«Ανθεκτικότητα», η νέα μεγάλη κοινωνική ιδεολογία που εμφανίζεται ως φόντο στο δημόσιο –προπαγανδιστικό βασικά– διάλογο το τελευταίο διάστημα. Αδερφάκι δίδυμο της «προσαρμοστικότητας», αρετή που τόσο δουλικά αναβάθμισε ο πρωθυπουργός μας για να προδιαγράψει την αδιαπραγμάτευτη θέση της χώρας στη «σωστή μεριά της ιστορίας».
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ λοιπόν, σύμφωνα πάντα με τους εντεταλμένους για την πολιτική και δημοσιογραφική μας χειραγώγηση- έχουν πάνω-κάτω ως εξής: Ζούμε σ’ έναν κόσμο απειλών μεγάλης κλίμακας, ευάλωτοι, εύθραυστοι κι ανεπαρκείς. Φυσικές καταστροφές, οικονομικές κρίσεις, γεωπολιτικές συγκρούσεις, πανδημίες και πόλεμοι, βία γενικώς. Απέναντι σε αυτά, ένας τρόπος ύπαρξης κοινωνιών και ανθρώπων ανήκει στο παρελθόν. Σήμερα, πρέπει στην προμετωπίδα να μπει ο νέος, υπέρτατος στόχος: Η Επιβίωση. «Να αντέξουμε», λοιπόν, έτσι ξεκινά η αφήγηση που, κατρακυλώντας μας μέχρι το τελικό όριο-πάτο, ξεκινά να κάνει πολιτική στα συντρίμμια και με τα συντρίμμια. Γιατί όλα τ’ άλλα πια είναι παντεσπάνι. Όμως αυτό είναι μόνο η αρχή.
Αιτίες και λόγοι πρέπει να εξαφανιστούν από τη συζήτηση. Στο στόχαστρο μπαίνουν μονάχα ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, μια ο σταθμάρχης, μία ο τροχονόμος κι έχει ο Θεός. Ή καλύτερα η Μοίρα, πότε τη λένε πανδημία, πότε κλιματική κρίση. Από τον πραγματισμό μέχρι την απόλυτη αφαίρεση, μια ξεπατικωτούρα που μοιράζεται διεθνώς για να επιβάλει στο μυαλό το «αναπότρεπτο». Αυτό που μας ήρθε από το πουθενά, κάτι μεγάλο, απροσπέλαστο ίσως στον κοινό νου. Κάτι που μόνο η αποφασιστικότητα, η ισχύς και η αλήθεια της Επιστήμης και του Ηγεμόνα θα μπορούσαν κάπως να το ερμηνεύσουν και να το κουμαντάρουν. Κι έτσι η Δημοκρατία ξεφτίζει, πότε στο «εκκενώστε μας τη γωνιά», πότε σε ένα «εκ των ενόντων» –αληθινά ηρωικό μέχρι την επόμενη καταστροφή– πότε στο «είμαστε όλοι ένα απέναντι στην καταστροφή». Εννοείται βέβαια ότι στη Δημοκρατία δε χωράνε «ψεκασμένοι» και τέτοια. Όπως έγραψε και κάποιος με αφορμή τις νέες ταυτότητες «αν δεν υπήρχε η γραφική συνωμοσιολογία το σύστημα θα έπρεπε να την εφεύρει για να μπορούν να κρύβονται και να απαξιώνονται μέσα στην ευρύτερη γραφικότητα ενστάσεις που είναι λογικές».
Στην προμετωπίδα ο νέος, υπέρτατος στόχος: Η Επιβίωση. «Να αντέξουμε», έτσι ξεκινά η αφήγηση που, κατρακυλώντας μας μέχρι το τελικό όριο-πάτο, ξεκινά να κάνει πολιτική στα συντρίμμια και με τα συντρίμμια. Γιατί όλα τ’ άλλα πια είναι παντεσπάνι.
ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΩΣ ανοίγουν νέες δουλειές, πάνω σε υπαρκτά και μελλοντικά καμμένα και καμμένους. Ένας γαλαξίας ανοικοδομήσεων και περιφρουρήσεων, θεραπειών και προλήψεων, καινοτόμων ιδεών και προγραμμάτων, έτσι ώστε «να είμαστε έτοιμοι». Το κράτος που άφησε τα πάντα να καούν θα μας σώσει από τον επόμενο εφιάλτη. Κι έχει απ’ όλα ο μπαξές: «Ανθεκτικές πόλεις», τίποτα επιδοτήσεις για φίλτρα αέρα μπας και γλυτώσουμε από τις καλοκαιρινές στάχτες, καμιά ειδοποίηση στο κινητό ότι κατεβαίνει πλημμύρα, λάπτοπ στους μαθητές για τις κρύες μέρες του χειμώνα και του ακριβού πετρελαίου. Μαζί ίσως και με πιο σκληρά γκέτο, καθώς το… δικαίωμα στην ανθεκτικότητα δεν είναι για όλους το ίδιο.
Αλλού, κάποια μεγάλη, πρόσκαιρη φασαρία για τη βιοποικιλότητα και τη φύση εν γένει, που αφού καταστράφηκε π.χ. στη Δαδιά θα πρέπει τώρα γρήγορα να κλειστεί σε μουσεία και νέτφλιξ, απομακρύνοντάς την από κάθε ανθρώπινη παρουσία. Ή ακόμα καλύτερα ανοίγοντας τον δρόμο για τη μόνη υγιή δραστηριότητα που μπορεί αποτελεσματικά να σώσει τα πράγματα, την Ιδιωτική Πρωτοβουλία. Αυτή άλλωστε είναι και η μόνη δουλειά που έχει απομείνει στο κράτος. Μαζί βέβαια με την αστυνομία -πολλή αστυνομία, παντού αστυνομία, νέα είδη αστυνομίας- καθώς ο εχθρός ξεμυτά από παντού και βεβαιότατα μπορεί να «πιαστεί». Κοινώς, ανθεκτικό ίσον ιδιωτικό, ανθεκτικό ίσον καταστολή.
ΝΑ ΑΝΤΕΞΕΙ λοιπόν μα ο καθένας μόνος του. Όχι ως πολίτης, στα πλαίσια δηλαδή μιας Πολιτείας, μα σαν χρήστης, καταναλωτής, και επιπλέον πια ως «άτομο υπό προστασία». Ένας προσωπικός αγώνας δρόμου με την αρωγή «συμμετοχικών» πρότζεκτ από καλοθελητές ή αφελείς, δυνητικών «ευκαιριών», με επιδόματα όλων των ειδών, την ώρα που καθετί δημόσιο χτυπιέται μανιωδώς. Και ν΄ αντέξει γιατί το αύριο θα είναι σίγουρα χειρότερο. Χωρίς ελπίδα δηλαδή και με πολύ φόβο. Όσο για την ανθεκτικότητα της χώρας; Να σκεφτεί κανείς μόνο την Αλεξανδρούπολη, γεμάτη αμερικάνικες βάσεις, που μόλις λίγο καιρό πριν φιγούραρε στις αναπτυξιακές εξαγγελίες, για να καταλήξει τώρα πρωτεύουσα ενός καμμένου νομού. Να σκεφτεί τα νησιά μας, που προσφέρουν αφιλοκερδώς τα όπλα τους στο ουκρανικό μέτωπο την ώρα που έχουν μπει στους τουρκικούς χάρτες, μα κι αυτά που καταστρέφονται αργά και σταθερά από τις τουριστικές ορδές. Ποια ανθεκτικότητα λοιπόν;
Και θα σκάνε οι φούσκες που τάχα μας προστατεύουν. Και θα προσφέρονται ολοένα και πιο μικρές, για να περιφράσουν μαζί και τη συνείδησή μας -που κι αυτή πρέπει να γίνει πια ανθεκτική. Έτσι που σκέψη και συμπεριφορά να φτάνουν το πολύ μέχρι την καπατσοσύνη, την καβάτζα, το γιολάρισμα -ανάλογα και με το πορτοφόλι. Μα και πιο διευρυμένα, με ένα γενικό, διάχυτο, αντανακλαστικό μίσος σε ό,τι μοιάζει να απειλεί το καβούκι μας. Γίνε ανθεκτικός κυνηγώντας τον πρώτο τυχόντα «φταίχτη».
ΓΙΑ ΤΟΥΣ υπέρμαχους της «ανθεκτικότητας» τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Να είσαι «ανθεκτικός» σημαίνει να μην αντιστέκεσαι.