Μια πρώτη «ανάγνωση» του κυβερνητικού σχήματος

 

Η σύνθεση της κυβέρνησης όπως ήταν αναμενόμενο είναι αποτέλεσμα των νέων συνθηκών και της μεταβατικής φάσης στην οποία μπαίνουμε. Φάσης όπου μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες συνυπάρχουν με σημαντικές πιέσεις για συγκράτηση σε συστημικό πλαίσιο. Δεν πρόκειται για κάτι «παράλογο». Η ίδια η φύση του ΣΥΡΙΖΑ, ενός ανοιχτού αριστερού εγχειρήματος με αντιφατικά στοιχεία και δυνατότητες, όπως συχνά έχει επισημανθεί, δεν προοιωνιζόταν «καθαρές» λύσεις και αντίστοιχα σχήματα. Το προς τα πού, τελικά, θα τείνει και πώς θα κινηθεί το κυβερνητικό σχήμα σε αυτές τις συνθήκες μένει να κριθεί, πέρα από κάποιες πρώτες αναγκαίες εκτιμήσεις.

Η νέα κυβέρνηση, παρά το γεγονός ό,τι συγκεντρώνει τα χαρτοφυλάκια σε λίγα υπουργεία και «υπερ-υπουργεία» δεν είναι μικρή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το πλήθος αναπληρωτών, «υπο-υπουργείων» και υφυπουργών. Ακόμα, χαρακτηρίζεται από την παρουσία αρκετών στελεχών με γενικά συντονιστικά καθήκοντα (αντιπρόεδρος, υπουργοί και υφυπουργοί επικρατείας κ.λπ.). Σε συνδυασμό με την παρουσία αρκετών «υπερ-υπουργών» που καλούνται να συντονίσουν αρκετές αρμοδιότητες, γεννιέται εύλογα ο προβληματισμός αν το νέο σχήμα θα καταφέρει να λειτουργήσει αποτελεσματικά και σύμφωνα με το σχεδιασμό ή θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα που γεννά μια κυβερνητική μάλλον πολύπλοκη, με αρκετά επίπεδα και πολλές ιεραρχίες.

Η σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος είναι, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα αρκετών παραμέτρων. Είναι σαφές ότι τηρήθηκαν, και έπαιξαν ρόλο, οι ισορροπίες εντός του ΣΥΡΙΖΑ και, για να είμαστε ακριβέστεροι, εντός του παλιού «Συνασπισμού». Οι βασικές τάσεις της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζονται στο υπουργικό σχήμα και μάλιστα σχετικά «γενναιόδωρα».

Κατά δεύτερον, είναι σημαντική η συμμετοχή και «εξωκομματικών», ανάμεσά τους αρκετών πανεπιστημιακών που επιλέχθηκαν κυρίως με βάση τη γνώση τους σε συγκεκριμένα πεδία ή και την ανάγκη να υπάρχουν γέφυρες με τα τμήματα εκείνα του ευρύτερου «κεντροαριστερού» χώρου που στάθηκαν κριτικά προς τα Μνημόνια. Τέλος, μιλάμε για μια κυβέρνηση συνεργασίας με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, κάτι που είχε ως φυσιολογική συνέπεια και την παρουσία στελεχών τους σε υπουργεία – λιγότερο ή περισσότερο κρίσιμα.

Δεν είναι λίγα τα ονόματα που ήδη προκάλεσαν ορισμένες συζητήσεις στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ. Ανάμεσά τους, ο νέος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Δημήτρης Μαρδάς, που είχε υπηρετήσει στο υπουργείο Ανάπτυξης κατά την περίοδο Σημίτη και μέχρι πρόσφατα δεν υπήρξε κριτικός προς τη μνημονιακή πολιτική, ενώ ήταν και μέλος της Επιτροπής Διαλόγου που σύστησε το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη. Ο Χρίστος Σπίρτζης, πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου, υποστηριζόμενος από το ΠΑΣΟΚ, ανέλαβε αναπληρωτής υπουργός Υποδομών. Ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης, νέος αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη και βουλευτής της ΔΗΜΑΡ στην απελθούσα Βουλή, που βέβαια διαφοροποιήθηκε πρόσφατα από την πολιτική Κουβέλη. Ο Σπύρος Σαγιάς, με πλούσια νομική δραστηριότητα σε όχι «ουδέτερους» τομείς (συμβάσεις παραχώρησης κ.λπ.), ανέλαβε τη θέση του γραμματέα του νέου Υπουργικού Συμβουλίου.

Συζήτηση, τέλος, προκάλεσε η μη ανάληψη του υπουργείου Δικαιοσύνης από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Η τοποθέτησή της σε αυτή τη θέση, ασχέτως με την όποια εξέλιξη, για πολύ κόσμο σηματοδοτούσε μια «σκληρή» στάση απέναντι στα ανοιχτά ζητήματα στα οποία ενεπλάκη το μνημονιακό πολιτικό προσωπικό, αλλά και μια αναγκαία «κάθαρση» στο χώρο της Δικαιοσύνης. Το αντεπιχείρημα ότι ο ρόλος της θα είναι σημαντικός στη θέση της προέδρου της Βουλής δεν φαίνεται να απαντά στον όποιο προβληματισμό, παρά τις… ευχάριστες αρνητικές αντιδράσεις για το νέο της θεσμικό ρόλο από τα μνημονιακά κόμματα. Τη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης ανέλαβε ο Ν. Παρασκευόπουλος, καθηγητής με κύρος, ηθικό ανάστημα και θετικά δείγματα στην μέχρι τώρα πορεία του.

Φυσικά, κομβικός θα είναι ο ρόλος των Βαρουφάκη και Σταθάκη που ανέλαβαν τα βασικά υπουργεία των Οικονομικών, όπως και του νέου αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Γιάννη Δραγασάκη. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η τοποθέτηση του Ν. Κοτζιά, γνωστού για την πολεμική που έχει ασκήσει στη γερμανική πολιτική και τη σημερινή πορεία της Ε.Ε., στο υπουργείο Εξωτερικών. Ακόμα, οφείλει κανείς να σημειώσει ότι δεν υπήρξε κάποια «έκπληξη» από το ριζοσπαστικό κοινωνικό ή κινηματικό χώρο, τέτοια που να έδινε και μια άλλη πνοή στο κυβερνητικό σχήμα. Θετική, πάντως, εντύπωση προξένησε σε αρκετό κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ η συμμετοχή προσώπων όπως αυτά των Αρ. Μπαλτά (Παιδείας), Ν. Ξυδάκη (Πολιτισμού), Γ. Κατρούγκαλου (Διοικητικής Μεταρρύθμισης) και αρκετών άλλων. Ανθρώπων με ριζοσπαστικές και καινοτόμες απόψεις σε πεδία σχετικά με τα νέα τους καθήκοντα.

Θα σημείωνε κανείς, τέλος, τη συνύπαρξη στελεχών αρκετά διαφορετικών πολιτικών τάσεων και απόψεων για κρίσιμα ζητήματα, σε μια σειρά υπουργεία, κάτι που υπό όρους θα μπορούσε να δοκιμάσει τη συνοχή του νέου κυβερνητικού σχήματος. Κατά πόσο, δηλαδή, θα χαραχθεί μια σαφής πολιτική, τέτοια που να δεσμεύει τα κυβερνητικά στελέχη, αποφεύγοντας τριγμούς και κυρίως δίνοντας το στίγμα μιας συνεκτικής πολιτικής.

Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση θα κριθεί από το έργο που θα παράξει και τις κατευθύνσεις που θα προωθήσει στα βασικά ανοιχτά μέτωπα. Αλλά και από τις πολιτικές που θα ασκήσει σε επιμέρους πεδία (Υγεία, Παιδεία κ.λπ.) και οι οποίες θα αναμετρηθούν με τα αν, τελικά, οικοδομούν ένα νέο μοντέλο. Μια και είναι σαφές ότι ο ρόλος της δεν εξαντλείται στην ακύρωση μέτρων για την (ανέφικτη άλλωστε) επιστροφή στο προ-μνημονιακό τοπίο, αλλά στο τι περιεχόμενα θα έχει η νέα πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα.

 

Γ.Π.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!