Η απεργία της 24ης Φλεβάρη υποθήκη για ένα πλατύ κίνημα ανατροπής του Συμφώνου Σταθερότητας
Του Γιώργου Κατερίνη
Ξεπέρασε τις αρχικές προβλέψεις η συμμετοχή των εργαζομένων στην απεργία της Τετάρτης. Αυτή είναι η αίσθηση όσων συμμετείχαν στην οργάνωση και προετοιμασία της απεργίας, στην οποία είχαν στρέψει τα βλέμματά τους και οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι.
Η μαζικότητα των διαδηλώσεων στην Αθήνα αλλά και σε αρκετές πόλεις, η συμμετοχή νέων, αλλά και τα ποσοστά συμμετοχής στην απεργία σε πολλούς χώρους δουλειάς, γεννούν προσδοκίες για την οργάνωση της αντίδρασης των εργαζομένων.
Αισιόδοξη προοπτική ανοίγεται με την παράλληλη εξέλιξη αγώνων σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, κάτι που προσδίδει μια διεθνή διάσταση στις κινητοποιήσεις, στο βαθμό που προκύψει ένας στοιχειώδης συντονισμός μεταξύ απεργών και συνδικάτων από όλη την Ευρώπη.
Το ζητούμενο όλων είναι η συνέχεια των αγώνων, αφού ακόμη και την ημέρα της απεργίας βρισκόταν στην Ελλάδα κλιμάκιο τεχνοκρατών, στο πλαίσιο του μηνιαίου ελέγχου της πορείας εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας. Στο στόχαστρο των ελεγκτών είναι η αύξηση των ορίων ηλικίας, η απελευθέρωση των απολύσεων και η κατάργηση, ουσιαστικά, των Συλλογικών Συμβάσεων, προς όφελος της «ελευθερίας» στην αγορά εργασίας. Χαρακτηριστικό της έντασης των ελέγχων και των πιέσεων να προχωρήσουν τα μέτρα του Ecofin, είναι ότι την ερχόμενη Δευτέρα άλλη κοινοτική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον αρμόδιο Επίτροπο Όλι Ρεν, με το πόρισμα των ελεγκτών στο χέρι, θα βρίσκεται στην Ελλάδα.
Με δεδομένη την απροθυμία των τριτοβάθμιων και των περισσοτέρων δευτεροβάθμιων οργανώσεων, δημιουργείται κλίμα αποκλιμάκωσης και όχι έντασης των κινητοποιήσεων. Η αλήθεια είναι ότι οι εργαζόμενοι που συμμετείχαν είτε στην απεργία είτε και στη διαδήλωση, δεν περίμεναν από τη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ και πολλές ακόμα οργανώσεις να κινητοποιηθούν. Κινήθηκαν περισσότερο με γνώμονα την πίεση που υφίστανται οι ίδιοι από τα μέτρα τα οποία εξαγγέλλονται, αλλά και από το γενικότερο κλίμα ανασφάλειας και οικονομικής στενότητας που αντιμετωπίζουν. «Και ακόμα δεν έχουν δεχτεί την πίεση των περικοπών στις αποδοχές τους που συνεπάγονται οι εξαγγελίες», μας έλεγε κεντρικό συνδικαλιστικό στέλεχος, από το χώρο του δημοσίου τομέα.
Οι αγώνες που γίνονται αυτή την περίοδο, φέρνουν στην επιφάνεια μερικά χρόνια προβλήματα του συνδικαλιστικού κινήματος:
Πρώτο, η ανεπαρκής συνδικαλιστική κάλυψη στους χώρους δουλειάς. Πολλές από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν καλύπτουν στοιχειωδώς τους χώρους στους οποίους, θεωρητικά, αναφέρονται, ενώ και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπου το μέγεθος και το πλήθος των συνδικαλιστικών οργανώσεων φαντάζει υπεραρκετό, έχουν συντελεστεί τέτοιες και τόσες διαρθρωτικές αλλαγές, ώστε οι άλλοτε πανίσχυρες συνδικαλιστικές οργανώσεις να μοιάζουν με καρικατούρες του εαυτού τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, διάφορες υπηρεσίες του ΟΤΕ, όπου οι μόνιμοι είναι ελάχιστοι, στο σύνολο του προσωπικού και οι υπόλοιποι εργάζονται εκτός πλαισίου συμβάσεων και με επισφάλεια. Σε τέτοιες υπηρεσίες η απεργία ήταν υποχρεωτική αργία για τους επισφαλείς εργαζόμενους και, μάλιστα, απλήρωτη.
Δεύτερο, η αδυναμία των συνδικαλιστικών ηγεσιών να αντιμετωπίσουν με στοιχειώδεις όρους ταξικής σύγκρουσης μια επίθεση. Η χρόνια συναλλαγή με την πολιτική εξουσία και η διαπραγμάτευση κάτω από το τραπέζι, ιδιαίτερα στο δημόσιο τομέα, δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος αφομοίωσης των ηγεσιών και το υπόβαθρο για συνθήκες άτακτης υποχώρησης και παντελή έλλειψη κοινωνικών συμμαχιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ομοσπονδίες του υπουργείου Οικονομικών, όπου οι εργαζόμενοι δέχονται τις μεγαλύτερες μειώσεις στα εισοδήματά τους. Οι ηγεσίες δεν μπορούν να διαχειριστούν, στοιχειωδώς, την κατάσταση και ενώ ξεκίνησαν έντονες και εντατικές απεργιακές κινητοποιήσεις, δεν κατόρθωσαν να κρατήσουν μέχρι τέλους το συντονισμό τους και, το κυριότερο, να δέσουν τον αγώνα τους με μια πανελλαδική δημοσιοϋπαλληλική κινητοποίηση, στο πλαίσιο της γενικής απεργίας.
Τρίτο, η εγκατάλειψη των κλασικών μεθόδων δράσης του συνδικαλισμού και η γραφειοκρατικοποίηση στη δράση πολλών συνδικάτων, έχει οδηγήσει σε χρόνια αδράνεια και απομάκρυνση από τη βάση των εργαζομένων. Στο μεγαλύτερο εργατικό κέντρο της χώρας, το ΕΚΑ, για παράδειγμα, δεν οργανώθηκε ούτε μια σύσκεψη για το συντονισμό των σωματείων.
Παρ’ όλα αυτά, όλο το προηγούμενο διάστημα, αλλά και τις μέρες που ακολούθησαν την πανελλαδική απεργία, δεκάδες συνελεύσεις ή συσκέψεις πραγματοποιήθηκαν και εκατοντάδες εργαζόμενοι συμμετείχαν. Χαρακτηριστικότερη όλων η συγκρότηση συντονιστικής επιτροπής στους εφοριακούς της Αθήνας και η συγκέντρωση υπογραφών για την καθαίρεση της ηγεσίας τους, μέσα από γενική συνέλευση των εργαζομένων.
Την ίδια περίοδο, δεκάδες εργαζόμενοι σε πολλές επιχειρήσεις έχουν έρθει σε σύγκρουση με προσπάθειες περικοπών και απολύσεων, μείωσης αποδοχών ή μη καταβολής μισθών. Σε πολλές επιχειρήσεις έχουν αποκρουστεί τέτοιες μεθοδεύσεις, έχουν οργανωθεί απεργίες κι έχουν επιτευχθεί στόχοι που, στις έντονες συνθήκες πίεσης των λαϊκών στρωμάτων, θα φάνταζαν αδύνατες.
Όλα αυτά, όμως, είναι απλά ψήγματα διαθέσεων οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν, εν δυνάμει, τη φλόγα για να εκκινήσουν διαδικασίες συγκρότησης ενός ευρύτερου μετώπου αντίστασης για το οποίο, όπως φαίνεται, η πρωτοβουλία επαφίεται στη βάση.
Die Linke: Αλληλεγγύη με τους απεργούς στην Ελλάδα!
«Παρατηρούμε με μεγάλη ανησυχία ότι η περίπλοκη κατάσταση της Ελλάδας αξιοποιείται απο τις χρηματοπιστωτικές αγορές, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στις πρωτεύουσες της Ε.Ε., για την επιβολή περικοπών του κοινωνικού κράτους. Σκοπός είναι η οριστική αποδυνάμωση της μαχητικης δύναμης του ελληνικού εργατικού κινήματος, η επιβολή περικοπών σε μισθούς και η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Μεταρρυθμίσεις που στη χώρα μας δεν μπορέσαμε να αποτρέψουμε, επιχειρείται τωρα να επιβληθούν στις Ελληνίδες και τους Έλληνες». Με αυτή τη δήλωσή τους οκτώ ευρωβουλευτές και 13 βουλευτές του Die Linke, με επικεφαλής τον Λόταρ Μπίσκι αποκαθιστούν την τιμή των Γερμανών και φέρνουν στην επιφάνεια την ανάγκη αλληλεγγύης των Ευρωπαίων εργαζομένων.