Μέρος δεύτερο (διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος). Του Κώστα Παπουλή (Γέρου).
Ο αναρχισμός βέβαια θα βρει τον δρόμο του χωρίς τους διάφορους Εμίλ Ανρί. Το αξιοσημείωτο είναι ότι επανεμφανίζεται, σήμερα, με δυναμικό τρόπο στην Ελλάδα και ίσως -αν εξαιρέσουμε περιοχές του Καναδά, της Β. Αμερικής και την πατρίδα του την Ισπανία- είναι η χώρα που εμφανίζει το μεγαλύτερο και πιο μαχητικό αναρχικό κίνημα παγκοσμίως. Σε μια χώρα μάλιστα, που οι τελευταίοι αναρχικοί χάνονται στην κατοχή. Όπου στην αντίσταση δεν έπαιξε κανένα ρόλο, αντίθετα με τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξαν οι Ισπανοί εξόριστοι στην Γαλλία ή τη συνεισφορά των Ιταλών αναρχικών στην πάλη ενάντια στον Μουσολίνι.
Στην Ελλάδα χωρίς καμία προδικτατορική συνέχεια, εμφανίζεται ως αποτέλεσμα του ρεύματος του ’68, με μια μικρή ομάδα στη Νομική και κύρια στην εργατική συνέλευση του Πολυτεχνείου το ’73, για να πολλαπλασιάζεται, σήμερα, με μεγάλη ταχύτητα και να δίνει τη δικιά του ταυτότητα στις τελευταίες μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις, με αποκορύφωμα τον Δεκέμβρη του 2008. Σίγουρα, η παραπάνω κατάσταση, και το ότι Εξάρχεια, τόσο κεντρικά, όσο και περιφερειακά -σχεδόν σε κάθε επαρχιακή πόλη- δεν υπάρχουν πουθενά στην Ευρώπη, ενισχύει την άποψη για τον χαρακτήρα της Ελλάδας ως γενικευμένου -και όχι μόνο οικονομικού- αδύναμου κρίκου.
Ανιχνεύοντας τον αναρχισμό σήμερα
Τι είναι, όμως, ο σύγχρονος αναρχισμός; Ποιες είναι οι πηγές που τον τροφοδοτούν; Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Britannika: «Για όλες αυτές τις κινήσεις, οι οποίες απορρίπτουν τα παλαιά κόμματα της Aριστεράς, με την ίδια δύναμη με την οποία απορρίπτουν την υπάρχουσα πολιτική δομή, η έφεση προς τον αναρχισμό είναι ισχυρή και αυτονόητη. Η αναρχική αντίληψη, με την εμμονή της στον αυθορμητισμό, τη θεωρητική της ευκαμψία, την απλούστευση της ζωής, την αγάπη και την οργή ως συμπληρωματικά και απαραίτητα συστατικά, τόσο της κοινωνικής όσο και της ατομικής δράσης, προσελκύει όλους εκείνους που απορρίπτουν τους απρόσωπους θεσμούς και υπολογισμούς των πολιτικών κομμάτων. Η αναρχική απόρριψη του κράτους, η επιμονή στην αποκέντρωση και την τοπική αυτονομία βρήκαν ισχυρή απήχηση ανάμεσα σε εκείνους που μιλούσαν για συμμετοχική δημοκρατία…».
Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς ότι δίνει μια ικανοποιητική ερμηνεία -από αντισυστημική πλευρά- για αυτό που συνέβη στις «σοσιαλιστικές» χώρες, καθώς η διανοητική πανοπλία των αναρχικών είναι η επίγνωση για τους κινδύνους της γραφειοκρατίας, που συνυπάρχουν με την ορθόδοξη εκδοχή του μαρξισμού, αλλά περισσότερο ίσως οι αναρχικές ομαδοποιήσεις και κοινότητες, αναδεικνύουν την άρνηση στις κομφορμιστικές, ιεραρχικές και σε τελική ανάλυση συστημικές σχέσεις, που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους μέσα στα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς. Αυτή η ιδεαλιστική πλευρά τού εδώ και τώρα, του αποτινάζουμε σήμερα τα δεσμά της εξουσίας, του δίνει μια ελκυστικότητα που δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Αρνούμενος την «ορθολογική» πλευρά των πραγμάτων, την «αντικειμενική ανάλυση», επιμένοντας στην ουτοπία της εξέγερσης, εμφανίζεται δικαιωμένος μέσα στην ιστορική ασυνέχεια, καθώς η ιστορία διακόπτεται με μη προβλέψιμα, επαναστατικά και μη επεισόδια. Ήταν τελικά πολύ ταιριαστό που ο αναρχισμός διάλεξε για πατρίδα του την Ισπανία, την χώρα του Δον Κιχώτη. Συναντάει εκεί τον βολονταριστικό δυτικό κομμουνισμό, γιατί όπως λέει σήμερα και ο Ράσελ Τζάκομπι: «Η κατάσταση δεν είναι απελπιστική, είναι και αντικειμενικά ασαφής. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική κατάσταση μπορεί να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή. Το 1959 κανένας δεν προέβλεψε την έκρηξη της δεκαετίας του ’60. Το 1988 κανένας δεν προείδε το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Σύνθημα μας παραμένει το αδιαλλαξία πριν την πραγμοποίηση».
Όμως, «το γεγονός ότι θεωρεί το σκοπό της προλεταριακής επανάστασης σαν άμεσα παρόντα, συνιστά ταυτόχρονα το μεγαλείο και την αδυναμία του πραγματικού αναρχικού αγώνα (γιατί στις ατομικιστικές του παραλλαγές οι βλέψεις του αναρχισμού παραμένουν γελοίες)» θα γράψει ο επικεφαλής της καταστασιακής διεθνούς στα 1967 (Γκυ Ντεμπόρ, κοινωνία του θεάματος).
Πάνω σε αυτό το συμπέρασμα θα πρέπει να σκεφτούν πολύ σοβαρά οι Έλληνες αναρχικοί, αν θέλουν να δημιουργήσουν ένα ελευθεριακό κίνημα που θα φέρει κοινωνικό αποτέλεσμα. Με αυτήν την έννοια, ίσως πρέπει να αναζητήσουν ένα ριζοσπαστικό και κριτικό ρόλο στα αριστερά ενός λαϊκού μετώπου, που θα δώσει μια εργατική λύση εξόδου από την κρίση στην ελληνική κοινωνία και θα τους δώσει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν ένα πλατύ αναρχικό κίνημα που θα συνεισφέρει στον αμεσοδημοκρατικό και σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της. Το πώς θα συνδυάσουν την πάλη ενάντια στο κράτος, με μια άμεση λύση, είναι ένα δύσκολο πρόβλημα, που ποτέ δεν έλυσαν στο παρελθόν, αλλά θα πρέπει να το επιχειρήσουν να τα καταφέρουν σήμερα, επιλέγοντας και τις τακτικές και στρατηγικές τους, συμμαχίες.
Ιστορία και θεωρητικά λάθη
Ο αναρχισμός υπήρξε αναποτελεσματικός, μια και δεν κέρδισε παρά «στιγμιαία», αλλά αν και η επιτυχία σίγουρα δεν σημαίνει ορθή θεωρία όπως έδειξε ο λενινισμός, πρέπει να σκεφτούν οι αναρχικοί πάνω στην ετυμηγορία της ιστορίας.
Υπάρχουν και σοβαρά θεωρητικά λάθη στον αναρχισμό, όσον αφορά την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Με τον ίδιο τρόπο, όπως ο ορθόδοξος μαρξισμός, έχει ταυτίσει την έννοια της διακυβέρνησης της πολιτείας, με το κράτος. Δεν κατανοεί, όπως και το σύνολο της Αριστεράς, ότι αντίστροφα, η πολιτική είναι δομικός αντίπαλος του κράτους. Αρνείται, έτσι, τη δημιουργία πολιτικών αμεσοδημοκρατικών θεσμών, έξω από την οικονομία, που θα διευθύνουν την κοινωνία.
Όπως έλεγε ένας από τους τελευταίους μεγάλους ελευθεριακούς στοχαστές, ο Μ. Μπούκτσιν: «Η πολιτική, σχεδόν εξ ορισμού, είναι η ενεργός εμπλοκή των ελεύθερων πολιτών στην διαχείριση των δημοτικών τους υποθέσεων και στην προάσπιση της ελευθερίας των». (ο κομμουναλισμός, 2005). Στα 84 χρόνια του ο Μ. Μπούκτσιν θα αποποιηθεί την ιδιότητα του αναρχικού, για να έρθει πιο κοντά στον Κ. Καστοριάδη, υποστηρίζοντας ως απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής αλλαγής, σε ρήξη με τον αυθεντικό αναρχισμό, τη δημιουργία λαϊκών πολιτικών θεσμών, έξω από την οικονομία. Τα προβλήματα των πολιτικών αποφάσεων, η δικαιοσύνη κ.λπ. δεν μπορούν να λυθούν στο οικονομικό επίπεδο, στην αυτοδιαχειριζόμενη επιχείρηση, στη κομμούνα, στη τοπική κοινότητα, όπως πρεσβεύει ο κλασικός αναρχισμός.
Οι Έλληνες αναρχικοί πριν επιχειρήσουν, βέβαια, να κάνουν τα μεγάλα άλματα οφείλουν να περιθωριοποιήσουν το μηδενιστικό ρεύμα που ανθεί σήμερα στις τάξεις τους. Κατά έναν παράξενο τρόπο ο ελληνικός αναρχισμός μοιάζει να χωρίζεται σε δύο κύριες τάσεις, όπως στα τέλη του 19ου αιώνα στο Παρίσι. Το δημιουργικό και πολιτικό του κομμάτι, δεν καλείται μόνο να νικήσει, απέναντι στο τυφλό και ατομικιστικό τμήμα του, αλλά και να υπερβεί την παράδοσή του, σε μια εποχή που αναμένονται τουλάχιστον στην Ελλάδα, μεγάλα κινήματα και κοινωνικές αναστατώσεις.