Του Παναγιώτη Σωτήρη *
Την ώρα που οι εργαζόμενοι αυτής της χώρας είναι αντιμέτωποι με τον κίνδυνο της μεγαλύτερης επιδείνωσης της θέσης τους, μετά την εποχή του Εμφυλίου, η Αριστερά κάθε απόχρωσης δείχνει να πετυχαίνει το μάξιμουμ της πολιτικής αναποτελεσματικότητας.
Είτε σπαρασσόμενη από ένα καταστροφικό μείγμα εσωτερικών ανταγωνισμών, είτε διαλέγοντας την αυταρέσκεια της κομματικής καταγραφής, αδυνατεί να παίξει το ρόλο της κοινωνικής και πολιτικής πρωτοπορίας στη μεγάλη σύγκρουση που είναι σε εξέλιξη.
Το να αποδώσουμε την ευθύνη στην αδυναμία συνεννόησης ή συνειδητοποίησης των προκλήσεων, δεν επαρκεί. Ζούμε τη συμπύκνωση όλων των αντιφάσεων και των αδυναμιών της υπαρκτής Αριστεράς.
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ αυτό αφορά την ψυχαναγκαστική υπεράσπιση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, την ώρα που η ΟΝΕ και το ευρώ συνεπάγονται τη συνεχή έκθεση στη συστημική βία του διεθνοποιημένου καπιταλισμού, τον καθωσπρεπισμό μιας αντίληψης «αριστερής διακυβέρνησης» που παρεμποδίζει την υιοθέτηση μιας καθαρής θέσης για άμεση διαγραφή του χρέους, την αντιμετώπιση των κινημάτων ως «πολιτικής αισθητικής» και βολικού σκηνικού για προεκλογικές εκστρατείες, τα πολλαπλά ανεξόφλητα γραμμάτια προς τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και την καθεστωτική «τοπική αυτοδιοίκηση».
Στην περίπτωση του ΚΚΕ έχουμε τη βαθιά ηττοπάθεια μιας γραμμής που επενδύει στη γενικευμένη κοινωνική συντριβή ως προϋπόθεση για την αγωνιστική ανάταση, με την υποκατάσταση της πολιτικής από την κομματική οικοδόμηση, τον παροξυσμό σεχταρισμού απέναντι σε κάθε φωνή που διεκδικεί την ενότητα μέσα στους αγώνες, το βαθύ συντηρητισμό της ταύτισης σοσιαλισμού και απλής κρατικοποίησης.
Αλλά και η αντικαπιταλιστική Aριστερά, παρά τη σημαντική συμβολή της στις κοινωνικές αντιστάσεις, δεν αποφεύγει το ναρκισσισμό της «αριστερής αντιπολίτευσης», το βόλεμα στη μικρή κλίμακα, τη φοβική αντίδραση απέναντι στο ενδεχόμενο παρέμβασης στη συνολικότερη συζήτηση για το «ποια Αριστερά θέλουμε». Απέναντι στη συνολική εικόνα αναξιοπιστίας της Αριστεράς χρειάζεται ένας διαφορετικός δρόμος: Να πούμε ότι απέναντι στο Μνημόνιο η διαγραφή του χρέους, η ρήξη με την Ε.Ε., η έξοδος από την ΟΝΕ και το ευρώ, η εθνικοποίηση των τραπεζών και η αναδιανομή εισοδήματος, αποτελούν συγκεκριμένο εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα. Να οικοδομήσουμε την πιο πλατιά αγωνιστική συσπείρωση και τους θεσμούς αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης που θα στηρίξουν τον προδιαγραφόμενο παρατεταμένο πόλεμο, ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική. Να ανασυγκροτήσουμε το πραγματικό ταξικό κίνημα και όχι απλώς τους συσχετισμούς μιας ηττημένης γραφειοκρατίας. Να τολμήσουμε να αρνηθούμε τα σημερινά στεγανά και όρια της υπαρκτής Αριστεράς, όχι μέσα από την ξαναζεσταμένη προοπτική της δεξιάς μετατόπισης στο όνομα της διεμβόλισης του ΠΑΣΟΚ, ούτε μέσα από εκλογικά μέτωπα μιας χρήσης, αλλά αναμετρώμενοι με την πρόκληση της διαμόρφωσης μιας πρωτότυπης και μάχιμης εκδοχής αριστερού μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση.
Βολεμένη στα όρια της κοινωνικής διαμαρτυρίας και της υποκατάστασης της πολιτικής από την αισθητική ή την ηθική, όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά το 1989, η υπαρκτή Αριστερά κινδυνεύει να οδηγήσει σε καταστροφική συνθήκη τις κοινωνικές δυνάμεις που θα έπρεπε να εκπροσωπήσει. Τυχόν απρόσκοπτη εφαρμογή του Μνημονίου θα σημάνει μακρόχρονο κύκλο ιστορικής ήττας που θα διαβρώσει τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις της Αριστεράς και θα την περιθωριοποιήσει. Αντίθετα, η αναμέτρηση με τις πραγματικές προκλήσεις, η αντιμετώπιση της νίκης του κινήματος ως πρώτιστη προτεραιότητα και η συμβολή στην ανασύνθεση του κοινωνικού και του πολιτικού υποκειμένου που οι καιροί απαιτούν, θα ανοίξουν νέους δρόμους ανατροπής.