Το νομοσχέδιο της υπουργού Παιδείας, Ν. Κεραμέως για τα ΑΕΙ με τίτλο: «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και λοιπές διατάξεις» αποτελεί ένα νομοθετικό έκτρωμα που σκοπό και στόχο έχει να διαλύσει και να αλλάξει προς το χειρότερο το Δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Τα ΑΕΙ με αυτό το νομοσχέδιο γίνεται προσπάθεια να μετατραπούν σε μια επιχείρηση που θα λειτουργούν, όχι στην υπηρεσία της ελληνικής κοινωνίας, αλλά προς το όφελος της αγοράς και των ελίτ, εγχώριων και ξένων. Ένα πανεπιστήμιο-επιχείρηση που η λειτουργία του θα ελέγχεται από πλήθος σωφρονιστικών διατάξεων, που θα διοικείται από έναν μάνατζερ, την ολιγαρχική δομή του Συμβουλίου Διοίκησης και τον εκάστοτε υπουργό Παιδείας. Το ελληνικό πανεπιστήμιο όπως υπάρχει ακόμα ενοχλεί. Γιατί μπορεί να αποτελέσει ένα μεγάλο πεδίο επιχειρηματικής κερδοφορίας και αυτό εμποδίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις υπάρχουσες δομές του αλλά και γιατί αποτελεί έναν από τους λίγους χώρους αντίστασης στα αντιλαϊκά και αντικοινωνικά σχέδια της κάθε κυβέρνησης.
Και βέβαια το έδαφος κατάθεσης αυτού του νομοσχεδίου προετοιμάστηκε κατάλληλα μέσα από τη συνεχή συκοφάντηση του ελληνικού πανεπιστημίου και των φοιτητών από τα επίσημα καλοταϊσμένα ΜΜΕ και διάφορα κυβερνητικά χείλη, και, το τελευταίο διάστημα, από την οργανωμένη κυβερνητική προβοκάτσια που στήθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης γύρω από το ζήτημα της βιβλιοθήκης και έβαλε τα ΜΑΤ μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου σε καθημερινή βάση και δικαιολόγησε την «ανάγκη» της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας. Όμως αυτή είναι η μηχανική της κυβερνητικής εξουσίας: Να στηθεί ένα τρομολαγνικό θέαμα ώστε να γίνει μπορετό να περάσουν οι μεταρρυθμίσεις, και από κοντά τα ΜΑΤ και η Πανεπιστημιακή Αστυνομία γιατί «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».
Πιο συγκεκριμένα με το νομοσχέδιο: α) Καταργείται το αυτοδιοίκητο των ελληνικών πανεπιστημίων – που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο. Αυτό γίνεται μέσω της δημιουργίας των Συμβουλίων Διοίκησης. Με το νομοσχέδιο καταργούνται οι πρυτανικές εκλογές και το Συμβούλιο Διοίκησης διορίζει Πρύτανη, Αντιπρυτάνεις και Κοσμήτορες. Ακόμα καταργείται στην πράξη η Σύγκλητος αφού το Συμβούλιο Διοίκησης απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των αρμοδιοτήτων της. Επίσης καταργούνται και οι φοιτητικές παρατάξεις με τις αλλαγές στον τρόπο εκλογής των εκπροσώπων των φοιτητών β) Επί της ουσίας το ελληνικό πανεπιστήμιο γίνεται προσπάθεια να μετατραπεί σε επιχείρηση παροχής εκπαίδευσης με μια σειρά διατάξεων όπως: η θεσμοθέτηση της θέσης του εκτελεστικού διευθυντή (όπως στις επιχειρήσεις ο μάνατζερ ή ο CEO), η εισαγωγή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών αλλά και σε διαφορά άλλα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα που θα μπορούν να δημιουργηθούν. Πέρα από όλα τα υπόλοιπα, άμεση συνέπεια αυτής της περαιτέρω επιχειρηματικοποίησης των ΑΕΙ είναι και η περαιτέρω υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών αλλά και άλλων που δεν θεωρούνται αρκούντως κερδοφόρες. γ) Καταργείται το ενιαίο πτυχίο και τα επαγγελματικά δικαιώματα. Η δημιουργία πτυχιούχων πολλαπλών ταχυτήτων, η αναγνώριση άνευ προϋποθέσεων των πτυχίων των ξένων ιδρυμάτων και η ισοτίμηση των πτυχίων των κολλεγίων, στην πράξη, εξαϋλώνουν τα όποια επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων των ελληνικών πανεπιστημίων. δ) Εισάγονται στο πανεπιστήμιο ελαστικές σχέσεις εργασίες για τα μέλη ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΕΕΠ και το διοικητικό προσωπικό των ΑΕΙ.
Όλα τα παραπάνω κάνουν το νομοσχέδιο της υπουργού Παιδείας και της κυβέρνησης Μητσοτάκη ένα επικίνδυνο νομοσχέδιο για τα ελληνικά πανεπιστήμια. Είναι ανάγκη να δημιουργηθεί ένα πλατύ μέτωπο της πανεπιστημιακής κοινότητας και της ελληνικής κοινωνίας για να αποσυρθεί αυτό το νομοσχέδιο. Γιατί το ελληνικό πανεπιστήμιο και η παιδεία είναι υπόθεση όλων μας.
«Άμεση απόσυρση του νομοσχεδίου και έναρξη ουσιαστικού διαλόγου»
Απόφαση Γενικής Συνέλευσης Συλλόγου ΔΕΠ Φιλοσοφικής Σχολής ΕΚΠΑ
Την Πέμπτη 9 Ιουνίου η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Μελών ΔΕΠ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ συζήτησε για το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας. Δημοσιεύουμε αποσπάσματα της απόφασης του συλλόγου:
«[…] Με το σχέδιο νόμου του ΥΠΑΙΘ επιχειρείται ουσιαστικά η διάλυση του δημόσιου Πανεπιστημίου στην Ελλάδα. H θέσπιση νέων, “κινητών” και “ευέλικτων” προγραμμάτων σπουδών, και η παράλληλη ουσιαστική κατάργηση των τμημάτων, δημιουργεί ένα εκπαιδευτικό πεδίο που ελάχιστη σχέση έχει με τα προαπαιτούμενα της ανώτατης εκπαίδευσης και με το ρόλο των ΑΕΙ όπως τα υπηρετούμε μέχρι σήμερα.
Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας επιχειρεί να επιβάλει ένα ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που θα ελέγχονται και θα εξαρτώνται από τον εκάστοτε υπουργό. Γνωστικά πεδία και τμήματα θα καταργούνται ή θα συγχωνεύονται αυθαίρετα, κατατείνοντας σε μια εκπαίδευση χαμηλών –και εσαεί ανανεούμενων– δεξιοτήτων, που θα οδηγεί σε επισφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες σχέσεις εργασίας. Το σχέδιο νόμου επιχειρεί να αποσυνδέσει τα πτυχία από τα επαγγελματικά τους δικαιώματα, αντικαθιστώντας τα με πιστοποιητικά χαμηλής αξίας.
Το νομοσχέδιο αυτό, 400 και πλέον σελίδων, καταργεί το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ καθώς για την κατάργηση, κατάτμηση, δημιουργία και συγχώνευση τμημάτων και σχολών απαιτείται μόνο Υπουργική απόφαση χωρίς πρόταση του Τμήματος και σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου (άρθρο 21).
Για τις μεταπτυχιακές σπουδές προωθούνται η θέσπιση διδάκτρων παντού, η δυνατότητα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και η κατάργηση των εναπομεινάντων δωρεάν προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών. Παράλληλα εισάγονται ελαστικές σχέσεις εργασίας για τα μέλη ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΕΕΠ και το διοικητικό προσωπικό των ΑΕΙ, ενώ για τα μέλη ΔΕΠ επιχειρείται ανάμεσα σε άλλα η υπονόμευση της βαθμίδας του επίκουρου καθηγητή, με την κατάργηση της μονιμότητας, κάτι που οδηγεί σε αλήστου μνήμης καταστάσεις του παρελθόντος. Ας μην ξεχνάμε ότι σύμφωνα με απόφαση της Υπουργού (2019) η μονιμοποίηση του Επικούρου συνιστά μία ακόμα ουσιαστική κρίση και όχι απλή διοικητική διαδικασία όπως γινόταν με το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο (2017).
Εντύπωση προκαλεί επίσης η πλήρης απουσία αναφορών στις ελληνικές ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες, το μέλλον των οποίων φαντάζει αβέβαιο. Είναι κραυγαλέα εμφανής η επιχειρούμενη προώθηση ενός πανεπιστημίου-επιχείρησης, με προγράμματα σπουδών «κατά παραγγελία», στη θέση του δημοκρατικού δημόσιου πανεπιστημίου, στην υπηρεσία της κοινωνίας και όχι κατά προτεραιότητα της αγοράς.
Βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση των παραπάνω σχεδιασμών είναι η επιβολή ενός ολιγαρχικού και υπερ-γραφειοκρατικού συστήματος διοίκησης που καταργεί τη δημοκρατική λειτουργία των πανεπιστημίων, με την επαναφορά των Συμβουλίων Διοίκησης (ΣΔ), ενός θεσμού που απέτυχε παταγωδώς στην προηγούμενή του εφαρμογή. Στα ΣΔ θα εκλέγονται 6 εσωτερικά μέλη από τα μέλη ΔΕΠ (ακόμα και σε ιδρύματα όπως το ΕΚΠΑ, στο οποίο οι Σχολές είναι περισσότερες των 6, και επομένως δεν θα υπάρχει εκπροσώπηση όλων των Σχολών στο ΣΔ), ενώ τα 5 εξωτερικά μέλη που θα εκλέγονται από τα εσωτερικά θα είναι κατά βάση καθηγητές της αλλοδαπής. Θεωρούμε έκφανση πρωτοφανούς αποικιοκρατικής λογικής ότι οι καθηγητές της αλλοδαπής θεωρούνται de facto “αξιότεροι” από εκείνους της ημεδαπής για να διοικήσουν το ελληνικό πανεπιστήμιο. Τέτοιες αντιλήψεις προσβάλλουν τόσο την σχεδόν 200ετή ιστορία του ελληνικού πανεπιστημίου, όσο και όλους εμάς ως πανεπιστημιακούς δασκάλους.
Ο Πρύτανης του Ιδρύματος και οι αντιπρυτάνεις διορίζονται από το ΣΔ χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τι έχουν ψηφίσει τα μέλη ΔΕΠ. Οι αντιπρυτάνεις δεν είναι μέλη ούτε της Συγκλήτου ούτε του ΣΔ, ενώ οι κοσμήτορες διορίζονται από το ΣΔ χωρίς απολύτως καμιά εκλογική διαδικασία. Η Σύγκλητος περιορίζεται σε ρόλο διακοσμητικό και ελεγχόμενο.
Οι ανθρωπιστικές σπουδές, τις οποίες υπηρετούμε στη Σχολή μας, αντιμετωπίζονται ως ο “φτωχός συγγενής”, αφού στο σύνολο του νομοσχεδίου η έρευνα θεωρείται αξιόλογη, μόνο εάν είναι (με ποιους όρους;) “καινοτόμος”. […]
Τα πανεπιστήμια σήμερα έχουν ανάγκη από προσωπικό όλων των κατηγοριών και από δημόσια χρηματοδότηση. Οι διαρκείς αλλαγές του νομοθετικού πλαισίου δεν βοηθούν τα πανεπιστήμια να λειτουργήσουν με ελευθερία και δημοκρατία.
Η Γ.Σ. ζητά την άμεση απόσυρση του νομοσχεδίου και την έναρξη ουσιαστικού διαλόγου με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς χωρίς ασφυκτικούς χρονικούς περιορισμούς και με σεβασμό στο αυτοδιοίκητο του πανεπιστημίου. […]
Η Γ.Σ του Συλλόγου ΔΕΠ Φιλοσοφικής καλεί τα ακαδημαϊκά όργανα του ΕΚΠΑ να τοποθετηθούν δημόσια για το σχέδιο νόμου.
Η Γ.Σ. αποφάσισε να συντονίσει τις δράσεις της με την ΠΟΣΔΕΠ και τους συλλόγους ΔΕΠ των υπόλοιπων πανεπιστημίων της Αττικής και εξουσιοδοτεί το Δ.Σ. να προβεί άμεσα στις αναγκαίες επαφές ώστε να προγραμματιστούν κινητοποιήσεις την περίοδο κατάθεσης και ψήφισης του νομοσχεδίου.»
Η πανεπιστημιακή κοινότητα αντιδρά
Μπορεί η υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως να παρουσίασε ως τομή για την ποιότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το σχέδιο νόμου που κατέθεσε, η πανεπιστημιακή κοινότητα –η ΠΟΣΔΕΠ, όλοι οι σύλλογοι μελών ΔΕΠ της χώρας και η συντριπτική πλειονότητα των Συγκλήτων– δεν συμφωνεί, εκφράζοντας την αντίθεσή της στη μεγαλύτερη επιχειρηματικοποίηση του πανεπιστημίου αλλά και την υποβάθμιση και τον κατακερματισμό των σπουδών. Μια ακόμα νομοθετική αλλαγή για το πανεπιστήμιο θα γίνει ερήμην των άμεσα ενδιαφερόμενων και χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ανησυχίες τους παρά τις υποσχέσεις για διαβούλευση. Άλλη μια αλλαγή στην εκπαίδευση θα έρθει «να τα αλλάξει όλα» χωρίς να ασχοληθεί με τα πραγματικά και χρόνια προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας. Και αυτή μέσα στο κατακαλόκαιρο, με την κυβέρνηση και την ίδια την υπουργό, σαν τον κλέφτη, να εκτελεί συμβόλαια περαιτέρω ισοπέδωσης της Παιδείας.
Αυτό τονίζει σε ανακοίνωσή της η ΠΟΣΔΕΠ αναφέροντας πως «όλη η πρακτική και οι κατευθύνσεις της πολιτικής του υπουργείου, από την υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων μέχρι την ισοτίμηση των πτυχίων των κολεγίων, δεν δίνουν απάντηση στα κρίσιμα προβλήματα του Δημόσιου Πανεπιστημίου και της ακαδημαϊκής κοινότητας» και προειδοποιεί ομόφωνα για απεργιακές κινητοποιήσεις.
Την ίδια στιγμή, παρά το γεγονός πως βρισκόμαστε εν μέσω εξεταστικής περιόδου, κινητοποιήσεις πραγματοποιούν φοιτητικοί σύλλογοι σε διάφορες πόλεις της χώρας. Τόσο ενάντια στο νομοσχέδιο όσο και ενάντια στην καταστολή, τις ΟΠΠΙ και την παρουσία αστυνομίας στις σχολές. Ενώ την αντίθεσή τους έχουν εκφράσει και οι εργαζόμενοι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι οποίοι εκτός των άλλων τονίζουν πως το πανεπιστήμιο που φτιάχνεται τινάζει στον αέρα εργασιακά δικαιώματα λειτουργώντας με όρους επιχείρησης και εργολαβίας. Επιφυλακτικές εμφανίζονται τέλος και οι ίδιες οι διοικήσεις των πανεπιστημίων, παρά τη γενική συμφωνία τους με τις κατευθύνσεις του νομοσχεδίου, με τη Σύνοδο των Πρυτάνεων να εκφράζει τις διαφωνίες της, κυρίως σε θέματα που αφορούν στο προτεινόμενο μοντέλο των Συμβουλίων Διοίκησης και ζητώντας περισσότερο χρόνο διαβούλευσης.