Γράφει η Σοφία Κολοτούρου
Οι ιστορίες που ο παππούς Νίκος Σαραντάκος διηγήθηκε στο γιο και στα εγγόνια του είναι εδώ, χάρις στο πείσμα των απογόνων του και ίσως έχει φτάσει ο καιρός να τις διαβάσουν κι άλλοι…
Πολλοί από τους ποιητές του περασμένου αιώνα παρέμειναν άγνωστοι στο ευρύ κοινό, καθώς το έργο τους χάθηκε μέσα στη δίνη των πολέμων και στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης. Τέτοια είναι και η περίπτωση του ποιητή Άχθου Αρούρη (ψευδώνυμο του Νίκου Σαραντάκου).
Ο Νίκος Σαραντάκος γεννήθηκε στη Μάνη το 1903 και απεβίωσε στην Αθήνα το 1977. Τελείωσε το γυμνάσιο στον Πειραιά το 1918 και στη συνέχεια διορίστηκε στην Εμπορική Τράπεζα, όπου δραστηριοποιήθηκε στον πρώτο σύλλογο υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να μετατεθεί στη Μυτιλήνη, το 1924, όπου και γνώρισε την Ελένη Μυρογιάννη, μετέπειτα γυναίκα του.
Η λογοτεχνική δραστηριότητα στη Μυτιλήνη του Μεσοπολέμου ήταν έντονη – χαρακτηριστικά η εποχή αναφέρεται, συχνά, στα φιλολογικά χρονικά ως: Λεσβιακή Άνοιξη. Ο ποιητής δημοσίευε τότε συχνά στη σατιρική εφημερίδα Τρίβολος.
Μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συγκρότησε, μαζί με άλλους, μια αντιστασιακή οργάνωση κατά των Γερμανών η οποία, τον επόμενο χρόνο, ενσωματώθηκε στην Οργάνωση Λέσβου του ΕΑΜ. Το Μάρτιο του 1944 οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και τον κράτησαν για δύο μήνες έγκλειστο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Αφέθηκε ελεύθερος τον Απρίλιο του 1944 και λίγο καιρό αργότερα μαζί με δύο φίλους του έφτιαξε και λειτούργησε το ραδιοφωνικό σταθμό του ΕΑΜ Λέσβου. Στις 8 Μαΐου του 1945 παραδόθηκε άνευ όρων η ναζιστική Γερμανία, αλλά την επόμενη ημέρα άρχισε ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Λέσβο.
Λίγο αργότερα ο Σαραντάκος πιάστηκε και μεταφέρθηκε στις φυλακές της Λαγκάδας. Στη φυλακή οι έγκλειστοι εξέδωσαν μία χειρόγραφη εφημερίδα, με τίτλο: Αλύγιστος. Από το Γενάρη του 1946 έγραφε μόνος του και μια δεύτερη σατιρική εφημερίδα, τον Χαφιέ, όργανο των απανταχού δοσιλόγων.
Το Μάιο του 1946 αποφυλακίστηκε από τη Λαγκάδα και πήγε στην Αθήνα, όπου από το καλοκαίρι του 1948 άρχισε να εργάζεται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ηλίου. Τα χρόνια αυτά ήταν χρόνια δημιουργίας και ανασυγκρότησης για τον ποιητή που έγραφε διαρκώς. Εκτός από τα ποιήματά του, από τα οποία έχουν σήμερα διασωθεί περίπου 200, ασχολήθηκε με μεταφράσεις ποίησης (από γαλλικά, ρωσικά και αρχαία ελληνικά), αλλά και με άλλα είδη του γραπτού λόγου, όπως χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, μεταφράσεις κεφαλαίων του βιβλίου Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ από τα ρωσικά και αρχαίων ελληνικών κειμένων, όπως του Λουκιανού. Είχε, επίσης, τη συνήθεια να διατηρεί έμμετρη αλληλογραφία με τους φίλους του.
Ένα χρόνο μετά τον θάνατό του οι δικοί του εξέδωσαν την ποιητική συλλογή Της Κατοχής και του Στρατόπεδου την οποία είχε ήδη ετοιμάσει πριν πεθάνει, ενώ το 1995 ο γιος του Δημήτρης Σαραντάκος έγραψε το βιβλίο: Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ερατώ.
Ο Άχθος Αρούρης αγαπούσε ιδιαίτερα τη σάτιρα, τις παρωδίες και τις απομιμήσεις ύφους. Στα ποιήματά του, αν και διαφαίνονται οι επιδράσεις αριστερών ποιητών -κυρίως του Βάρναλη, τον οποίο αγαπούσε ιδιαίτερα- τόσο στη γλώσσα όσο στη στιχουργική και στη θεματολογία, ωστόσο η ιδιοφωνία του είναι εμφανής. Δανείζεται μεν στοιχεία από τη γλώσσα του λαού, όπως ο Βάρναλης ή ο Σκαρίμπας, την ίδια όμως στιγμή αγαπά τον Καβάφη (την αξία του οποίου διέκρινε από πολύ νωρίς) και χειρίζεται με άνεση λόγιες και αρχαΐζουσες εκφράσεις. Παραμένει, επίσης, πιστός στο μέτρο και τη ρίμα ώς το τέλος της ζωής του.
Πάντα αλληλέγγυος με τον λαό περιγράφει όλα τα πολιτικά γεγονότα από τη σκοπιά των απλών ανθρώπων, συνήθως αναφέροντας μια ιστορία από εκείνους που γνώρισε. Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα Της Κατοχής και του Στρατόπεδου, όπως και το σπαρακτικό εκείνο Του Πολυτεχνείου. Φαίνεται πως μετέφερε και στο χαρτί με απλότητα και χωρίς καμία στρυφνότητα του στίχου ή των νοημάτων του το φυσικό του ταλέντο να διηγείται ιστορίες. Μερικά από τα ποιήματά του τελειώνουν με φιλοσοφική διάθεση, ενώ άλλα έχουν απροσδόκητα σατιρική κατακλείδα (πολλά από αυτά ονομάστηκαν: Ψυχρολουσίες.)
Ο Νίκος Σαραντάκος, στενά δεμένος με τη γενέθλια, τραχιά μανιάτικη γη, διαλέγοντας (διόλου τυχαία) το ομηρικό ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης, που σημαίνει: «βάρος της γης», διέσχισε το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα μεταβαίνοντας στις τέσσερις άκρες της χώρας μας, συμμετέχοντας σε πολέμους και διώξεις, αγαπώντας το συνάνθρωπο και ριζώνοντας βαθιά στη γη, παλεύοντας για τις δικές του αρχές και τα οράματα, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη κάποιες ιστορίες της γης και των απλών ανθρώπων του τόπου.
Οι ιστορίες που ο παππούς Νίκος διηγήθηκε στο γιο του και στα εγγόνια του, δεν ξεχάστηκαν. Είναι εδώ, χάρις στο πείσμα των απογόνων του, και ίσως έχει φτάσει ο καιρός να τις διαβάσουμε και άλλοι.
Οι πληροφορίες του παρόντος άρθρου προέρχονται από το βιβλίο Ο Άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης, του γιου του Δημήτρη Σαραντάκου, εκδόσεις Ερατώ 1995, καθώς και από την ιστοσελίδα: https://www.sarantakos.com/axtos.html του συνονόματου εγγονού του, Νίκου Σαραντάκου.