Όταν τον περασμένο Μάη η Δυτική συμμαχία αποφάσιζε την αποδοχή της αίτησης ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, Δυτικοί πολιτικοί ιθύνοντες και ΜΜΕ δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους. Πρώτον, επειδή η εγκατάλειψη της γραμμής της ουδετερότητας από τη Σουηδία και η ένταξή της, από κοινού με τη Φινλανδία, στη λέσχη της «αντιρωσικής υστερίας» εμφάνιζε τη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία πολλαπλά ενισχυμένη όσο αφορά τη συνοχή και την τάση επέκτασης της – και ταυτόχρονα επιβεβαίωνε ότι η επικυριαρχία των ΗΠΑ σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο ήταν πλέον αδιαμφισβήτητη. Παράλληλα, θεωρήθηκε ως απτή απόδειξη της απομόνωσης της Ρωσίας και ως το πρώτο σημάδι μιας στρατηγικής ήττας του Πούτιν. Αντί, δηλαδή, με τη στρατιωτική εισβολή να αποτρέψει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, κατάφερε να ωθήσει σ’ αυτό και τους Σκανδιναβούς γείτονές του.

Οι πανηγυρισμοί εκείνοι, όμως, δεν έπαιρναν υπόψη τους το βάθος των επιφυλάξεων που είχε διατυπώσει επίσημα η Τουρκία. Προφανώς θεωρήθηκαν μέρος των γνωστών παζαριών του Ερντογάν, που εύκολα θα παρακάμπτονταν. «Ανάγκασαν» μάλιστα τις δύο χώρες να υπογράψουν μνημόνιο συνεργασίας με την Άγκυρα και να αποδεχθούν τους όρους που η Τουρκία έβαζε προκειμένου να τις αναγνωρίσει ως συμμάχους.

Έκτοτε ξεκίνησε μια διαδικασία παζαριών και ταπείνωσης όχι μόνο της Σουηδίας αλλά και του ίδιου του ΝΑΤΟ. Παρά το γεγονός ότι η νέα συντηρητική σουηδική κυβέρνηση τήρησε όλους τους όρους που είχε προσυπογράψει η προηγούμενη σοσιαλδημοκρατική, η Άγκυρα ζητούσε, τις πιο πολλές φορές με το γνωστό ιταμό ύφος της, όλο και περισσότερα. Σε βαθμό ώστε ανάγκασε τον Σουηδό πρωθυπουργό Κρίστερσον να δηλώσει πρόσφατα: «Η Τουρκία επιβεβαιώνει ότι έχουμε πράξει όσα είπαμε ότι θα πράξουμε, αλλά ζητά επιπλέον πράγματα που δεν μπορούμε ή δεν επιθυμούμε να της δώσουμε. Η απόφαση λοιπόν εναπόκειται πλέον στην Τουρκία».

Προς τι η επιμονή της Άγκυρας;

Η δήλωση αυτή ήρθε λίγες μέρες μετά από δημοσκόπηση για λογαριασμό της εφημερίδας Dagens Nyheter, με τους Σουηδούς να δηλώνουν σε ποσοστό 79% ότι η χώρα θα πρέπει να υπερασπισθεί το κράτος δικαίου της, ακόμη και αν αυτό σημάνει την καθυστέρηση της ένταξής της στο ΝΑΤΟ. Τέτοιες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης δεν μπορεί παρά να ανησυχούν το πολιτικό προσωπικό της χώρας, αλλά και τη ΝΑΤΟϊκή ηγεσία, καθώς καθιστούν απρόβλεπτη τη συμπεριφορά των πολιτών όσο ο καιρός περνά και η συνολική κατάσταση βαραίνει.

Βέβαια η στάση της Τουρκίας και οι καθυστερήσεις στην τυπική ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ δεν επηρεάζουν στο ελάχιστο ούτε τα ΝΑΤΟϊκά σχέδια στο πόλεμο της Ουκρανίας, ούτε τη γενική τάση προς τον πόλεμο που δυναμώνει σε πλανητική κλίμακα. Ήδη οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους έχουν δημόσια δεσμευτεί ότι «θα συνδράμουν στρατιωτικά τη Σουηδία και τη Φινλανδία σε περίπτωση που δεχθούν επίθεση». Επιπλέον, η Σουηδία και οι ΗΠΑ έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για διμερή συμφωνία αμυντικής συνεργασίας.

Γράφει η σουηδική εφημερίδα Proletären, που απηχεί τις απόψεις του Κομμουνιστικού Κόμματος: «Είναι ντροπιαστικό το πώς η κυβέρνηση του Κρίστερσον σκύβει και υποκλίνεται στον Ερντογάν προκειμένου να μπει στην πολεμική συμμαχία των ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση λέει ότι θέλει να καταπολεμήσει την “τρομοκρατία”, κλείνει τα μάτια στην υποστήριξη της Τουρκίας προς τους ισλαμιστές τρομοκράτες στη Συρία. Και όταν ο Ερντογάν βομβαρδίζει τη βόρεια Συρία, ο υπουργός Εξωτερικών Τομπίας Μπίλστρομ ισχυρίζεται ότι η Τουρκία δεν παραβιάζει το διεθνές δίκαιο – γεγονός που δείχνει ότι είναι ένα καθαρό ψέμα ότι ο λόγος για τον οποίο η Σουηδία επιθυμεί να προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ είναι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία… Ισχυρές δυνάμεις ήθελαν εδώ και καιρό τη Σουηδία στο ΝΑΤΟ. Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία ήταν επομένως ένα καθαρό δώρο στους πιο φανατικούς πολεμοκάπηλους, που εδώ και καιρό επιδιώκουν την πλήρη ένταξη, δεδομένου ότι η Σουηδία είχε ήδη συμμετάσχει στους πολέμους του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν και τη Λιβύη».

Έτσι το εύλογο ερώτημα σχετικά με τους λόγους που έχει η Τουρκία να «εκνευρίζει» τη Δυτική συμμαχία με τη στάση της έχει μια λογική απάντηση. Επιδεικνύει διεθνώς πολιτική μεγάλης δύναμης και παζαρεύει ανελέητα για να αποσπάσει περισσότερα ανταλλάγματα από τη Δύση. Στο επίκεντρο των διεκδικήσεων της Άγκυρας είναι η αγορά των F16, η αναγνώριση του ρόλου της σε Συρία, Λιβύη και Υπερκαυκασία, και βέβαια οι διεκδικήσεις της σε Μεσόγειο, Κύπρο και Αιγαίο. Η στάση της αναμφισβήτητα ενισχύεται από την ανοχή που δείχνει η Δύση στην πολιτική της σε όλα τα ανοικτά μέτωπα, ακόμα και στους εκβιασμούς με την Σουηδία. Στην προγραμματισμένη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ-Τουρκίας στα μέσα Γενάρη θα φανεί αν οι επιλογές της Άγκυρας ικανοποιηθούν άμεσα, ή θα συνεχιστούν οι ισορροπίες σε τεντωμένο σκοινί.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!