Tου Γιώργου Μερτίκα

  Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση και για την αλλαγή του εκλογικού νόμου διεξάγεται μέσα σε μία ατμόσφαιρα παθητικής αδιαφορίας από την πλευρά τού αλήστου μνήμης κυρίαρχου λαού και τραγελαφικής ελαφρότητας από τις πολιτικές ελίτ. Ζητήματα όπως η αλλαγή του πολιτεύματος ακούστηκαν και αποσύρθηκαν με την ίδια ευκολία και με βάση μια επιχειρηματολογία διαδικαστικού χαρακτήρα κι όχι ουσίας.

Όσον αφορά την αδιαφορία της κοινωνίας, ασφαλώς δεν αποτελεί έκπληξη αφού είναι πλέον εδραιωμένη πεποίθηση ότι τα κυριαρχικά δικαιώματά της έχουν προ πολλού εκχωρηθεί, και οι όποιες συνταγματικές μεταβολές σχετίζονται με εσωτερικούς διακανονισμούς των πολιτικών ελίτ στη διακυβέρνηση της χώρας (ή, για την ακρίβεια, του χώρου). Πράγματι, η επικέντρωση στον εκλογικό νόμο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναδεικνύει το αίτημα για αντιπροσώπευση μεμονωμένων στρωμάτων και ομάδων από τα κόμματα με βάση συγκεκριμένα υλικά συμφέροντα∙ συνάμα εδραιώνει τους νέους συσχετισμούς στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος, το οποίο αντιπαρέρχεται έτσι την όποια κρίση νομιμοποίησης.

Ωστόσο, το ζήτημα του πολιτεύματος δεν ήταν ποτέ και δεν είναι ούτε τώρα κάτι αυτονόητο. Χωρίς να επιχειρήσουμε εδώ μια εις βάθος ανάλυση χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι για την προμοντέρνα εποχή, και ειδικά για τους αρχαίους το τι λογής πολιτεία θα καθιδρυθεί ήταν στενά συνδεδεμένο με τον ενάρετο βίο. Ο ενάρετος βίος ως ανώτερη αξία απαιτούσε και την αντίστοιχη πολιτειακή θέσμιση. Ας θυμηθούμε εδώ την πλατωνική πολιτεία με την ταξική ιεραρχία που βρίσκεται σε αντιστοιχία με τα τρία συστατικά της ψυχής, και στην αξιολογική της κλίμακα ο Λόγος καταλαμβάνει την ανώτερη βαθμίδα, ενώ ακολουθούν το θυμικό και οι ορέξεις. Τα όρια αυτού του είδους πολιτεύματος προσλαμβάνουν εντέλει βιολογικά χαρακτηριστικά στο βαθμό που οι ικανότητες της ψυχής, και άρα η ικανότητα για αρετή, είναι βιολογικά δεδομένες, με αποκορύφωμα βέβαια τους φιλοσόφους και με μια λοξή ματιά προς την πλατωνική ακαδημία και το θεωρητικό βίο.

Από την άλλη πλευρά, η ανάδυση της μοντέρνας εποχής έχει σαν ειδοποιό γνώρισμα την αντιστροφή της αρχαίας/μεσαιωνικής αξιολογικής κλίμακας για τον άνθρωπο. Γιατί είτε στραφούμε προς την αρχαιότητα είτε προς τον μεσαιωνικό χριστιανισμό, ο κόσμος της πράξης βρίσκεται σε υποδεέστερη μοίρα από τον κόσμο της καθαρής θεωρίας, της ενατένισης. Με τη νεωτερικότητα ανατιμάται ο κόσμος της πράξης, η ανθρώπινη βούληση. Έτσι, ενώ στη μεσαιωνική-σχολαστική σκέψη, ακολουθώντας την αριστοτελική παράδοση, η κοινωνία εμφανίζεται σαν ένας οργανισμός, σαν μια οργανική ολότητα που αναπτύσσεται φυσιολογικά σύμφωνα με τους θεϊκούς νόμους, στη νεωτερικότητα γίνεται ένας μηχανισμός που μπορεί να κατασκευαστεί από τον άνθρωπο. Ο κόσμος από θεοκεντρικός γίνεται ανθρωποκεντρικός και ο άνθρωπος είναι εκείνος που μπορεί να τον κατασκευάσει σύμφωνα με τη βούλησή του.

Ο Μακιαβέλλι έγινε το σύμβολο του απόλυτου κακού ακριβώς επειδή ήταν εκείνος που αμφισβήτησε το πρωτείο της θεϊκής τάξης, της αναλλοίωτης σφαίρας του θεϊκού δικαίου, και απευθύνθηκε στον ηγεμόνα για να του δώσει οδηγίες πώς να κατασκευάσει το κράτος, την πολιτεία. Η κακότητα του δεν έγκειται ούτε στον δόλο και στην απάτη ούτε στα βίαια μέσα που προτείνει. Αυτά ήσαν και είναι κοινός τόπος για την άσκηση πολιτικής. Η ύβρις του είναι ότι τώρα εκείνος ο οποίος κατασκευάζει το κράτος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο ηγεμόνας. Ο Μακιαβέλλι αντιστρέφει τη κλασική σχέση μέσων-σκοπών κι έτσι οι αρχαίες αρετές γίνονται ένα μέσο που το χρησιμοποιεί ο ηγεμόνας -και το απαιτεί από τους υπηκόους του- για να εξυπηρετήσει τον σκοπό του, την οικοδόμηση του κράτους. Εξάλλου, ο ίδιος ο ηγεμόνας δεν χρειάζεται να είναι «ενάρετος». Η ματαιοδοξία και η φιλαυτία είναι το βασικό κίνητρο ενός ηγεμόνα για να ιδρύσει μια πολιτεία-κράτος.

Η υποβάθμιση των κινήτρων για να επιτευχθεί ο σκοπός τής ίδρυσης μιας πολιτείας ολοκληρώνεται στην απολυταρχική μηχανή του θνητού θεού, στο κράτος- λεβιάθαν του Χομπς. Εδώ είναι ο φόβος του θανάτου, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που ωθεί τους ανθρώπους να εκχωρήσουν την ελευθερία τους στον κυρίαρχο με αντάλλαγμα ειρήνη και ασφάλεια. Η εκχώρηση της φυσικής ελευθερίας, το πέρασμα από τη φυσική κατάσταση στη συντεταγμένη πολιτεία, έχει ως συνέπεια τη μετάφραση του φυσικού νόμου της αυτοσυντήρησης σε δικαίωμα. Εάν ο κυρίαρχος δεν μπορεί να εξασφαλίσει ειρήνη και ασφάλεια στους υπηκόους του, τότε ο αναμεταξύ τους δεσμός, το κοινωνικό συμβόλαιο, εκπίπτει. Αυτή είναι και η βάση της δημοκρατικής θεωρίας τού Ρουσσώ, μολονότι, με μια ευφυή αντιστροφή προοπτικής, στη θέση του κυριάρχου μπαίνει ο ίδιος λαός. Εφόσον όλοι έχουν δικαίωμα στην αυτοσυντήρηση, λέει ο Ρουσσώ, όλοι είναι ίσοι κι έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τους νόμους και το σύνταγμα της πολιτείας, χρειάζεται όλοι να συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας ως πολίτες. Η γενική βούληση της κοινότητας των πολιτών διαμορφώνεται άρα με τη συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση του πολιτειακού καθεστώτος, τόσο ως συντακτική εξουσία όσο και ως συντεταγμένη εξουσία. Η συντακτική εξουσία, η δημιουργία συντάγματος, δεν είναι μια νομική διαδικασία∙ είναι η απόφαση μιας ομάδας ανθρώπων –φίλων- για το πώς θα οργανώσουν τη ζωή τους.

 Όσον αφορά δε τη συντεταγμένη εξουσία, για τον Ρουσσώ δημοκρατία και αντιπροσώπευση είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Η αντιπροσώπευση είναι η ταφόπλακα της δημοκρατίας. Δημοκρατία σημαίνει ταυτότητα εξουσιαστών κι εξουσιαζομένων, συμμετοχή των πολιτών στη θέσπιση νόμων. Αυτή είναι η αφετηρία για κάθε κριτική της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: τούτη είναι ένας συνδυασμός του φεουδαλικού κοινοβουλίου που αντιπροσωπεύει τις οργανωμένες τάξεις, και της δημοκρατίας που έχει ως βάση την ισότητα.

Στην ιδεατή μορφή τής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οι βουλευτές είναι ανεξάρτητοι, αποσπασμένοι από τα ιδιαίτερα συμφέροντα, και διεξάγουν έναν δημόσιο διάλογο. Με βάση αυτόν τον δημόσιο διάλογο υποτίθεται ότι λαμβάνονται ορθολογικά οι αποφάσεις για το γενικό συμφέρον. Ωστόσο, οι οργανώσεις των κομμάτων και η εν γένει αντιπροσώπευση ιδιωτικών συμφερόντων μεταβάλλουν το κοινοβούλιο σ’ ένα θεσμό που λειτουργεί με βάση τα ιδιωτικά συμφέροντα κι όχι τα δημόσια. Έτσι ο Καρλ Σμιτ, ο δριμύτερος κριτικός του φιλελευθερισμού στα χρόνια της Βαϊμάρης, θα μιλήσει για έναν νέο φεουδαλισμό, για την κατίσχυση του ιδιωτικού δικαίου εις βάρος του δημοσίου. Ο ίδιος, στο όνομα της προάσπισης του status quo, προτείνει την ενίσχυση των εξουσιών του Προέδρου (ως εκείνου που έχει το δικαίωμα να κηρύσσει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης). Όμως, η πρωτοκαθεδρία της εκτελεστικής εξουσίας εις βάρος τής νομοθετικής όχι μόνο καθιστά πιο ολιγαρχικό το καθεστώς -όπως γίνεται έκδηλο στην Προεδρική Δημοκρατία όπου ο Πρόεδρος εκλέγεται άμεσα- μα και ενισχύει την αντισυνταγματική ροπή των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών, με τις έκτακτες εξουσίες του Προέδρου να υπερβαίνουν τη συνταγματική νομιμότητα. Προέκταση αυτού του πνεύματος, η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε έναν υπερκρατικό μηχανισμό όπως η Κομισιόν έρχεται να εξαρτήσει τις έκτακτες εξουσίες της εκτελεστικής εξουσίας εν γένει -ή του Προέδρου μιας Προεδρικής Δημοκρατίας- από ολιγαρχικούς μηχανισμούς που στη θέση του θεϊκού δικαίου έχουν τοποθετήσει μια θεολογία του χρήματος. Σε μια τέτοια συνάφεια, με αριστερές αλλά και με δεξιές υπογραφές, δηλώνεται για μία ακόμη φορά πόσο λίγο είναι ο σημερινός άνθρωπος κύριος του εαυτού του.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!