Γιατί δεν πρέπει να σβηστεί από τη μνήμη μια Ιστορία χιλιάδων χρόνων

Του Φόρη Πεταλίδη*

 

Στη Μικρασία και τον Εύξεινο Πόντο υπήρξε και άνθισε ανά τους αιώνες ένας ελληνικός πολιτισμός, που στη συνέχεια έγινε οικουμενικός και κτήμα της ανθρωπότητας. Αυτός ο πολιτισμός σταδιακά διακόπηκε επί οθωμανικής αυτοκρατορίας με βίαιους εξισλαμισμούς των χριστιανικών πληθυσμών με αποκορύφωμα την οργανωμένη και καλά σχεδιασμένη από τους Νεότουρκους και τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, γενοκτονία χριστιανών υπηκόων, Αρμενίων, Ελλήνων της Μικρασίας και του Πόντου και Ασσυρίων – Αραμαίων, για να γίνει πραγματικότητα το σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους». Η πολιτική αυτή τελικώς επιτεύχθηκε με την επικράτηση των Νεοτούρκων και στη συνέχεια του Μουσταφά Κεμάλ, του επονομαζόμενου και πατέρα των Τούρκων (Ατατούρκ).

Η βοήθεια των Γερμανών με τον στρατηγό τους Λίμαν Φον Σάντερς, ο οποίος ήταν ο ιθύνων νους της εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών, προκειμένου να περάσει το εμπόριο και οι δομές της οικονομίας στα χέρια των Γερμανών και των Τούρκων, να ολοκληρωθεί η ομογενοποίηση του πληθυσμού, να έρθουν στον έλεγχό τους ο ορυκτός πλούτος και τα πετρέλαια της Μοσούλης, σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε καλά, εν μέσω του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και ολοκληρώθηκε με τη μικρασιατική καταστροφή. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης έμειναν πλέον στη Μικρασία και τον Πόντο, οι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και Τενέδου και οι μουσουλμάνοι ελληνικής καταγωγής Πόντιοι, αφού η ανταλλαγή έγινε με βάση το θρήσκευμα. Έτσι η τρισχιλιόχρονη παρουσία του ελληνισμού εξαφανίστηκε βίαια και με ευθύνη του ελλαδικού κράτους και των λαθών που διέπραξε σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο με τη μικρασιατική εκστρατεία.

 

«Ξενομερίτες»

Όμως στη Μικρασία και τον Πόντο, ο ελληνισμός έζησε και δημιούργησε περισσότερο από τρεις χιλιάδες χρόνια. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το ελληνικό κράτος και μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της Ελλάδας, τους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, της Μικρασίας και του Πόντου, τους υποδέχθηκε ως «τουρκόσπορους», «ξενομερίτες», πού ήρθαν στη χώρα για να πάρουν τις δουλειές και τις περιουσίες των γηγενών. Κάπως αντίστοιχα αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει και τους πρόσφυγες Έλληνες από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (τους οποίους ονόμασε «Ρωσοπόντιους»), ένα άλλο ταλαιπωρημένο κομμάτι του ποντιακού ελληνισμού που μετά από 70 χρόνια περίπου άρχισε να έρχεται στη χώρα μας και για τους περισσότερους ελλαδίτες ήταν ένας άγνωστος ελληνισμός.

Οι Έλληνες της Ανατολής στην τρισχιλιόχρονη παρουσία τους δημιούργησαν λαμπρά μνημεία πολιτισμού, τα οποία δυστυχώς η επίσημη Τουρκία μετά τον βίαιο ξεριζωμό τους, τα κατέστρεψε, σε ένα κλίμα τουρκοποίησης και μουσουλμανοποίησης της κοινωνίας και του χώρου της. Προσπάθησε να οικειοποιηθεί όσα περισσότερα μνημεία μπορούσε και τα υπόλοιπα τα άφησε στη φθορά του χρόνου. Εκτός από ορισμένα τα οποία αξιοποιεί για τουριστικούς λόγους και συνακόλουθα οικονομικούς. Ο στόχος ήταν προφανής. Σε μερικές δεκαετίες δεν θα μαρτυρά τίποτε ότι σε αυτόν τον χώρο έζησαν Έλληνες, γιατί δεν θα υπάρχουν τα τεκμήρια, παρά μόνον αναμνήσεις και φωτογραφίες του παρελθόντος.

Τελευταία στο στόχαστρο του τουρκικού κράτους, τώρα που στην εξουσία είναι ισλαμιστές, μπήκαν οι εκκλησίες και κυρίως όσες έχουν το όνομα Αγία Σοφία. Μετά την Αγία Σοφία στη Νίκαια της Βιθυνίας, που έγινε τζαμί (εκεί όπου καθιερώθηκε από την Οικουμενικό Σύνοδο το Σύμβολο της Πίστεως), πρόπερσι έγινε τζαμί και η Αγία Σοφία Τραπεζούντος και στόχος των ακραίων ισλαμιστών είναι να πραγματοποιηθεί η επιθυμία τους να γίνει και η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως τζαμί, από μουσεία που λειτουργούσαν μέχρι τώρα. Βεβαίως η Τουρκία δεν έχει ανάγκη από τζαμιά, έχει τόσα πολλά τα οποία οι πιστοί δεν μπορούν ποτέ να τα γεμίσουν. Όμως αυτός ο πλούτος δεν είναι κτήμα μόνον του ελληνισμού, αλλά είναι και κτήμα όλης της ανθρωπότητας, είναι ένας οικουμενικός πολιτισμός. Και αυτόν τον πολιτισμό έχει υποχρέωση να τον προστατεύσει ο πολιτισμένος κόσμος και η UNESCO, αλλά και το ελληνικό κράτος, το οποίο όπως έδειξε η πραγματικότητα ελάχιστα ενδιαφέρεται για τον ελληνισμό και τα μνημεία που δημιούργησε εκτός των ελλαδικών συνόρων.

Όμως αυτός ο ελληνισμός της Ανατολής και ο πολιτισμός και τα μνημεία που δημιούργησε, στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή αντιμετωπίστηκε ως ένα βάρος και όχι ως πλούτος. Το ίδιο και οι πρόσφυγες, είτε του 1922, είτε οι νεοπρόσφυγες που ήρθαν από τη δεκαετία του 1990 από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στην Ελλάδα. Αυτός ο πολιτισμός, οι άνθρωποί της και τα μνημεία της Ανατολής, θα έπρεπε να είναι η γέφυρα επικοινωνίας με την άλλη πλευρά εκείθεν του Αιγαίου. Με γνώση της ιστορίας, διεκδίκηση των δικαιωμάτων και του πολιτισμού ως οικουμενικού και την προώθηση της φιλίας και όχι της λήθης της ιστορίας και της υποταγής σε μια ευκαιριακή και επίπλαστη φιλία, όπου οι λαοί είναι στο περιθώριο.

 

* Ο Φόρης Πεταλίδης είναι δημοσιογράφος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!