Για τη νέα ταινία Παράλογος άνθρωπος
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Η ανατροφοδότηση μιας πετυχημένης συνταγής, που κάνει τις ταινίες του Γούντι Άλεν να μοιάζουν, δεν αποτελεί ρουτινιάρικη επανάληψη, αλλά το προτέρημα ενός ευφυούς σκηνοθέτη σε διαρκή άσκηση εγρήγορσης, που εδώ και πάνω από μισό αιώνα, ακούραστα γράφει και σκηνοθετεί συνεχώς ταινίες, ψυχαναλύοντας τον εαυτό του και αναλύοντας τον περίγυρό του. Το όνομά του ταυτίστηκε με το επίθετο που καθιέρωσε το στυλ του, δημιουργώντας σχολή. Ωστόσο, τα «γουντιαλενικά» γαϊτανάκια δεν παραμένουν ίδια. Σαν καλός μάγειρας, ο δημιουργός πειραματίζεται με τις λεπτές διακυμάνσεις των παραλλαγών που καταστρώνει με μαεστρία, πότε κόντρα στο αμερικανικό κινηματογραφικό κατεστημένο, λανσάροντας τον χαρακτήρα του διανοούμενου αντιήρωα που συνήθως ερμήνευε ο ίδιος και πότε προσαρμόζοντας τους κανόνες της αμερικάνικης κωμωδίας στα δικά του απαιτητικά μέτρα. Με το δαιμόνιο, σουρεαλιστικής κοπής, εβραϊκό χιούμορ του ξεπέρασε και τον σύγχρονό του Μελ Μπρουκς, τροφοδοτώντας με την τσεχωφική αύρα του Μπέργκμαν τις πιο μπερδεμένες ερωτικές ιστορίες, που γνώρισε ποτέ το σινεμά.
Περιορίζοντας το νοσταλγικό ρομαντισμό της προηγούμενης ταινίας του Μαγεία στο σεληνόφως (2014), στη νέα του ταινία Παράλογος άνθρωπος, ο Γούντι Άλεν ανακατεύει στο σκηνοθετικό του μπλέντερ το ηθικό δίλημμα του Match Point (2005), με μεγαλύτερη δόση ειρωνείας και λιγότερη δράματος, μαζί με το απολαυστικό Μυστηριώδεις Φόνοι στο Μανχάταν (1993), ενισχυμένο με μπόλικο σαρκασμό.
Ο σαραντάρης Έιμπ (Χοακίν Φίνιξ), καθηγητής φιλοσοφίας σε υπαρξιακό τέλμα στα πρόθυρα αλκοολισμού, προκαλεί με φράσεις όπως «η φιλοσοφία είναι λεκτικός αυνανισμός» ή «το υπαρξιακό άγχος είναι η ζάλη της ελευθερίας». Η κυνικότητα, η ελευθεριότητα και η ακαταμάχητη γοητεία της φήμης ενός πρώην ακτιβιστή και νυν σκεπτικιστή διανοούμενου εντυπωσιάζουν την φοιτήτριά του Τζιλ (Έμα Στόουν), που απολαμβάνει τους πνευματώδεις λεκτικούς διαξιφισμούς μαζί του, κυριευμένη από ερωτική έλξη. Μια συζήτηση σε ένα καφέ, που τυχαία πέφτει στην αντίληψή τους, πυροδοτεί λυτρωτικά τις απόψεις περί απόδοσης δικαιοσύνης του Έιμπ, ανατρέποντας το σκηνικό.
Παραμερίζοντας τις θυελλώδεις σχέσεις έρωτα και απιστίας, ο Γούντι Άλεν επικεντρώνεται στους φιλοσοφικούς στοχασμούς των λογοτεχνικών του αναφορών, όπως το Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, που σε μετάφραση Χάνα Άρεντ αποτελεί και ανάγνωσμα του πρωταγωνιστή στην ταινία, επαναφέροντας την ηθική θεματική από το Όνειρο της Κασσάνδρας (2007). Ως άλλος Ρασκόλνικοφ, που ταλανίζεται υπαρξιακά για το αν είναι κοινός εγκληματίας, επειδή διέπραξε φόνο διαμαρτυρόμενος για την κοινωνική αδικία, ο Έιμπ -εβραϊκό όνομα βιβλικής σημασίας- διερωτάται αν η άμεση απόδοση δικαιοσύνης μέχρι και το φόνο θα βελτίωνε την κοινωνία. Ποιος όμως θα είναι ο υπέρτατος κριτής; Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Ηθικά διλήμματα που θέτουν οι ολοκληρωμένοι δραματουργικά χαρακτήρες, σχολιάζοντας υπαρξιστές φιλόσοφους (Κίρκεγκωρ / Χάιντεγκερ) και κορυφαίους λογοτέχνες.
Στα όρια ενός μακάβριου χιτσκοκικού σαρκασμού, το δίπολο τραγικό/κωμικό προσδίδει εύστροφα κωμική διάσταση και σασπένς στην ηθική διάσταση ενός φόνου. Δαμάζοντας τις επιμέρους λεπτομέρειες, αποσπά εξαιρετικές ερμηνείες, με την Έμα Στόουν να αναδεικνύεται σε νέα μούσα του. Την παράσταση ωστόσο κλέβει ο Χοακίν Φίνιξ, με τον φιλήδονο σωματότυπο του απελπισμένου που έχει χάσει το ενδιαφέρον ακόμα και για σεξ, ενώ το σκοτεινό του βλέμμα ταυτίζεται με την ψυχική άβυσσο του χαρακτήρα που ενσαρκώνει. Δίχως εξεζητημένες γωνίες λήψης, η σκηνοθεσία υποτάσσεται στη σεναριακή δομή. Οι πρωταγωνιστές, που τοποθετούνται για άλλη μια φορά σε μεσοαστικό περιβάλλον, εμφανίζονται τακτικά ανά δυο στο κάδρο, ενισχύοντας τη διαλεκτική των φορτισμένων διαλόγων με την επιχειρηματολογία των φιλοσοφικών αντιθέσεων. Ο ψυχισμός του βυθισμένου σε σκοτεινές σκέψεις καθηγητή γίνεται αισθητός, όταν αγναντεύει τη θάλασσα, συνθέτοντας, όπως και στο Όνειρο της Κασσάνδρας, ένα μοτίβο ψυχολογικής φόρτισης του φυσικού τοπίου, που συναντάται σε πίνακες του γερμανικού ρομαντισμού.
Πιστός στο χολιγουντιανό μοντέλο που εμπλούτισε, ο Γούντι Άλεν βασίστηκε στο σινεμά του είδους, σκηνοθετώντας κωμωδίες, μελοδράματα και αστυνομικά. Στον Παράλογο Άνθρωπο, χαρακτηριστικά δάνεια των φιλμ νουάρ αποτελούν η εκτός κάδρου αφήγηση, πότε της φοιτήτριας και πότε του καθηγητή, αποφορτίζοντας τη βαρύτητα του εγκλήματος, καθώς και η μακάβρια αναφορά σε θανατηφόρα δηλητήρια. Οι φελινικές αναφορές στον κόσμο του τσίρκου συνοψίζονται στους παραμορφωτικούς καθρέφτες ενός λούνα παρκ, ενώ στα αναγνωρίσιμα γουντιαλενικά μοτίβα συγκαταλέγεται και η μπεργκμανική εμμονή στη χρήση Μπαχ. Το δραματικό πιανιστικό Πρελούδιο και φούγκα νούμερο 2, σε ντο ελάσσονα, προμηνύει δραματική εξέλιξη (Μελίντα και Μελίντα /2004), ενώ σε ρομαντικές σκηνές, φορτίζει με σαρκασμό το ηθικό δίλημμα του ζευγαριού.
Στον Παράλογο Άνθρωπο, ο Γούντι Άλεν αφήνει τα λατρεμένα του ρετρό σουίνγκ και επιλέγει για πρώτη φορά, πριν ογδονταρίσει, την ξέφρενη μουσική της δικής του νεότητας, στα μέσα του ’60. Οι κεφάτοι γκρούβι ρυθμοί του τζαζ πιανίστα Ράμσεϊ Λιούις αποτελούν το ιδανικό μουσικό μοτίβο του Έιμπ, προσδίνοντας σαρκαστική πινελιά στην ηθικά αμφιλεγόμενη επιλογή του, ενισχύοντας τον τόνο μαύρου χιούμορ, κάτι που κάνει τον εμπνευσμένο σκηνοθέτη να ξεχωρίζει, αφού, παρά το ξεστράτισμα από τον αρχικό σουρεαλιστικό προσανατολισμό προς συντηρητικές ατραπούς, αναμφισβήτητα παραμένει μοναδικά ταλαντούχος.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου ([email protected])