Αύριο (29/2)πραγματοποιούνται στη Νότια Καλιφόρνια οι προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών για την ανάδειξη του προεδρικού υποψηφίου τους. Είναι η τέταρτη πολιτεία όπου αναμετρώνται οι υποψήφιοι για το Δημοκρατικό χρίσμα. Είναι και η τελευταία ίσως ελπίδα του μέχρι πρότινος αδιαμφισβήτητου φαβορί Τζο Μπάιντεν να ανακόψει την επέλαση του «ακραίου» Μπέρνι Σάντερς. Ο τελευταίος έχει ταπεινώσει στις τρεις πρώτες αψιμαχίες τον εκλεκτό του κομματικού μηχανισμού και των ελίτ, έχει επιβληθεί των λοιπών ανθυποψηφίων του, και τώρα αναδεικνύεται σε βασικό αντίπαλο και του δισεκατομμυριούχου Μπλούμπεργκ – που πλέον μπαίνει κι αυτός στην κούρσα δαπανώντας τεράστια ποσά.
Ο Μπάιντεν, που τα προγνωστικά τον δίνουν άνετο νικητή στη Νότια Καρολίνα (περίπου 10% μπροστά από τον Σάντερς), χρειάζεται απελπισμένα αυτή τη νίκη ώστε να φτάσει με αξιώσεις στη λεγόμενη «Σούπερ-Τρίτη» της επόμενης εβδομάδας: τότε θα πραγματοποιηθούν προκριματικές εκλογές ταυτόχρονα σε 14 πολιτείες. Και θα φανεί πιο καθαρά ποιος μπορεί να είναι ο αντίπαλος του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Στο μεταξύ, η εσωκομματική αντιπαράθεση των Δημοκρατικών εξακολουθεί χαρακτηρίζεται από δίχως προηγούμενο οξύτητα, με τα «κοσμητικά επίθετα» να πηγαινοέρχονται μεταξύ των ανθυποψηφίων εδώ και δύο εβδομάδες*.
Πολλαπλές γραμμές άμυνας εναντίον του Σάντερς
Ταυτόχρονα πολλαπλασιάζονται οι διεργασίες στο βαθύ κομματικό κράτος για να αποκλειστούν, κατά το δυνατόν, οι δυσάρεστες εκπλήξεις. Οι ελίτ έχουν χαράξει πολλαπλές γραμμές άμυνας απέναντι στον θεωρούμενο ακραίο Σάντερς: πρώτη γραμμή, μάλλον αναποτελεσματική ως τώρα, είναι η «ρετσινιά» του σοσιαλιστή. Πράγματι, πριν ξεσπάσει η κρίση στα τέλη της περασμένης δεκαετίας, η λέξη αυτή θα αρκούσε για να εξοντώσει πολιτικά οποιονδήποτε – όχι πια! Είναι δείγμα κι αυτό της δυσαρέσκειας που αγκαλιάζει ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, τα οποία ανοίγουν τα αυτιά τους σε ιδέες που προ κρίσης θεωρούσαν καταστροφικές ή/και απωθητικές.
Ο επιφανής αναλυτής Τζέιμς Κάρβιλ χαρακτήρισε τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους της Νεβάδα (όπου ο Σάντερς σημείωσε μεγάλη νίκη) «ηλίθιους», προσθέτοντας ότι «πραγματικός νικητής ήταν ο Πούτιν»!
Μια δεύτερη γραμμή άμυνας ήταν ότι ένας «ακραίος» σαν τον Σάντερς θα ηττώνταν εύκολα από τον Τραμπ, κι άρα χρειάζεται κάποιος μετριοπαθής τύπου Μπάιντεν. Κι αυτή μπάζει πλέον νερά αφού, στις 22 εθνικές δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει από τις αρχές του 2020 με επιλογή μεταξύ Τραμπ και Σάντερς, οι 19 δίνουν νικητή τον Σάντερς. Ο μέσος όρος όλων των δημοσκοπήσεων δείχνει διαφορά 4,4% υπέρ του Σάντερς. Παρόμοια αποτελέσματα δίνει ο μέσος όρος των 18 δημοσκοπήσεων που έχουν γίνει εντός 2020 για το δίδυμο Τραμπ-Μπάιντεν (διαφορά 4,3%). Μικρότερη είναι η διαφορά όταν έναντι του Τραμπ δημοσκοπούνται οι Μπλούμπεργκ, Μπούτιτζιτζ και Γουόρεν (από 3,3% ως 1,8%).
Η τρίτη γραμμή άμυνας δεν συζητιέται δημόσια: πρόκειται για υπόγειες διεργασίες ανάλογες με αυτές στις οποίες προέβη ο κομματικός μηχανισμός το 2016, ώστε να αποκλειστεί ο Σάντερς και το χρίσμα να πάρει η εκλεκτή των ελίτ Χίλαρι Κλίντον – όπως κι έγινε. Δεδομένου όμως ότι οι μηχανορραφίες αποκαλύφθηκαν από «Ρώσους χάκερς», πλήττοντας ολόκληρο το Δημοκρατικό στρατόπεδο και ευνοώντας τον Τραμπ (εξ ου και οι πρωτοφανείς, και τώρα ανανεωμένες, κατηγορίες εναντίον του Αμερικανού προέδρου ότι εκλέχθηκε/θα επανεκλεγεί με τη βοήθεια του Πούτιν), το βαθύ κράτος είναι τώρα πιο προσεκτικό. Μία πτυχή των υπόγειων διεργασιών είναι η βολιδοσκόπηση των λοιπών «ριζοσπαστικών» υποψηφίων για το κατά πόσο θα ήταν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν τον επικρατέστερο εσωκομματικό αντίπαλο του Σάντερς.
Οι «ηλίθιοι» ψηφοφόροι αναστατώνουν το σύστημα
Τούτων λεχθέντων, δεν υφίσταται λόγος καλλιέργειας υπερβολικών προσδοκιών για τον Σάντερς: είναι μεν αλήθεια ότι προτείνει το πιο ριζοσπαστικό –για τα βορειοαμερικανικά δεδομένα– πρόγραμμα που έχει υπάρξει μέχρι σήμερα, αλλά (όπως και ο Τραμπ) το βάζει στο φόντο της ανάκτησης της ισχύος των ΗΠΑ. Αρκεί ίσως να υπενθυμιστεί ότι χαρακτήρισε «μοχθηρό τύραννο» τον Μαδούρο και «φρικιαστικό δικτάτορα» τον Άσαντ – δεσμευόμενος μάλιστα ότι «θα απαλλάξει τη Συρία από τον κύριο υπεύθυνο για την έναρξη και συνέχιση του πολέμου». Όμως, ακόμη κι αν αυτές οι δηλώσεις θεωρηθούν «υποχρεωτικές» για έναν υποψήφιο πρόεδρο των ΗΠΑ, παραμένει ένα σημαντικότερο πρόβλημα: η διακομματική εχθρότητα που θα συναντήσει εάν επιχειρήσει να εφαρμόσει το εσωτερικό πρόγραμμά του. Ήδη οι Ρεπουμπλικάνοι δηλώνουν ότι θα μπλοκάρουν κάθε νομοθετική πρωτοβουλία οποιουδήποτε «ακραίου» εκλεγεί παρ’ ελπίδα πρόεδρος. Το ίδιο όμως υπόσχονται και οι περισσότεροι Δημοκρατικοί…
Ο ιδιότυπος αμερικανικός εμφύλιος, στον οποίο αντιπαρατίθενται βίαια δύο διαφορετικά σχέδια για τον τρόπο αναβίωσης της ισχύος των ΗΠΑ, έχει μεταφερθεί δηλαδή και στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος. Από τη μια είναι ο «σοσιαλιστής» ή «λαϊκιστής» (διαλέγετε και παίρνετε…) αλλά οπωσδήποτε «ακραίος» Σάντερς, κι από την άλλη όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι – περιλαμβανομένων βέβαια και των μεγάλων φιλοΔημοκρατικών ΜΜΕ, που αντιμετωπίζουν τον γερουσιαστή του Βερμόντ ως πανούκλα εξίσου επικίνδυνη με αυτή του Τραμπ. Είναι ενδεικτική η παρομοίωση του Κρις Μάθιους, στελέχους του καναλιού MSNBC, για την τελευταία νίκη του Σάντερς στην Νεβάδα: «Ισοδυναμεί με τη ναζιστική εισβολή στη Γαλλία», είπε… Ο δε επιφανής αναλυτής Τζέιμς Κάρβιλ χαρακτήρισε τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους της Νεβάδα «ηλίθιους» (αυτή η αρχικά ελληνική και μετέπειτα βρετανική μόδα περιφρόνησης όσων ψηφίζουν «λάθος» έχει γίνει πλέον διεθνής) και πρόσθεσε ότι «πραγματικός νικητής ήταν ο Πούτιν»!
Αυτά βλέπει ο Τραμπ, και ελπίζει. Διότι μπορεί όλες σχεδόν οι δημοσκοπήσεις να τον δείχνουν δεύτερο, αλλά αυτός θυμάται καλύτερα απ’ όλους ότι… και το 2016 ήταν δεύτερος! Τότε η Κλίντον πήρε σχεδόν 3 εκατομμύρια ψήφων περισσότερες από τον Τραμπ, αλλά το φιλτράρισμα της λαϊκής βούλησης μέσα από τους εκλέκτορες ανά πολιτεία έβγαλε άλλο αποτέλεσμα. Αυτό το αιωνόβιο θεμέλιο του αμερικανικού πολιτικού συστήματος δεν το αμφισβητεί πάντως κανείς – ούτε καν οι «λαϊκιστές» τύπου Τραμπ ή Σάντερς!