Δείτε: μέρος α’ μέρος β’ μέρος γ’ μέρος δ’ μέρος ε’ μέρος στ’ μέρος ζ’ μέρος η’ μέρος θ‘ μέρος ι’ μέρος ια’
Πετάω πάνω από τον Σχοινιά, μαλακά, με πολύ ελαφριές αναταράξεις. Δεν ξέρω πού να πρωτοκοιτάξω. Από κάτω μου απλώνεται το μακρόστενο πευκοδάσος και η μεγάλη αμμουδιά. Δεξιά απλώνεται η θάλασσα με τις υπέροχες αποχρώσεις του γαλάζιου και του πράσινου και αριστερά το ίσωμα που κάποτε ήταν σκέτα έλη και τώρα, μετά από αποξηράνσεις και επιχωματώσεις έχει σκόρπια σπίτια. Πίσω είναι ένας μεγάλος ασφαλτόδρομος, πολύ πλατύτερος από τους κανονικούς, σε απόλυτη ευθεία, με απότομη αρχή και εξίσου απότομο τέλος μέσα στην άδενδρη γη. Φτάνοντας στην άκρη του δάσους που είναι τα βράχια σε σχήμα χερσονήσου βλέπω καλύτερα την άλλη πλευρά, αλλά παίρνω πολύ αργά τη στροφή, περνάω πάνω από τον οικισμό Σούλι και σιγά-σιγά βλέπω στο βάθος τη Νέα Μάκρη και δεξιά το βουνό που ανεβαίνεις πηγαίνοντας από το Μαραθώνα στο Γραμματικό και τον Βαρνάβα. Και μετά, κάνω ξανά τον ίδιο κύκλο, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε φορές, χάνω το μέτρημα, αλλά έχω χαλαρώσει, νιώθω κιόλας άνετα και το διασκεδάζω. Βγαίνω λίγο πιο έξω προς τη θάλασσα και μεγαλώνω τον κύκλο, αλλά δεν πάω προς τα βουνά, προς την κορυφή που είναι η αεροπορική βάση και το ραντάρ, ούτε προς τη Νέα Μάκρη που είναι η αμερικάνικη βάση. Μόνο προς τη θάλασσα και όχι προς τις πυκνοκατοικημένες περιοχές. Είναι υπέροχα, το απολαμβάνω, ξαναβρίσκω τη φωνή μου κι αρχίζω να ρωτάω, τι είναι αυτό το καντράν, με πόσα χιλιόμετρα πηγαίνουμε, έχουμε αρκετά καύσιμα, πότε πέφτει ένα τέτοιο αεροπλάνο και άλλα παρόμοια.
Μετά, λέω στον συγκυβερνήτη, δηλαδή στον εκπαιδευτή, ότι θέλω να αφήσω το πηδάλιο για να τραβήξω μερικές φωτογραφίες, το αεροδρόμιο και όλη τη γύρω περιοχή με τον κάμπο, το δάσος και την αμμουδιά μέχρι τα βράχια. Σε παρακαλώ, κάνε κύκλους ώστε να τραβήξω απ’ όλες τις μεριές και ύστερα, αν δεν με έχεις φοβηθεί, θα ξαναπάρω το πηδάλιο γιατί πολύ μου αρέσει να κάνω τον πιλότο. Τράβηξα δύο φιλμ, κάπου 70 φωτογραφίες και στη συνέχεια, ξανάπιασα το πηδάλιο, με περισσότερη άνεση.
Ωραία, μου λέει κάποια στιγμή ο συγκυβερνήτης. Έκανες τη δουλειά σου, δοκίμασες και τις πτητικές σου ικανότητες, ήρθε η ώρα να το κατεβάσουμε. Θα κάνεις και την προσγείωση τώρα που πήρες το κολάι; Είναι πιο δύσκολη από την απογείωση που απλά σηκώνεις το σκάφος μόλις αναπτύξει την απαραίτητη ταχύτητα και φροντίζεις να ανεβαίνεις νοητά σαν να ακολουθείς μια γραμμή περίπου στις 90ο, σχηματίζοντας τη γωνία που είχαν τα τρίγωνα που είχαμε στο σχολείο για τη γεωμετρία. Δάσκαλε, μην σε πάρω στο λαιμό μου, τι μου φταις εσύ; Ακολούθα τις οδηγίες μου και μην φοβάσαι, μου απάντησε. Τα καταφέρνεις μια χαρά. Σαν να το έχεις κάνει πολλές φορές. Δεν σε φοβάμαι. Αν χρειαστεί θα σου πάρω αμέσως τον έλεγχο και δεν θα πάθουμε τίποτα. Το σκαφάκι μας είναι πιστό και πολύ υπάκουο, δεν κάνει τρέλες ούτε νάζια. Μόνο όταν φυσάει δυσκολεύουν όλα και βασικά από την ώρα που οι ρόδες πατάνε στο έδαφος. Ένας δυνατός αέρας μπορεί από το να σε βγάλει από το διάδρομο μέχρι να σε τουμπάρει εν κινήσει και να σε κάνει φύλλο και φτερό. Σήμερα, είναι πολύ ασθενής ο άνεμος, όχι μόνο κάτω στη θάλασσα, αλλά και στο ύψος που πετάμε εμείς, στα 500 ή 600 μέτρα πάνω από την επιφάνειά της. Ναι, αλλά συ μου έλεγες, όταν έσβησες τη μηχανή την ώρα που πετάγαμε και το σκάφος συνέχισε να πηγαίνει χωρίς να χάνει αισθητά ύψος ότι κρατιέται πάνω στα κύματα του ανέμου, άρα έχει αέρα. Πάντα έχει κύματα του αέρα, πολλά στρώματα, αόρατα, ακόμα κι όταν δεν κινούνται με τρόπο που τα αντιλαμβανόμαστε. Το μικρό αεροσκάφος που είναι ελαφρύ ακουμπάει πάνω σ’ αυτά τα στρώματα, που αν έλειπαν ή αν το σκάφος είναι πολύ μεγάλο και βαρύ, σαν τα τζετ, μόλις σβήσει η μηχανή του για οποιαδήποτε αιτία, χάνει αμέσως ύψος και βουτάει γρήγορα και απότομα προς τα κάτω, ενώ το Τσέσνα υπό ομαλές συνθήκες αν μείνει μηχανικά μπορεί να συνεχίσει την πορεία του χάνοντας ύψος σταδιακά, που σημαίνει ότι μπορείς ακόμα και να το προσγειώσεις σαν ανεμόπτερο εάν είσαι τυχερός και βρεις το κατάλληλο ίσωμα στο έδαφος. Το βασικότερο, τώρα, είναι να αρχίσεις να χάνεις ύψος έχοντας τοποθετηθεί σε μια νοητή ευθεία με τον αεροδιάδρομο, αλλιώς δεν θα μπορέσεις να το προσγειώσεις. Εντάξει, του είπα, δίνε μου οδηγίες να το προσπαθήσω. Κάνε μια πιο ανοιχτή και μακρινή τελευταία στροφή ώστε να έχεις άπλα για να δεις από απόσταση το διάδρομο προσγείωσης μπροστά σου μόλις ολοκληρώσεις το ημικύκλιο. Βάλε σαν σημάδι καθώς θα πλησιάζεις από τη μεριά της θάλασσας να βλέπεις το πευκοδάσος στα δεξιά και την άπλα στα αριστερά. Κι όσο χαμηλώνεις και πλησιάζεις τόσο θα κόβεις προσεκτικά ταχύτητα, ούτε πολύ γρήγορα ούτε πολύ αργά. Εξάλλου θα σε οδηγεί αυτό που βλέπεις κι αυτό που νιώθεις.
Τον άκουγα με όλες μου τις αισθήσεις σε υπερένταση, αλλά ένιωθα κιόλας ότι θα μπορέσω. Έτρεμα λίγο, αλλά δεν φοβόμουν. Έκανα μια μεγάλη ανοιχτή στροφή, βγήκα από τον κόλπο και έστριψα αρκετά καλά, αλλά δεν άλλαξα ύψος γιατί δεν ήθελα να αποπειραθώ την κατάβαση με την πρώτη. Ήθελα πρώτα να βρω την ευθεία μου. Είδα ότι πετούσα από πάνω και κατά μήκος του διαδρόμου, σωστά δηλαδή, έφτασα μέχρι το τέλος του και πήρα ξανά τη στροφή αποφασισμένος να το κατεβάσω τη δεύτερη φορά. Έριχνα κλεφτές ματιές και στον «συγκυβερνήτη» μου για να σιγουρεύομαι ότι είναι ψύχραιμος με μένα και έκανα αυτό που έπρεπε. Όταν πετάς ακόμα και σε χαμηλό ύψος μερικών εκατοντάδων μέτρων, όλα μικραίνουν. Από πάνω, το πευκοδάσος μοιάζει με μεγάλο κήπο, η θάλασσα στον κόλπο σαν λίμνη, τα αυτοκίνητα σαν μινιατούρες και οι άνθρωποι σαν κινούμενες τελίτσες. Καθώς αρχίζεις να κατεβαίνεις, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, όλα τα μικρά μεγεθύνονται γρήγορα, γίνονται ευδιάκριτα και όσο πλησιάζεις στο έδαφος σου φαίνονται απειλητικά, ότι αν δεν τα αποφύγεις θα σε τρακάρουνε.
Φτάνοντας στην αρχή του διαδρόμου οι σφυγμοί μου επιταχύνονταν ανεξέλεγκτα και δεν είχα πια καθόλου περιθώρια να σκεφτώ οτιδήποτε. Οι ρόδες είναι έτσι κι αλλιώς στη θέση τους, φιξ, δεν είναι όπως στα μεγάλα αεροπλάνα που βγαίνουν όταν αρχίζει η κάθοδος, η ταχύτητα με την οποία κινείται το σκάφος γίνεται αντιληπτή, ενώ στον αέρα πολύ λιγότερο, γιατί έχεις πολύ κοντά σου τον αεροδιάδρομο και ασυναίσθητα την υπολογίζεις όπως και στο αυτοκίνητο, και ο φόβος του ύψους αντικαθίσταται ραγδαία από το φόβο της άτσαλης πρόσκρουσης αντί της ομαλής προσγείωσης. Τελικά, μόλις διανύσαμε μερικές δεκάδες μέτρα τρέχοντας πλέον με τις ρόδες πάνω στην άσφαλτο του διαδρόμου, μια ψυχική ευφορία που περίμενε στο πίσω μέρος του εγκεφάλου μου με πλημμύρισε και πανηγύριζα μέσα μου πριν ακόμα σταματήσουμε εντελώς. Με τη βοήθεια των ανέμων, των πνευμάτων και, κυρίως, του «συγκυβερνήτη» μου, τα είχα καταφέρει. Να απογειώσω το αεροπλάνο, να το πετάξω για αρκετή ώρα και να το προσγειώσω χωρίς απώλειες. Είχα πάρει το βάπτισμα του ουρανού.
Ένα παραθαλάσσιο φεστιβάλ
Είχα την ιδέα αυτή από χρόνια. Από το Γούντστοκ, το 1969. Να γίνει ένα μεγάλο φεστιβάλ, παγκόσμιας εμβέλειας, στην Ελλάδα. Σε μία τοποθεσία καλύτερη από το μέρος που έγινε το Γούντστοκ, χωρίς αχρείαστη ταλαιπωρία, δίπλα στη θάλασσα και όχι σε λάκκους με νερό, με πολύ πράσινο και με εξαιρετικές καιρικές συνθήκες χωρίς βροχές, λάσπη και κρύο. Να είναι όλα όμορφα. Με καλλιτέχνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό και με ένα καλό σκοπό. Κι όπου πήγαινα, για οποιοδήποτε σκοπό, έχοντας πάντα κατά νου αυτό το σχέδιο, ανίχνευα τους χώρους, την καταλληλότητά τους για ένα τέτοιο γεγονός. Χωρίς να το εξομολογούμαι σε κανέναν. Και ό,τι και να έκανα, βολιδοσκοπούσα τους ανθρώπους και τις καταστάσεις ψάχνοντας για την ευκαιρία, για τη ρωγμή μέσα από την οποία θα μπορούσα να υλοποιήσω το μεγάλο μου σχέδιο.
Η ευκαιρία αυτή παρουσιάστηκε είκοσι χρόνια αργότερα. Είχα ήδη κάνει πολλά πράγματα που δεν είχαν περάσει απαρατήρητα και αυτό μου έδινε τη δυνατότητα να προτείνω και να διαπραγματευτώ οτιδήποτε καλό μου ερχόταν στο κεφάλι. Ήταν και η εποχή καλή, δεν είχε ακόμα μπαχαλοποιηθεί. Εντωμεταξύ, είχα βρει και το μέρος. Το τέλειο μέρος! Το αεροδρόμιο που υπήρχε στο Σχοινιά, του Μαραθώνα. Μια έκταση πολλών στρεμμάτων, πολύ κοντά στην Αθήνα, παραθαλάσσια, με απέραντους χώρους, οριοθετημένη, όχι μόνο για συναυλίες και άλλες παράλληλες εκδηλώσεις, αλλά και για κάθε τι βοηθητικό και απαραίτητο. Κυρίως, για υπαίθρια διανυκτέρευση και για πάρκινγκ αυτοκινήτων, μοτοσικλετών και ποδηλάτων. Με ελεύθερο δάσος από υπέροχα πεύκα, για την ακρίβεια σπάνιες κουκουναριές, και μια παραλία χιλιομέτρων με μεγάλη παχιά αμμουδιά και πεντακάθαρη και ακίνδυνη θάλασσα. Και επί πλέον, σε ένα χώρο με παγκόσμια φήμη, ακριβώς στο σημείο που έγινε η περίφημη μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.Χ.
Ήξερα πολύ καλά την περιοχή. Την είχα περπατήσει και εξερευνήσει πολλές φορές. Η πρώτη φορά ήταν τον Αύγουστο του 1963, όταν πραγματοποιήθηκε εκεί το «Τζάμπορι», η παγκόσμια συνάντηση των προσκόπων με τη συμμετοχή 14.000 νέων από 85 χώρες. Ήμουν πολύ νέος και χωρίς βαθμό για να επιλεγώ να συμμετέχω στη διοργάνωση, αλλά είχα το δικαίωμα να παραβρίσκομαι σαν επισκέπτης. Ήταν ένα πελώριο κάμπινγκ με αμέτρητες δράσεις που δεν τις είχα ξαναδεί. Κι εκεί εξάσκησα τα αγγλικά που μάθαινα, γνώρισα πάρα πολλά παιδιά κάθε εθνικότητας και έμαθα πράγματα, απλά τα περισσότερα, που δεν ήξερα ότι υπάρχουν. Για παράδειγμα, τα παιδιά από τις πλούσιες χώρες της Δύσης είχαν σλίπινγκ μπακ που ήταν άγνωστα σε μας, ενώ τα παιδιά από τις πιο φτωχές χώρες κουβαλούσαν κουβέρτες. Οι σκηνές τους ήταν επίσης ελαφριές και χάι-τεκ, αλλά και τα φανάρια τους, οι φωτογραφικές τους μηχανές, μέχρι και τα ανοιχτήρια των κονσερβών μού είχαν τραβήξει την προσοχή. Ευτυχώς, φεύγοντας μας άφησαν κάποια χρήσιμα πράγματα που τους ήταν περιττό φορτίο να τα κουβαλάνε πίσω, με χαμηλή αξία γι’ αυτούς αλλά υψηλή χρησιμότητα για μας που είχαμε πρωτόγονο εξοπλισμό. Με την πολύ δυνατή ανάμνηση αυτής της για μένα συναρπαστικής διοργάνωσης καταχωρήθηκε στο μυαλό μου ο χώρος του Μαραθώνα. Μάλιστα, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε γράψει ένα κομμάτι τύπου μαρς για το «Τζάμπορι» και μαζί με τον Νίκο Γκάτσο το αποχαιρετιστήριο «Τραγούδι της φωτιάς» που το είχε ερμηνεύσει η Παιδική Χορωδία των Ανακτόρων, μάλλον επειδή ο βασιλιάς θεωρείτο αρχηγός των προσκόπων επί τιμή, όπως μου το θύμισε ο συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης.
Μέσα στις κουκουναριές
Μετά από δύο χρόνια, η ομάδα των προσκόπων που ανήκα, η 3η Άρεως, με έδρα στο ευρύχωρο υπόγειο του Η΄ Γυμνασίου που ήμουν μαθητής, διάλεξε τον Σχοινιά για την καλοκαιρινή μας κατασκήνωση. Περάσαμε καταπληκτικά. Ο Σχοινιάς ήταν τότε έρημος, μόνο τις Κυριακές μαζευόταν λίγος κόσμος από τις γύρω περιοχές για μπάνιο. Είχε μία ή δύο μικρές ταβέρνες και τίποτα άλλο. Πίσω από το δάσος, προς τα ενδότερα ήταν στρατιωτική περιοχή με μια πολύ υψηλή κεραία και υπήρχαν τριγύρω λίγα σπίτια διάσπαρτα. Εμείς, όμως, εξερευνούσαμε όλη την περιοχή και καταγράφαμε ως μέρος της εκπαίδευσής μας όλα τα στοιχεία που υπήρχαν, τα μονοπάτια, τις παγίδες, τα δέντρα, τους θάμνους, τα λουλούδια κ.λπ. Ζούσαμε σε σκηνές, μαγειρεύαμε, είχαμε δημιουργήσει χώρους για αθλητικές δράσεις και εξοικειωθήκαμε άριστα μ’ αυτό τον παράδεισο, που στα χρόνια που ακολούθησαν καταπατήθηκε άγρια. Μεγαλώνοντας και γνωρίζοντας τα κατατόπια, πήγαινα αρκετά συχνά στον Σχοινιά με παρέες για μπάνιο και φαγητό. Και μετά το 1969, που είχα τη φαεινή ιδέα για το Φεστιβάλ, κάθε φορά που εξέταζα κάποιο άλλο χώρο, πάντα κατέληγα στο συμπέρασμα ότι ο Σχοινιάς ήταν ο ιδανικότερος τόπος. Η εμπειρία από τη συμμετοχή μας στη διοργάνωση για το «Πάρτι στη Βουλιαγμένη» ήταν πολύ χρήσιμη, γιατί το εγχείρημα, αν και πιο περιορισμένο, ανέδειξε πολλά από τα σημεία που έπρεπε κανείς να προσέξει σ’ αυτού του είδους τις ανοιχτές και παραθαλάσσιες μαζώξεις μεγάλου αριθμού ανθρώπων.
Μέχρι το 1988, είχαμε σαν ομάδα πραγματοποιήσει εκατοντάδες συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, σε εύκολους και δύσκολους χώρους και με πάρα πολλούς ανθρώπους, και είχαμε σφυρηλατηθεί με τα πάσης φύσεως προβλήματα που ανέκυπταν και έπρεπε να επιλύονται άμεσα και επιτόπου. Ήμασταν, δηλαδή, έτοιμοι για το μεγαλύτερο άλμα.
Τότε, λοιπόν, βρήκα τις άκρες, άρχισα τις συνεννοήσεις με τους αρμόδιους και πήγα στο αεροδρόμιο που το είχα σταμπάρει από χρόνια για να δω τα κατατόπια από μέσα. Ο υπεύθυνος ήταν πολύ φιλικός και εξυπηρετικός. Και του άρεσε πολύ η ιδέα μου. Το περπάτησα πέρα δώθε, αλλά ήταν απέραντο. Ο διάδρομος πρέπει να είχε δυο χιλιόμετρα μήκος, ίσως και παραπάνω. Είναι ακριβώς εκεί που για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων κατάργησαν το αεροδρόμιο, κατέσκαψαν το χώρο και δημιούργησαν το κωπηλατοδρόμιο. Προσωπικό μόνιμο δεν θυμάμαι να υπήρχε, γιατί το αεροδρόμιο είχε ένα εφεδρικό χαρακτήρα, για να χρησιμοποιηθεί από την αεροπορία στρατού σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Και το αξιοποιούσε η Αερολέσχη, με ένα-δυο μικρά, μονοκινητήρια εκπαιδευτικά Τσέσνα με τα οποία εκπαιδεύονταν οι υποψήφιοι χομπίστες πιλότοι. Χρειαζόμουν φωτογραφίες όλης της περιοχής για το σχεδιασμό, αλλά στο γραφείο του αεροδρομίου δεν υπήρχαν. Έπρεπε να απευθυνθώ στην Αεροπορία Στρατού, πράγμα που το έκανα, γιατί δεν επιτρεπόταν η φωτογράφιση λόγω των στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Έτσι κι αλλιώς χωρίς την άδεια τους δεν θα μπορούσαμε να πάρουμε το χώρο για μερικές μέρες. Δεν είχαν αντίρρηση και μου υποσχέθηκαν ότι θα μου βγάλουν φωτογραφίες που θα είναι ελεγμένες απ’ αυτούς, αλλά αυτό δεν θα γινόταν αμέσως. Κι εγώ ανυπομονούσα. Τότε, κάτω από την πίεση του χρόνου και την αγωνία μου, ζήτησα βοήθεια από τον διευθυντή του αεροδρομίου ο οποίος με σύστησε στον εκπαιδευτή της Αερολέσχης και ο οποίος για να με εξυπηρετήσει μου πρότεινε να πετάξουμε με το Τσέσνα για να βγάλω εγώ μερικές φωτογραφίες που δεν θα τις κοινοποιήσω πουθενά, μόνο για δική μου χρήση, μέχρι να μας δώσει η αεροπορία το δικό της υλικό. Δεν υπήρχε ακόμα το google map. Κι έτσι άρχισα να πετάω στα ουράνια.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
(συνεχίζεται)
Για τον Γιώργο Μητσάκη
Ο Γιώργος Μητσάκης έχει γράψει μερικές απ’ τις ωραιότερες μελωδίες στα 40 χρόνια που είναι μουσικός και πράγμα σπάνιο για το ρεμπέτικο τραγούδι, έχει γράψει τους στίχους όλων των τραγουδιών του ο ίδιος. Και τι στίχοι, όμως! Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι συνολικά η στιχουργική προσφορά του Μητσάκη είναι η σημαντικότερη σ’ όλο το ρεμπέτικο τραγούδι και πιστεύω, μαζί μ’ όλα τα άλλα, ότι είναι και ο πιο αξιόλογος στιχουργός του ρεμπέτικου. Δεν Θέλω, ούτε είμαι σε θέση, να αμφισβητήσω την προσφορά των στιχουργών της εποχής, του Λελάκη, του Μάθεση, του Βασιλειάδη και μερικών ακόμη της προπολεμικής και της αμέσως μετά τον πόλεμο εποχής. Τώρα, κι εγώ, σιγά-σιγά, ανακαλύπτω τη σημασία, την ειλικρίνεια, την αμεσότητα και την αλήθεια που έκρυβαν ακόμη και οι πιο απλοϊκοί στίχοι του ρεμπέτικου, ακόμα κι όταν δεν είχαν τίποτα το «ποιητικό». Όμως, πιστεύω –κι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα– ότι, τουλάχιστον μέχρι την εμφάνιση του Κολοκοτρώνη, του Βίρβου και των άλλων στιχουργών της γενιάς του 1950, οι στίχοι σε μεγάλο βαθμό ήταν υπόθεση των ίδιων των συνθετών. Αυτοί έπαιρναν από δω κι από κει, έκοβαν, έραβαν, διόρθωναν, έκλεβαν αν θέλετε. Και εν πάση περιπτώσει, για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: δεν υπάρχει στιχουργός με ταλέντο σαν του Βαμβακάρη ή του Τσιτσάνη ή του Χατζηχρήστου. Κι αν υπάρχει δεν τον ξέρουμε ακόμη.
(από το εισαγωγικό σημείωμα του Γιώργου Κοντογιάννη στη μακροσκελή συνέντευξη του Γιώργου Μητσάκη, ντέφι τ. 8)