Διαβάζοντας τις «Φόνισσες» της Νίνας Κουλετάκη, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Κύφαντα, πραγματικά συγκλονίζεσαι. Διαβάζεις για γυναίκες από τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι τις μέρες μας, οι οποίες μέσα από πολύ διαφορετικές διαδρομές οδηγήθηκαν στο έγκλημα. Έγκλημα, συχνά απολύτως αποτρόπαιο.
Η μελέτη των στοιχείων πραγματικά απίστευτη, η γραφή συναρπαστική, αλλά χωρίς να ξεφεύγει σε μελοδραματισμούς. Πραγματική ανατομία εγκλημάτων με παράθεση των πηγών, αλλά και των έργων για τα οποία αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης.
Δικαίως στην εισαγωγή του ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης σημειώνει ότι δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο και τόσο επιμελώς συγκεντρωμένο υλικό για να προβεί σε εγκληματολογικούς αναστοχασμούς.
Πολλές οι αρετές του βιβλίου και βεβαίως σημαντική η «γυναικεία» διάσταση του ζητήματος. Πηγή για συγγραφείς και επιστήμονες, που προσπαθούν να βρουν τι κρύβεται πίσω από κάθε είδους έγκλημα.
Ο μόχθος αυτής της πολύ σημαντικής εργασίας καταλήγει σε ένα βιβλίο – απόκτημα. Η συζήτηση με τη συγγραφέα είχε κι αυτή το δικό της ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Πώς αποφάσισες να ερευνήσεις ένα τέτοιο θέμα και πόσος χρόνος σου χρειάστηκε για να συγκεντρώσεις όλο αυτό το απίστευτο υλικό;
Δεν ήταν κάτι έξω από τα συνηθισμένα για εμένα, με δεδομένο την ύπαρξη του ιστολογίου μου «Έγκλημα και τιμωρία», το οποίο συνεχίζει αδιάλειπτα την πορεία του από το 2006. Μόνο που στις «Φόνισσες» περιορίστηκα σε θηλυκούς δράστες. Η έρευνα, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο, ήταν μακρόχρονη και επίπονη, καθώς έγινε σε πολλά επίπεδα. Για κάθε μία από τις σαράντα υποθέσεις του βιβλίου, πέρα από την έρευνα για το συγκεκριμένο έγκλημα αυτό καθεαυτό ανατρέχοντας σε βιβλία, εφημερίδες, δικογραφίες, αρχεία κ.λπ., έγιναν και δυο παράλληλες έρευνες: μία για το γεωγραφικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στο πλαίσιο των οποίων διαπράχθηκε κάθε έγκλημα και μία για τον αντίκτυπό του στην λαϊκή κουλτούρα, παρακολουθώντας ταινίες και ντοκιμαντέρ, ανακαλύπτοντας συνθέσεις και τραγούδια ή έργα θεατρικά και εικαστικά επηρεασμένα από αυτό.
Πέρα από αυτά με ενδιαφέρει κάθε βιβλίο μου να είναι διαφορετικό. Στην «Είσοδο κινδύνου», την «Επιστροφή του Αστυνόμου Μπέκα» και τις «Σκοτεινές υποθέσεις» καταπιάνομαι με το αστυνομικό αφήγημα μικρής φόρμας, συμμετέχοντας με διηγήματα, στα «18 Κείμενα για τον Γιάννη Μαρή» με το δοκίμιο, η «Περσεφόνη» είναι η αφήγηση ενός 5χρονου στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 με αρκετό χιούμορ, τα «Μικρά Μνημόσυνα» είναι ένα βιβλίο για τις απώλειες παντός είδους και τώρα οι «Φόνισσες», ένα ντοκιμαντέρ σε γραπτό λόγο. Είμαι της άποψης ότι, όπως ο ηθοποιός πρέπει να είναι σε θέση να παίξει τα πάντα, από μπαλαφάρα μέχρι αρχαία τραγωδία, έτσι κι ο συγγραφέας –ο πεζογράφος για να γίνω πιο συγκεκριμένος– πρέπει να είναι σε θέση να γράψει τα πάντα, από άρθρο σε εφημερίδα μέχρι μυθιστόρημα. Η «εξειδίκευση» στην ηθοποιία και τη συγγραφή δεν με αφορά.
«Όλοι έχουμε τον σκοτεινό μας εαυτό κι όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν εν δυνάμει δολοφόνο»
Διάβαζα το βιβλίο και συχνά ένιωθα δυσάρεστα, άλλες φορές είχα έναν κόμπο στον λαιμό… Πώς μπορείς να μείνεις αλώβητος κάνοντας μια τέτοια έρευνα;
Μην κάνοντας μόνο αυτό. Το «εγκληματολογικό» είναι μόνο ένα από τα ενδιαφέροντά μου, κάποια άλλα είναι εντελώς διαφορετικά και χαρούμενα! Είναι θέμα ισορροπίας. Η αλήθεια, πάντως είναι ότι τον τελευταίο χρόνο πριν την κυκλοφορία του βιβλίου, όπου η ενασχόληση με αυτό ήταν αποκλειστική σχεδόν σε συνθήκες ιδρυματισμού θα έλεγα, επηρεάστηκα αρκετά ψυχοσωματικά, κάτι που αντιλήφθηκα μόνο όταν τελείωσα. αι τότε ήρθαν όλα τα υπόλοιπα που είχα στερηθεί για χάρη του και με έφεραν στα ίσια μου: έξοδοι και συναντήσεις με φίλους, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, ένα ταξίδι.
Από την άλλη, όλοι έχουμε τον σκοτεινό μας εαυτό κι όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν εν δυνάμει δολοφόνο. Ξέρεις, η διαχωριστική κόκκινη γραμμή ανάμεσα στους δολοφόνους και τους μη δολοφόνους είναι τρομακτικά λεπτή. Αυτό που μας κρατάει –τους περισσότερους ευτυχώς– στην πλευρά των μη δολοφόνων έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του καθενός και την αξία που δίνουμε στην ανθρώπινη ζωή. Πιθανότατα, η ενασχόληση με το έγκλημα να είναι η δική μου εκτόνωση της ελλοχεύουσας «ακραίας» παραβατικότητας και η διοχέτευση εκεί της δικής μου σκοτεινής πλευράς. Ίσως να είναι και μια παρηγοριά, ένα επιβραβευτικό πατ-πατ στην πλάτη, τύπου «εύγε, κοριτσάκι μου, ούτε σήμερα σκότωσες κάποιον»!
Ποιες από τις φόνισσες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ξεχωρίζεις και γιατί;
Αυτές που πριν γίνουν θύτες υπήρξαν θύματα κάποιου ατόμου, της οικογένειας, της κοινωνίας, του κράτους. Γι’ αυτό και δεν καταδικάζω τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται». Σε κάποιες περιπτώσεις είναι η μόνη απάντηση που αναγκάζεται να δώσει κάποιος στη βία που του ασκείται, ο μόνος δρόμος που του έχουν αφήσει να διαβεί, η μόνη επανάσταση που του απομένει. Κι η ιστορία έχει αποδείξει ότι, τις περισσότερες φορές, οι επαναστάσεις δεν είναι αναίμακτες…
Για ποια από τις φόνισσες θα έγραφες ένα μυθιστόρημα και τι θα άλλαζες για τις ανάγκες της μυθοπλασίας;
Για τις Γαλλίδες αδελφές Κριστίν και Λέα Παπέν και για τον τεράστιο αντίκτυπο που είχε το έγκλημά τους σε τόσους πολλούς τομείς της κοινωνίας της εποχής και με το οποίο ασχολήθηκαν οι πάντες: δημοσιογράφοι, ποιητές, συγγραφείς, κινηματογραφιστές, εικαστικοί, ψυχίατροι. Την Τσέχα Όλγκα Χεπναροβά, που κήρυξε μόνη της τον πόλεμο σε όλον τον κόσμο που ήδη την πολεμούσε. Ή την Αργεντινή Ρομίνα Τεχερίνα που έγινε εγκληματίας μόνο και μόνο γιατί η θρησκοληψία και η αναλγησία του φανατικού καθολικισμού δεν της άφησαν εναλλακτική. Δεν θα άλλαζα τίποτα στις υποθέσεις, πιστεύω πως η τέχνη μιμείται τη ζωή και όχι το αντίστροφο. Θα δημιουργούσα διαλόγους, θα εφεύρισκα καταστάσεις, θα κατασκεύαζα μνήμες, για να συνδέσω, να εξηγήσω και –κυρίως– να αφηγηθώ το έγκλημα, αλλά τον πυρήνα του δεν θα τον άγγιζα.
Η Ελλάδα μάλλον υπο-εκπροσωπείται. Δεν υπήρξαν φόνισσες που να σε τράβηξαν ώστε να ερευνήσεις περισσότερο, ή κάποιος άλλος λόγος τις κράτησε εκτός;
Η χώρα μας εκπροσωπείται με μία υπόθεση, όπως και οι περισσότερες των χωρών. Μερικές έχουν πάνω της μίας, καθαρά και μόνο λόγω μεγέθους και πληθυσμού αλλά και πολυμορφίας εγκλήματος. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, τα περισσότερα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί από γυναίκες αφορούν σε ενδοοικογενειακές υποθέσεις και δεν έχουμε, ακόμη, καμία γυναίκα κατ’ εξακολούθηση δολοφόνο, κάτι που στις Η.Π.Α., ας πούμε, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Και πάλι διάλεξα ένα ελληνικό έγκλημα που ξεφεύγει απ’ τον ενδοοικογενειακό κανόνα και συγκεντρώνει πολλά άλλα χαρακτηριστικά. Ένα έγκλημα που κατάφερε, σίγουρα όχι τυχαία κι όχι χωρίς μεθόδευση, να τραβήξει το ενδιαφέρον του κοινού από την σύγχρονή του δίκη του Νίκου Μπελογιάννη. Μια πρακτική που, μια δεκαετία σχεδόν, αργότερα θα επαναληφθεί με τη σύλληψη του Αρίστου Παγκρατίδη ως δράκου του Σέιχ Σου, σε μια προσπάθεια κατάσβεσης των αντιδράσεων που είχε ξεσηκώσει η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Πριν κλείσουμε θα ήθελα να ευχαριστήσω δυο καλούς φίλους και ξεχωριστούς δασκάλους, τον Γιάννη Πανούση, Ομότιμο Καθηγητή Εγκληματολογίας, που έγραψε την εξαιρετική και κατατοπιστικότατη εισαγωγή στις «Φόνισσες» και τον Γιώργο Παπαθεοδώρου, Κοσμήτορα της Σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών και αγαπημένο φίλο εξ απαλών ονύχων, για τα συγκλονιστικά του πορτραίτα αυτών των γυναικών. Επίσης την Αλίνα Δαράβαλη για το εφευρετικό της εξώφυλλο (γέμισε το πάτωμα της κουζίνας της με κέτσαπ και περπάτησε πάνω του δοκιμάζοντας διάφορα παπούτσια, μέχρι να πετύχει το αποτύπωμα που την ικανοποιούσε) και τελευταίον –αλλά όχι έσχατο– τον Γιάννη Χουτόπουλο, την ψυχή των Εκδόσεων Κύφαντα, που τόλμησε με τις «Φόνισσες» μια έκδοση πολυτελή και άψογη αισθητικά σε τόσο χαλεπούς καιρούς για την εκδοτική δραστηριότητα.