«Νέα εποχή του ιμπεριαλισμού», η «διαπάλη για την ενέργεια, τις πρώτες ύλες και το νερό» θα κυριαρχήσει στην παγκόσμια πολιτική τον 21 ο πρώτο αιώνα, διακηρύσσει πρώην ηγετικό στέλεχος του κυβερνώντος Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, με άρθρο του στο περιοδικό Internationale Politik.
(Πηγή: Global Research 26/5)
Ο Φρίντμπερτ Πφλίγκερ είναι εξέχων χριστιανοδημοκράτης πολιτικός και το προαναφερθέν περιοδικό εκδίδεται από το Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων που θεωρείται το πλέον έγκυρο στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Ο Πφλίγκερ είχε υπηρετήσει ως εκπρόσωπος των Χριστιανοδημοκρατών στο Κοινοβούλιο για θέματα εξωτερικής πολιτικής το 2002-2005 και ως εκπρόσωπος των Χριστιανοδημοκρατών και της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης τα 2005-2006. Θεωρείται αυθεντία στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και υπέρμαχος των στενών διατλαντικών δεσμών.
«Πόλεμοι για την ενέργεια»
Η ανάλυσή του βασίζεται στην έρευνα της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης. Σύμφωνα με την Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας θα αυξηθεί στο άμεσο μέλλον (το 2030) κατά 40%. Οι ανανεώσιμες πηγές, γράφει, δεν μπορούν να ικανοποιήσουν την ζήτηση. Ακόμη κι αν αναπτύσσονται σταθερά, η ζήτηση θα πρέπει να καλυφθεί κατά 80% από φυσικά καύσιμα.
Συνεπώς, η μάχη τον 21ο αιώνα θα δοθεί γύρω από την «ενέργεια, τις πρώτες ύλες και το νερό». Δημιουργείται έτσι ο κίνδυνος επιστροφής στον «εθνικισμό, την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό» του 19ου αιώνα. Προβλέπει δε ότι ύστερα από την περίοδο της «μάχης των ιδεολογιών», που τερματίστηκε τη δεκαετία του 1990, ακολούθησαν δύο μεταβατικές δεκαετίες αναζήτησης μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και τώρα θα αρχίσει μια νέα εποχή ιμπεριαλισμού. «Αναπόφευκτα», αναφέρει, οδηγούμαστε προς «κρίσεις και συγκρούσεις με επίδικο την ενέργεια», πιθανώς ακόμη και σε «πολέμους για την ενέργεια». Ομολογουμένως, μια εξόχως «αμερικανική» οπτική των πραγμάτων.
ΗΠΑ και Κίνα οι βασικοί αντίπαλοι
Στις επερχόμενες συγκρούσεις, ο Πφλίγκερ βλέπει ως βασικούς αντιπάλους τις ΗΠΑ και την Κίνα. Οι κινεζικές ενεργειακές ανάγκες και η ζήτηση πρώτων υλών αυξάνονται σε τεράστιο βαθμό, κάτι που καθιστά ήδη ορατές τις αντιπαλότητες μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας ακόμη και Ε.Ε. Η ενέργεια αποτελεί τη μέγιστη διακύβευση στην Κεντρική Ασία, όπου το Πεκίνο έχει αποκτήσει σοβαρό έρεισμα, αλλά και στην αφρικανική ήπειρο. «Μία από τις πιο πρόσφατες γεωπολιτικές αλλαγές», γράφει, είναι η σοβαρή ανάμειξη της Κίνας στην Αφρική, αλλά και οι δραστηριότητές της στον Περσικό Κόλπο και στη Λατινική Αμερική συνιστούν μια θεμελιώδη μετατόπιση στις σχέσεις ισχύος. « Η Κίνα», γράφει ο Πφλίγκερ, «ενισχύει τη δύναμή της με μεγάλη ταχύτητα» και «εάν συνεχιστεί αυτή η εξέλιξη με τον τρέχοντα ρυθμό, αργά ή γρήγορα θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρές συγκρούσεις».
Στρατιωτικές δαπάνες
Το ότι το διατλαντικό κατεστημένο εξετάζει την πιθανότητα στρατιωτικών αντιπαραθέσεων φαίνεται από την προσοχή που δίνει ο αρθρογράφος στον στρατιωτικό προϋπολογισμό της Κίνας. Οι στρατιωτικές δαπάνες του Πεκίνου «τριπλασιάστηκαν» την περασμένη δεκαετία, φτάνοντας στα 63 δισ. δολάρια, ενώ το πεπαλαιωμένο πολεμικό υλικό έχει αντικατασταθεί και η Κίνα κατέβαλε προσπάθειες να «εκσυγχρονίσει τις ένοπλες δυνάμεις της με τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και του ηλεκτρομαγνητικού πολέμου».Επίσης, η Κίνα διατηρεί στρατιώτες σε έξι αποστολές του ΟΗΕ σε αφρικανικές χώρες. Ο Πφλίγκερ παραδέχεται, ωστόσο, ότι σήμερα δεν μπορεί να μιλά κανείς για την Κίνα ως μια «νέα στρατιωτική υπερδύναμη», τη στιγμή που κράτη-μέλη της Ε.Ε. δαπανούν τριπλάσια χρήματα για τις ένοπλες δυνάμεις τους και οι ΗΠΑ έχουν στρατιωτικό προϋπολογισμό τριπλάσιο από τον προϋπολογισμό όλων των χωρών της Ευρώπης. Ενώ οι πιο καταστροφικοί πόλεμοι, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, διεξάγονται σήμερα από δυτικές δυνάμεις, στρατεύματα των οποίων σταθμεύουν σε όλες τις ηπείρους.
Τα συμφέροντα της Ε.Ε.
Στο κέντρο της προσοχής του αρθρογράφου βρίσκεται και η Ε.Ε., η οποία θα πρέπει, κατά τη γνώμη του, να «ξεκαθαρίσει τις μακροχρόνιες ανάγκες της για ενέργεια και πρώτες ύλες, όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Πρέπει να αναπτυχθεί μια κοινή ενεργειακή εξωτερική πολιτική, η οποία να επιτρέπει μια συνεκτική παγκόσμια προσέγγιση τόσο από τους πολιτικούς όσο και από τις επιχειρήσεις και να υπάρξει συντονισμός στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η Ευρώπη πρέπει να μάθει να καθορίζει και να επιβάλλει τα συμφέροντά της σε διεθνές επίπεδο», γράφει ο Πφλίγκερ. Καλεί δε τη Ρωσία να ενταχθεί στο ευρωπαϊκό ενεργειακό σχεδιασμό –μια ένδειξη ότι η Μόσχα θα έπρεπε να προσελκυστεί στην πλευρά της Δύσης και να αποτραπεί μια συμμαχία της με το Πεκίνο.
Κρίση και παγκόσμιος ανταγωνισμός
Το άρθρο δημοσιεύεται σε μια περίοδο που το Βερολίνο χρησιμοποιεί την κρίση στην Ελλάδα για να απαιτήσει εκτεταμένες δυνατότητες παρέμβασης στα πρωταρχικά κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών-μελών της Ε.Ε. Στις 20/5 ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γκ. Βεστερβέλε, ήγειρε μεταξύ άλλων το θέμα της αναστολής, εάν προκύψει ανάγκη, της κυριαρχίας των εθνικών κοινοβουλίων ως προς την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού. Επίσης επέμεινε ότι η Ε.Ε. πρέπει να επιτύχει «εσωτερική ενότητα» και σε τομείς όπως η κοινή στρατιωτική πολιτική. Αυτή θα ήταν η «ατμομηχανή για την περαιτέρω συνένωση της Ευρώπης». «Στο μέλλον», ανέφερε, «μπορεί να αντιμετωπίσουμε προκλήσεις που σήμερα ούτε τις φανταζόμαστε».
Ο κ. Βεστερβέλε ίσως θέλει να προετοιμαστεί η Ευρώπη για πολέμους και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις.
Αν δει κανείς υπ’ αυτό το πρίσμα τη γερμανική επιμονή σε μια οικονομική πολιτική που δημιουργεί ανεργία –πλεονάζον δυναμικό αναλώσιμο, για τα κανόνια- και κάθετη υποτίμηση του μισθού της εργασίας, πιθανώς θα ερμηνεύσει από διαφορετική οπτική γωνία το όλο πείραμα του «ευρωπαϊσμού», μέσα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον, το οποίο οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες προβλέπουν να είναι πολύ λιγότερο ειρηνικό.
Αρ.Α.