους τέτοιους σπουδαίους ποδοσφαιριστές, οι παράγοντες τους ανέχονταν όσο τους είχαν ανάγκη. Όταν τέλειωνε η καριέρα τους, δεν τους αξιοποιούσαν στην ομάδα σε άλλους ρόλους, ως συμβούλους κ.λπ. Έτσι και ο Νίκος, με την αυτογνωσία που τον διέκρινε και τις αξίες που είχε, οργάνωσε στο Γουδή την ακαδημία ποδοσφαίρου και ασχολήθηκε με τη φίλαθλη και πολιτιστική εκπαίδευση των παιδιών.
Ο Νίκος αναζητούσε την ευρύτερη γνώση και μόρφωση στη ζωή του, όχι μόνο για τη δική του καλλιέργεια, αλλά και για να τη μεταδίδει στο περιβάλλον του και τους νεαρούς μαθητές του. Με ευχαρίστηση αποδεχόταν προσκλήσεις μου και ερχόταν σε εκδηλώσεις και συζητήσεις, με τον Μίκη, με ζωγράφους, ποιητές, συνθέτες, τραγουδιστές, ηθοποιούς, και τους «κέρδιζε» με την προσωπικότητά του και την αύρα του, δημιουργώντας σχέσεις φιλίας (Μικρούτσικος, Μητροπάνος, Μητσιάς και πολλοί άλλοι). Ο Νίκος Σαργκάνης ήταν ένας αθλητής που ποτέ δεν προκάλεσε, ένας άνθρωπος που ξεχώριζε για την ειλικρίνεια, τη συνέπεια, την εντιμότητα, την περηφάνεια και τη σεμνότητά του.
Ήταν πάντα έτοιμος να προσφέρει όπου του ζητούσαν βοήθεια. Συμμετείχε σε ποδοσφαιρικούς αγώνες για κοινωνικούς σκοπούς, όπως με την ομάδα Hasta La Victoria Siempre με έμβλημα τον Τσε Γκεβάρα. Επίσης, πάντα διευκόλυνε με υλικοτεχνική υποδομή τις πρώτες εμφανίσεις της Εθνικής Αστέγων. Για αυτό, δεν είναι περίεργο που ενώ ήταν υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, αμέσως μετά συμμετείχε με την παράταξη Χαρδαλιά στις περιφερειακές εκλογές.
Τον περασμένο Ιούνιο, έδωσε το παρών και μίλησε στην εκδήλωση «Μουσική και ποδόσφαιρο» που διοργανώθηκε από τον Σύλλογο Φίλων της Μουσικής και το ΕΠΙΣΚΥΡΟΝ, στο Μέγαρο Μουσικής, προς τιμήν του Μίκη για τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την κατάκτηση του πρωταθλήματος Ευρώπης 2004 από την Εθνική μας ομάδα. Ήδη είχε αρχίσει ένας άλλος μεγάλος αγώνας του. Ο καρκίνος δεν τον φόβισε. Τον πολέμησε. Ήταν μια μάχη δύσκολη όσο και άνιση. «Είσαι… Σαργκάνης και θα τον νικήσεις!» του το έλεγα και του άρεσε, συμφωνούσε. Τελικά, ο Νίκος Σαργκάνης είναι ανίκητος…
* Ο Νίκος Μάλλιαρης είναι πρόεδρος της πανελλήνιας πρωτοβουλίας φίλων του ποδοσφαίρου ΕΠΙΣΚΥΡΟΝ και πρώην Γενικός Γραμματέας του ΠΣΑΠ
Ένας κορυφαίος τερματοφύλακας
Ο Νίκος Σαργκάνης γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1954. Υπήρξε ένας εκ των κορυφαίων, αν όχι ο κορυφαίος τερματοφύλακας που έβγαλε η Ελλάδα. Ξεκίνησε την καριέρα του από τον Ηλυσιακό (1974-77), ενώ στη συνέχεια έπαιξε στην Καστοριά (1977-80). Από το 1980 μέχρι το 1990 κατέκτησε με τις ομάδες του 10 τίτλους: Πέντε πρωταθλήματα (1980-81, 1981-82, 1982-83 με τον Ολυμπιακό, 1985-86, 1989-90 με τον Παναθηναϊκό) και πέντε Κύπελλα (1980 με την Καστοριά, 1981 με τον Ολυμπιακό, 1986, 1988, 1989 με τον Παναθηναϊκό). Στον Ολυμπιακό έπαιξε 5 χρόνια (1980-85) κι άλλα τόσα στον Παναθηναϊκό (1985-90), ενώ τελευταίος σταθμός της καριέρας του ήταν ο Αθηναϊκός (1990-92). Στην Εθνική Ελλάδας ήταν «αναντικατάστατος» για πολλά χρόνια και υπερασπίστηκε την εστία της σε 58 αγώνες.