Οι ευθύνες, πλέον, πέρα από συλλογικές, επιμερίζονται, και η στάση του καθενός μετράει

Του Βασίλη Χατζηλάμπρου*

 

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι δανειστές συνεχίζουν να ζητούν γη και ύδωρ, επιμένοντας στο τελεσίγραφο που επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση μετά την κατάθεση της πρότασής της την περασμένη Δευτέρα, όταν σταμάτησαν, επί της ουσίας, τη διαπραγμάτευση.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεκάδες είναι τα μηνύματα και τα τηλεφωνήματα από συντρόφους και φίλους. «Πείτε τους να γυρίσουν πίσω». «Μην υπογράψετε». Και πλήθος ανθρώπων που «δαγκώνονται» για όλες τις ανακοινωμένες προτάσεις της ελληνικής πλευράς και προσμένουν ένα θαύμα, μια κίνηση της τελευταίας στιγμής από την πλευρά του Αλέξη Τσίπρα. Για να σωθεί η ελπίδα… Στο «και πέντε».

Γιατί, όμως, φτάσαμε ώς εδώ; Και κυρίως, γιατί φτάσαμε με αυτόν τον τρόπο; Δηλαδή, η πρόταση της κυβέρνησης να ακυρώνει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, να ακυρώνει τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, να μας απομακρύνει δραματικά από ό,τι πολιτικά και κοινωνικά υπερασπίζεται το πρόγραμμα και οι θέσεις μας, και ως τέτοια να δημιουργεί σοβαρά πολιτικά προβλήματα ουσίας, την ίδια στιγμή που οι δανειστές θέλουν και άλλα. Τα θέλουν όλα.

Η «δημιουργική ασάφεια» της Συμφωνίας της 20ής Φλεβάρη μετατρέπεται σε δημιουργική σαφήνεια ακύρωσης όχι απλώς του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά της λαϊκής εντολής της 25ης του Γενάρη. Γιατί παρ’ όλο που το μυαλό τα τελευταία εικοσιτετράωρα μπορεί να χάνεται στους υπολογισμούς των νέων συντελεστών του ΦΠΑ και στις περικοπές έως το 2025, ο πυρήνας του ζητήματος δεν είναι οικονομικός. Είναι πέρα για πέρα πολιτικός.

 

Λαϊκή εντολή και δημοκρατία στην Ευρώπη

Στις 25 Γενάρη ο ελληνικός λαός μάς έδωσε την εντολή να σταματήσουμε τα μνημόνια και το καθεστώς επιτροπείας της χώρας και να δουλέψουμε προκειμένου ο τόπος αυτός να μπορεί να σταθεί στα πόδια του, να «πάει αλλιώς», αντιστρέφοντας την τεράστια καταστροφή που έχει συντελεστεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.

Στις 25 Γενάρη ο ελληνικός λαός μάς έδωσε εντολή αλλαγής πολιτικής. Αυτή η εντολή είναι η δέσμευσή μας. Αυτή η εντολή είναι το πολιτικό πλαίσιο της δημοκρατικά εκλεγμένης ελληνικής κυβέρνησης.

Αυτή ακριβώς η εντολή αμφισβητείται, επί της ουσίας, από την πρώτη στιγμή από τους δανειστές, οι οποίοι… μετατράπηκαν σταδιακά σε «εταίρους», τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και οι πέραν του Ατλαντικού. Λες και ξεχάσαμε ότι οι «εταίροι μας» αποτελούν αποδεδειγμένα οικονομικούς δολοφόνους των χωρών του ευρωπαϊκού μεσογειακού Νότου. Λες και ξεχάσαμε τις εμπειρίες και τα αποτελέσματα της εμπλοκής του ΔΝΤ σε όποια χώρα του κόσμου κι αν πέρασε.

Η συστηματική καλλιέργεια του κλίματος συνεννόησης και «κανονικότητας» με τα συγκεκριμένα διευθυντήρια είναι σαφές ότι δημιούργησε μια σειρά αυταπάτες, ότι με κάποιον μαγικό τρόπο, στο τέλος, θα τα βρούμε.

Επιπρόσθετα, η λογική «πάση θυσία συμφωνία», που επίσης ακολουθήθηκε ως πολιτική αλλά και καλλιεργήθηκε στον κόσμο, δημιούργησε ένα πλέγμα εγκλωβισμού. Γιατί είναι σαφές ότι για τους δανειστές, το «πάση θυσία συμφωνία» σημαίνει απλώς συμφωνία με τους δικούς τους όρους. Όταν γνωρίζουν καλά ότι μπορούν να πιέσουν μέχρι ασφυξίας στα ζητήματα της ρευστότητας. Όταν γνωρίζουν πολύ καλά ότι ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα, παρά την αλλαγή κυβέρνησης. Και, κυρίως, όταν είναι σαφές ότι αρνούνται να αποδεχτούν την πολιτική αλλαγή που συντελέστηκε στην Ελλάδα και θα κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να τη δυναμιτίσουν, να τη λερώσουν και να την αμαυρώσουν.

Το δόγμα της Ευρώπης του μερκελισμού αλλά και των τεχνοκρατών του ΔΝΤ είναι σαφές και ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή απέναντί μας: κάνατε ή όχι εκλογές, αλλάξατε ή όχι κυβέρνηση, είστε δημοκρατικά εκλεγμένη και με συγκεκριμένη λαϊκή εντολή, μας είναι αδιάφορο. Έχετε υποχρεώσεις, τρέχον πρόγραμμα που πρέπει να ολοκληρωθεί και θα τα εφαρμόσετε. Οι δανειστές ήταν καθαροί από την αρχή στις προθέσεις τους. Γιατί η Ευρώπη του μερκελισμού, που ετοιμάζεται να ψηφίσει έναν υπουργό Οικονομικών για την ευρωζώνη συνδεδεμένο με ανεξάρτητες οικονομικές αρχές σε κάθε κράτος-μέλος, ανεξάρτητες από την κάθε κυβέρνηση, δεν διέπεται από δημοκρατικές ευαισθησίες. Δεν λειτουργεί δημοκρατικά, είναι η έκφραση του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού και μάλιστα σε συνθήκες κρίσης.

 

Η στρατηγική της… επικοινωνίας

Η διαπραγματευτική στρατηγική της κυβέρνησης «ξέχασε» όλα τα παραπάνω. Ταύτισε την τακτική, ακόμα και τη φρασεολογία, που μπορεί να χρειάζεται να έχει μια διαπραγματευτική ομάδα, με την εσωτερική πολιτική που οφείλει να ακολουθήσει. Δημιούργησε έτσι κλίμα υποχωρητικότητας a priori: θα κάνουμε λίγο πίσω εμείς, θα κάνουν λίγο πίσω εκείνοι, αλλά στο τέλος θα τα βρούμε. Αποπολιτικοποίησε, παράλληλα, τη μάχη της διαπραγμάτευσης, την ώρα που διεκδικούσε -και σωστά- τον πολιτικό χαρακτήρα της στην Ευρώπη. Ξεχνώντας, όμως, ότι σε μια τέτοια διαδικασία υπάρχουν πολλά επίπεδα πολιτικής παρέμβασης, καθηλώνοντας έναν ολόκληρο λαό να περιμένει να ακούσει διά τηλεοράσεως πότε υπογράφεται η συμφωνία: σε τρεις ώρες, στο επόμενο Εurogroup, στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής, στο τέλος της βδομάδας… Τη μια, είμαστε πιο κοντά από ποτέ, την άλλη ξαναχωρίζουμε. Μια τακτική «κρύο-ζέστη», που ακινητοποίησε και αδρανοποίησε τον κόσμο. Μια τακτική που, σε συνδυασμό με τη μη-λειτουργία του κόμματος, παρέλυσε τον ΣΥΡΙΖΑ.

Όμως, η μάχη -γιατί περί τέτοιας πρόκειται- μιας τέτοιου τύπου διαπραγμάτευσης θα έπρεπε να περιλαμβάνει πολλά και διαφορετικά επίπεδα κινητοποίησης και κίνησης κόσμου. Θα έπρεπε να περιλαμβάνει σχέδιο συγκεκριμένων και γρήγορων παρεμβάσεων και στο «εσωτερικό μέτωπο», στο επίπεδο της διακυβέρνησης, όπου τα δείγματα γραφής μας, αν και υπαρκτά, είναι πολύ λίγα.

Η γενίκευση μιας επικοινωνιακού τύπου πολιτικής, διά τηλεοράσεως, διαρροών και non paper, δεν μπορεί να υποκαταστήσει σε τέτοιες συνθήκες, σε καμία περίπτωση, την ενεργητική πολιτική δράση και παρέμβαση που οφείλαμε να έχουμε σε όλα τα επιμέρους επίπεδα. Παρέμβαση που, από κάθε διαφορετικό επίπεδο (κοινωνικό, κομματικό, κυβερνητικό, διαπραγματευτικό κ.λπ.) θα έπρεπε να συγκλίνει, να αποδεικνύει και να υπερασπίζεται στην πράξη ότι στις 25 Γενάρη, στην Ελλάδα, υπήρξε τομή με το παλιό πολιτικό σύστημα και το καράβι που λέγεται Ελλάδα, πλέον, πλέει αλλιώς. Καταλάβετέ το, κύριοι «εταίροι», δανειστές, μεσάζοντες, πρώην, μελλοντικά πρόθυμοι, μέσα και έξω.

Στις σκληρές αυτές συνθήκες, η κυβέρνηση είχε και έχει μόνον έναν σύμμαχο: τον ελληνικό λαό. Και σε δεύτερο επίπεδο τους λαούς του Ευρωπαϊκού Νότου κυρίως, όχι όμως τις πολιτικές τους ηγεσίες. Πράγμα που σημαίνει ότι η ενεργητική στάση, συμμετοχή και οργάνωση του λαού θα έπρεπε να ήταν πολύ ψηλά στην ατζέντα μας, όλο το προηγούμενο διάστημα. Τα σποραδικά καλέσματα κινητοποίησης είναι λίγα και δεν αρκούν σε τέτοιες συνθήκες.

 

Ρήξη και «ρήξη»

Την ίδια στιγμή που οι δανειστές και όλοι τους οι πολιτικοί εκφραστές, εντός και εκτός συνόρων, επιχείρησαν και επιχειρούν να δημιουργήσουν κλίμα τρομοκρατικής προπαγάνδας, αφήσαμε τη βασική τους επιχειρηματολογία αναπάντητη. Ταύτισαν τη ρήξη με τη χρεοκοπία και το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», ερμήνευσαν και συνεχίζουν να ερμηνεύουν τη λαϊκή εντολή κατά το πώς θέλουν – «δεν έχει εντολή για ρήξη».

Και όλα αυτά, όταν οι «θεσμοί» έχουν κηρύξει ρήξη προς την ελληνική πλευρά σε κάθε επίπεδο, κάνοντας τη μία… μονομερή κίνηση μετά την άλλη, ζητώντας ακόμα και απόσυρση νομοσχεδίων και νόμων από την ελληνική Βουλή.

Η διαχείριση, λοιπόν, της ρήξης αφέθηκε να διαστραφεί, να ερμηνευτεί από το αντίπαλο στρατόπεδο. Γιατί η ρήξη σημαίνει πρώτα από όλα κόψιμο της πολιτικής σχέσης με το παλιό σύστημα, σημαίνει αμφισβήτηση του υπάρχοντος οικονομικού μοντέλου που επιβλήθηκε και εφαρμόστηκε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Η ρήξη -και τα διαφορετικά επίπεδά της- δεν είναι κάτι άυλο: οργανώνεται με μέτρα, αποφάσεις, πολιτική.

Ρήξη σημαίνει, επίσης, σταμάτημα της επιτροπείας και επικυριαρχίας της χώρας μέσω των μνημονιακών πολιτικών. Και σε αυτό το επίπεδο είναι αναπόφευκτη. Είναι κομμάτι της διακηρυγμένης πολιτικής μας. Είναι ο πυρήνας της λαϊκής εντολής που έχουμε. Γιατί δεν γίνεται διαφορετικά. Γιατί το σταμάτημα της επιτροπείας της χώρας και της συνέχισης αντιμετώπισής της σαν αποικία χρέους από «εταίρους» και δανειστές απαιτεί πολιτική ρήξη. Αναγκαστικά και αντικειμενικά. Οι λογικές κεντροαριστερής διαχείρισης δεν μπορούν να εφαρμοστούν, πλέον, στην Ελλάδα. Γιατί η καταστροφή που έχει συντελεστεί στη χώρα, δεν επιτρέπει καμία πιο ευαίσθητη και ανθρώπινη συνδιαχείριση στο υπάρχον μοντέλο. Αυτό το μήνυμα θα έπρεπε να είχαμε επικοινωνήσει εμείς, απευθείας, στον λαό.

 

Να μη χαθεί η ελπίδα

Οι εξελίξεις τις τελευταίες μέρες δεν είναι θετικές. Η λογική της υποχωρητικότητας και συνεννόησης με τους δανειστές και τους εκπροσώπους τους μάς έχει φέρει πίσω, στο σημείο να συζητάμε μια μνημονιακής κοπής συμφωνία, που έχει «παγώσει» τον κόσμο. Μια συμφωνία που θα ακυρώσει όλο μας το εγχείρημα αν προχωρήσει, επιβεβαιώνοντας τους πολιτικούς μας αντιπάλους ότι «δεν υπάρχει ζωή πέρα από τα μνημόνια», «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική».

Στο οικονομικό επίπεδο είναι σαφές ότι αυτός ο λογαριασμός δεν βγαίνει. Θα καταδικάσει τη χώρα όχι μόνο σε συνέχιση της λιτότητας, αλλά και σε παρατεταμένη βαθιά ύφεση. Θα καταστρέψει παραγωγικές δυνάμεις και δυνατότητες για όποια μελλοντική ανάκαμψη. Κι όλα αυτά, όταν η συζήτηση για το χρέος έχει αποσυρθεί από τους δανειστές, ακόμα και ως υποσχετική ή υπάρχει μόνο ως τέτοια.

Καμία από τις υπάρχουσες προτάσεις, που συζητούνται, δεν μακιγιάρεται. Ας είμαστε καθαροί και ειλικρινείς προς τους εαυτούς μας και κυρίως προς τον λαό. Άρα, τι κάνουμε;

Καμία αυταπάτη, ανοιχτή απεύθυνση στον λαό με συμπεράσματα από την εμπειρία της διαπραγμάτευσης. Πλήρης ενεργοποίηση όλων των πολιτικών μας εργαλείων. Μην ξεχνάμε ποιοι είμαστε και ποια πολιτική ήρθαμε να υπηρετήσουμε. Μην ακυρώσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Δεν είμαστε σαν τους άλλους, τους προηγούμενους και όσους είναι εντεταλμένα πρόθυμοι για… επόμενοι. Το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να βουτηχτεί στη λάσπη, στο όνομα οποιουδήποτε «κυβερνητικού ρεαλισμού». Ενός ρεαλισμού που αύριο θα αναγκαστεί να ψηφίζει με συνοπτικές διαδικασίες κείμενα, μόλις μεταφρασμένα και χωρίς να γνωρίζουμε τα παραρτήματά τους, καταρρακώνοντας το κύρος και την κυριαρχία της ελληνικής Βουλής. Ενός ρεαλισμού που θα στέλνει τα ΜΑΤ για να προχωρήσει μέτρα και ιδιωτικοποιήσεις αντίθετα προς την κοινωνία. Σε ένα «μαρτύριο σταγόνας» για ρευστότητα, μέχρι την επόμενη δόση και τα επόμενα μέτρα… Αυτό το απαίσιο θρίλερ, το έχουμε ξαναδεί. Πολίτες που λίγα περιμένουν από τον ΣΥΡΙΖΑ, ζητούν τουλάχιστον να τελειώσει αυτές τις ασχήμιες.

Οι ευθύνες, πλέον, πέρα από συλλογικές, επιμερίζονται. Και η στάση του καθενός μετράει. Αν κρατάει την ελπίδα μιας άλλη προοπτικής ζωντανή.

 

* Ο Βασίλης Χατζηλάμπρου είναι βουλευτής Αχαΐας του ΣΥΡΙΖΑ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!