Όσο το ξεχνάς το κακό, είναι σαν να το συγχωρείς και να του επιτρέπεις να επαναληφθεί. Του Δημήτρη Βλαχοπάνου

«Έψαχνα στη γειτονιά μη βρω κανέναν ζωντανό. Τίποτα. Όλοι σκοτωμένοι. Φτάσαμε στο σπίτι του Γιάννη Ζορμπά. Εκεί ήταν η γυναίκα του σκοτωμένη κι ένα παιδί του που το έλεγαν Γιώργο. Αυτό είχε ιδιόμορφο κεφάλι. Το έκοψαν οι Γερμανοί και το κάρφωσαν σ’ έναν πάσσαλο. Βρήκα τον Κώτσιο Πατήλα και πήγα μαζί του. Του ζήτησα νερό, δίψασα. Πήγαμε σπίτι του. Ήταν εκεί σκοτωμένη η γυναίκα του με τα δύο του κορίτσια. Και δίπλα σκοτωμένος ο πρόεδρος, κομμένος στη μέση. Τον έκοψαν με ξιφολόγχη, γιατί ήταν βγαλμένα τα έντερά του έξω. Λίγο πιο εκεί, ήταν η γυναίκα του Τσιμούκη σκοτωμένη με το παιδί στην αγκαλιά, σκοτωμένο κι αυτό. Περάσαμε απ’ το σπίτι του Παπαζώη. Του είχαν βγάλει το δέρμα όσο έπιαναν τα γένια του και το πέταξαν δίπλα του. Τον γδάρανε. Εκείνη την ώρα καιγόταν. Από εκεί βγήκαμε στου Χρήστου Κολιοκώτση. Εκεί ήταν σκοτωμένος ο Θύμιος Κολιοκώτσης, οι κοπέλες του, δίπλα η οικογένεια του Στάθη Κολιοκώτση, σκοτωμένοι όλοι, κι ένα μωρό που ήταν στην κούνια του, τριών μηνών, του είχαν βαμπάκι στο στόμα του».

Αφήγηση Νίκου Κριτσιμά,
επιζώντος του ολοκαυτώματος του Κομμένου Άρτας

«Η λήθη του κακού είναι άδεια για την επανάληψή του». Χρειάζεται να ψιθυρίζουμε αδιάκοπα την πρόταση αυτή που είναι χαραγμένη πάνω στην ελληνική στήλη του Μαουτχάουζεν, γιατί όσο το αφήνεις κι όσο το ξεχνάς το κακό, είναι σαν να το συγχωρείς και να του επιτρέπεις να επαναληφθεί. Κι όταν αυτό κρύβει μέσα του τη ναζιστική ιδεολογία και στρέφεται με μίσος και κτηνωδία εναντίον του ανθρώπου, τότε είναι σα να γίνεσαι συνένοχος και συνεργός του, όταν μάλιστα το αποδέχεσαι σιωπηρά και δεν το καταγγέλλεις.
Δεν χωρά αμφιβολία πως όταν οι Γερμανοί κατέκτησαν την Ελλάδα έθεσαν σκοπό τους να μας αφανίσουν ως λαό και ως έθνος. Είναι συγκλονιστική η κατάθεση του Κομνηνού Πυρομάγλου, υπαρχηγού του ΕΔΕΣ, που περιλαμβάνεται στη συνέντευξή του το 1977 για τις ανάγκες της συγγραφής της Ιστορίας της Αντίστασης. Αναφέρει, λοιπόν, ο Πυρομάγλου: «Το 1961 βρισκόμουν στην Ανατολική Γερμανία, όπου ήμουν προσκαλεσμένος και έδωσα διαλέξεις για την ελληνική αντίσταση. Κατά την εκεί παραμονή μου ήρθαν από τη Μόσχα τα γερμανικά αρχεία. Ο Μάτερν, ηγετικό στέλεχος της Λαοκρατικής Γερμανίας, μου έδειξε τότε ένα γερμανικό έγγραφο, που έλεγε ότι αν νικούσαν στον πόλεμο οι Γερμανοί είχαν σκοπό να διώξουν μαζικά τους Έλληνες στην Αφρική και να εγκατασταθούν αυτοί στην Ελλάδα. Για να φαγωθούμε άλλωστε αναμεταξύ μας και για να πάρει απίθανες διαστάσεις ο εμφύλιος πόλεμος, αποφάσισαν οι Γερμανοί να δημιουργήσουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Ο Ι. Ράλλης πρωθυπουργός της κατοχής είχε ζητήσει για το ζήτημα αυτό την έγκριση των κομμάτων και είχε πετύχει την ανοχή των Άγγλων».

Έργα φρίκης
Αν ανησυχούμε πραγματικά για την ελληνική κοινωνία και νοιαζόμαστε για το μέλλον του τόπου και της νέας γενιάς, τότε θα πρέπει να αναδείξουμε -όχι με λόγια μόνο, με ομιλίες και ατέρμονες συζητήσεις- τη ναζιστική βία σε όλη την έκτασή της και τη μεθοδολογία της. Γιατί είναι αβάσταχτο να μιλούν για πατρίδα και να μάχονται τάχα για την καθαρότητα της φυλής μας οι οπαδοί του Χίτλερ και της ρατσιστικής ιδεολογίας τού Τρίτου Ράιχ, που ένα έθνος μονάχα θεωρούσαν ανώτερο, το γερμανικό, και μια μόνο φυλή ξεχώριζαν, την αρία. Όλοι οι άλλοι ανήκαν σε κατώτερους λαούς που ή θα έπρεπε να εκγερμανιστούν για να σωθούν ή θα έπρεπε να εξαφανιστούν.
Ζήτημα πρώτο: Ο ναζισμός μισεί τους Έλληνες και τους θεωρεί κατώτερους πνευματικά και πολιτιστικά. Η γερμανική προπαγάνδα, κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της Αντίστασης, ξεκινώντας μια ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον της Ελλάδας, φιλοτεχνεί το πορτρέτο του Έλληνα με χαρακτηριστικά που συνιστούν προσβολή στην Ιστορία και τον πολιτισμό του ελληνικού έθνους. Στις διάφορες εκθέσεις των γερμανικών Αρχών και επιχειρήσεων γίνεται λόγος για τον Έλληνα εργάτη ως συνώνυμο της κοπάνας, της απροθυμίας για δουλειά, της απειθαρχίας, της χαρτοπαιξίας και της τεμπελιάς. Άλλες εκθέσεις παρουσιάζουν τους Έλληνες ως αχαΐρευτους, που ζητιανεύουν, κλέβουν και στήνουν καβγάδες με τους Γερμανούς. Αξιωματικός, μάλιστα, της Γκεστάπο ξεπερνά κάθε άλλη έκθεση και αποφαίνεται πως ο γερμανικός πληθυσμός παρομοιάζει συχνά τους Έλληνες με τους τσιγγάνους, εξαιτίας των αμφίβολων ηθικών και πολιτικών τους ιδιοτήτων…
Ζήτημα δεύτερο: Ο ναζισμός μισεί τον αδύναμο και ανυπεράσπιστο άνθρωπο. Υπάρχει ένα σημαντικό και συγκλονιστικό φωτογραφικό υλικό με τα σκελετωμένα παιδάκια, με τις ωμές εκτελέσεις, με τα ολοκαυτώματα και τις σφαγές των αμάχων, με τα βασανιστήρια και με ό,τι δεν μπορεί να χωρέσει ο νους του ανθρώπου.
Αυτό το υλικό πιστεύω πως είναι απολύτως αναγκαίο να ανασυρθεί και να εκτεθεί σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας, για να μην τρέφει κανείς αυταπάτες για το τι κουβαλούν στα φορτία τους ο φασισμός και ο ναζισμός και τι έχουν στο νου τους οι οπαδοί του Χίτλερ και της αχαλίνωτης βίας.
Ό,τι κι αν πούμε για την κρίση που γεννά φασιστικές και ναζιστικές νοοτροπίες, δεν έχει νόημα και δεν οδηγεί σε λύσεις το πρόβλημα. Το να ερμηνεύεις μια πραγματικότητα δεν φτάνει. Το ζήτημα είναι να την αλλάξεις. Και οι δυνάμεις της Αριστεράς, γνωρίζοντας καλά πως ο νεοναζισμός βρίσκεται ήδη προ των πυλών και κουνάει απειλητικά τα μαστίγια, μπορούν και πρέπει να χτυπήσουν το κακό τώρα στη ρίζα του. Με τα έργα της φρίκης του και τις ημέρες της θηριωδίας του. Που δεν πρέπει κανείς να ξεχνά.

* Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι εκπαιδευτικός,
ερευνητής  της Ιστορίας του Κομμένου Άρτας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!