Δεν είναι η πρώτη φορά που η αντιπαράθεση Ινδίας-Πακιστάν για τον έλεγχο του Κασμίρ γίνεται αιτία σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες. Πολέμησαν γι’ αυτό το 1965 και το 1971, ενώ το 1999 βρέθηκαν στα πρόθυρα πυρηνικής σύγκρουσης. Στις σημερινές συνθήκες, η αντιπαράθεσή τους απειλεί με ακόμα μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση ολόκληρη την Κεντρική και Νότια Ασία, καθώς και οι δύο χώρες ισορροπούν επικίνδυνα ανάμεσα στην επιρροή των ΗΠΑ και της Κίνας.
Το έδαφος του Κασμίρ μοιράστηκε σε Ινδία και Πακιστάν αμέσως μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας από τη Βρετανία, το 1947. Και οι δύο χώρες διατείνονται πως έχουν κυριαρχικά δικαιώματα στο σύνολό του, υποδαυλίζοντας θρησκευτικές και εθνοτικές διαιρέσεις προκειμένου να επικρατήσουν. Το Κασμίρ είναι μια σχετικά πλούσια περιοχή με ανεπτυγμένη γεωργία και τουρισμό, ενώ σημαντικές θεωρούνται και οι πηγές ορυκτού πλούτου που διαθέτει. Αν και η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων του επιθυμεί πλήρη ανεξαρτησία τόσο από την Ινδία όσο και από το Πακιστάν*, οι μυστικές υπηρεσίες και των δύο χωρών ενισχύουν τρομοκρατικές ομάδες για να δικαιολογούν την ακραία καταπίεση την οποία αμφότερες ασκούν στα τμήματα του Κασμίρ που καθεμιά τους κατέχει.
Υποκινούμενη τρομοκρατία και εκμετάλλευσή της
Ο νέος κύκλος «ήπιας», προς στιγμή, στρατιωτικής αντιπαράθεσης –που απειλεί να μετατραπεί σε μεγάλης κλίμακας με τις μεθοδεύσεις και των δύο κυβερνήσεων– ξεκίνησε με αφορμή τη σφαγή 26 τουριστών και τον τραυματισμό δεκάδων άλλων, κυρίως ινδουιστών, από τζιχαντιστές στην περιοχή Παχάλγκαμ (στο υπό ινδικό έλεγχο τμήμα του Κασμίρ). Η Ινδία κατηγόρησε το Πακιστάν ότι ευθύνεται άμεσα, και ότι υποστηρίζει τη «διασυνοριακή τρομοκρατία», ενώ το Πακιστάν αρνείται τις κατηγορίες και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την εμπλοκή του… Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η ενημέρωση που προέρχεται απευθείας από προοδευτικές δυνάμεις στην περιοχή, όπως αυτή που δημοσιοποίησε το Κ.Κ. Ινδίας (Μ-Λ) Απελευθέρωση:
«Οι αρχές της Ινδίας είχαν πληροφόρηση για πιθανή τρομοκρατική επίθεση στην περιοχή. Αυτό καθιστά ακόμη πιο αδικαιολόγητο το γεγονός ότι χιλιάδες τουρίστες αφέθηκαν σε απόλυτα ευάλωτη κατάσταση, χωρίς την παραμικρή παρουσία της αστυνομίας ή του στρατού σε μια κατά τα άλλα ακραία στρατιωτικοποιημένη περιοχή. Οι τρομοκράτες είχαν ως στόχο τους τουρίστες, αλλά οι ντόπιοι μουσουλμάνοι του Κασμίρ ρίσκαραν, και μάλιστα ορισμένοι θυσίασαν τη ζωή τους, για να μεταφέρουν τους τουρίστες σε ασφαλές μέρος και τους τραυματίες στα νοσοκομεία. Οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους για να καταδικάσουν τη φρικτή επίθεση, και σε ολόκληρη την πολιτεία πραγματοποιήθηκε αυθόρμητη απεργία σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Μετά τη σφαγή στο Παχάλγκαμ, κι ενώ οι αεροπορικές εταιρείες είναι απασχολημένες με την εκμετάλλευση των εγκλωβισμένων τουριστών, οι Κασμιριανοί άνοιξαν τις καρδιές και τα σπίτια τους για να προσφέρουν μια ζεστή βοήθεια. Ωστόσο οι μουσουλμάνοι του Κασμίρ διασύρονται, και το αποτέλεσμα της τοξικής εκστρατείας μίσους από τα κυβερνητικά επιτελεία και ΜΜΕ είναι ορατό σε όλη την Ινδία, με την αύξηση των απειλών και της βίας εναντίον Κασμιριανών φοιτητών, εμπόρων και εργατών».
Κλιμάκωση της έντασης και γεωπολιτικές εμπλοκές
Οι δύο χώρες έκλεισαν τα σύνορα και τον εναέριο χώρο τους, ακυρώνοντας παράλληλα τη βίζα για τους πολίτες τους αμοιβαία. Η Ινδία ανακοίνωσε την αναστολή μίας διμερούς συνθήκης για την κατανομή των υδάτων, η οποία είχε υπογραφεί το 1960 και διέπει τη διαχείριση και κατανομή υδάτων έξι ποταμών της λεκάνης του Ινδού μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν – αποτελώντας κρίσιμο παράγοντα για την αγροτική παραγωγή και την ύδρευση των κατοίκων τόσο του Πακιστάν όσο και του Κασμίρ. Από την πλευρά του το Πακιστάν δήλωσε ότι κάθε αλλαγή στην κατανομή των υδάτων ανάμεσα στις δύο χώρες αποτελεί «αιτία πολέμου», και προειδοποίησε ότι η Ινδία ετοιμάζεται να εξαπολύσει γενικευμένο πόλεμο εναντίον του.
Οι εξελίξεις αυτές συνδέονται άμεσα με τη γενικότερη γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή, και την επανειλημμένη δήλωση των ΗΠΑ ότι η Κίνα αποτελεί τον «κύριο στρατηγικό αντίπαλο». Να θυμίσουμε εδώ ότι η διοίκηση Μπάιντεν στήριξε την ανατροπή του εκλεγμένου πρόεδρου του Πακιστάν Ίμραν Χαν το 2022, λίγες μέρες πριν πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Από τότε στο Πακιστάν κυβερνούν ουσιαστικά οι στρατιωτικοί, που έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με τις ΗΠΑ, και τώρα τελούν υπό ασφυκτική πίεση να διακόψουν τις σχέσεις της χώρας με τη Κίνα – η οποία διατηρεί σημαντική επιρροή μέσω των έργων του Οικονομικού Διαδρόμου Κίνας-Πακιστάν (CPEC).
Δεν είναι τυχαία λοιπόν η προχθεσινή «πρόσκληση» του Αμερικανού ΥΠΕΞ προς το Πακιστάν, «να καταδικάσει τη φονική επίθεση και να συνεργαστεί στην έρευνα». Ούτε η δήλωση της διοίκησης Τραμπ για «αμέριστη υποστήριξη προς την κυβέρνηση της Ινδίας», την οποία ο Αμερικάνος αντιπρόεδρος επισκέφθηκε μόλις την προηγούμενη εβδομάδα με αντικείμενο την ενίσχυση των σχέσεων των δύο χωρών. Διότι η Ινδία –ιδίως υπό τη διακυβέρνηση του ακροδεξιού ινδουιστή Μόντι– μπορεί να αποτελεί μέλος των BRICS και να έχει βελτιώσει τις σχέσεις της με την Κίνα, αλλά ταυτόχρονα ακολουθεί πολιτική ανοιγμάτων και προς τις ΗΠΑ.
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα τώρα συνιστούν αυτοσυγκράτηση. Την ίδια στιγμή και οι δύο γνωρίζουν ότι η αντιπαράθεση Ινδίας-Πακιστάν (αμφότερες πυρηνικές δυνάμεις…) μπορεί να μετατραπεί σε κρίσιμο εργαλείο της μεταξύ τους αντιπαράθεσης. Και αυτό δεν τους επιτρέπει αδράνειες.
* Βλ. συνέντευξη αγωνιστή από το Κασμίρ: «71 χρόνια δεν αρκούν για να μας κάνουν να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε!» (φύλλο 411).