Μία, ίσως ακατόρθωτη, αποστολή για τη Γερμανία
Η στάση της Γερμανίας στην τρέχουσα κρίση, αλλά και οι γενικότεροι οικονομικοί-εμπορικοί προσανατολισμοί της έχουν προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και επικρίσεις στις γραμμές των κυρίαρχων ευρωπαϊκών κύκλων.
Αυτή τη διάθεση εκφράζει άρθρο της Ουλρίκε Γκερό του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, στον ιστότοπο Presseurope (2/12). Η κ. Γκερό σημειώνει ότι στην τρέχουσα φάση υπάρχει μια αντιστροφή της τάσης σχετικά με το ερώτημα με ποιον θα έπρεπε να δημιουργήσει η Ε.Ε. μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου. (Τον προβληματισμό της προκάλεσε η πρόταση του Β. Πούτιν). Η τρέχουσα σκέψη, σημειώνει, φαίνεται να αντανακλά μια χιλιετή ευρωπαϊκή παράδοση που κοιτά προς ανατολάς, σε αντίθεση με την επικέντρωση στο ελεύθερο εμπόριο διαμέσου του Ατλαντικού, που είχαμε δει στο πρόσφατο παρελθόν.
Το 1995 δινόταν μεγάλη έμφαση στη διατλαντική αγορά, δηλαδή στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. που μέχρι σήμερα αντιπροσωπεύουν τις πιο εκτεταμένες διμερείς εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις στον κόσμο, το ένα τρίτο του παγκόσμιου εμπορίου. Ήταν η στιγμή που η Δύση πίστευε ότι είναι ο νικητής της ιστορίας και ότι ΗΠΑ και Ε.Ε. θα έμεναν ενωμένες για πάντα. Τότε ουδείς είχε τόσο τολμηρή φαντασία ώστε να σκεφθεί ότι η ευρασιατική ήπειρος θα επιζητούσε την ενότητα πέρα από την κλασική «Δύση».
Οι καιροί αλλάζουν όμως, διαπιστώνει η κ. Γκερό, και η ιστορία δείχνει σαφή σημάδια γεωγραφικής βαρύτητας. Ακόμη και στη δεκαετία του 1930, η τότε Σοβ. Ένωση αντιπροσώπευε μια χώρα με ειδικό οικονομικό ενδιαφέρον για τη Γερμανία, για τον σίδηρο της Γερμανίας, για τις βιομηχανίες μηχανικών και ηλεκτρικών ειδών, και υπενθυμίζει το δάνειο των 300 εκατ. γερμανικών μάρκων προς τους Ρώσους εταίρους που εξέδωσε η γερμανική κυβέρνηση. Η πρόταση του Β. Πούτιν για μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου από τη Λισσαβώνα μέχρι το Βλαδιβοστόκ αντιμετωπίζεται σαν το βότσαλο στη λίμνη, αλλά η αλήθεια είναι πως οι αναταράξεις έχουν ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό. Ενδεικτικό παράδειγμα η εκτεταμένη συνεργασία Γερμανίας-Ρωσίας στον ενεργειακό τομέα. Όμως, η αύξουσα βαρύτητα της Κίνας και ο ανερχόμενος ανταγωνισμός της με τη Γερμανία δημιουργεί άλλα δεδομένα για τη Ρωσία. Η οποία, όπως παρατηρεί η αρθρογράφος, έχοντας σοβαρά προβλήματα εκσυγχρονισμού της οικονομίας της, αισθάνεται να συμπιέζεται μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων που την περικυκλώνουν, την Ε.Ε. και την Κίνα. Και επειδή η δεύτερη είναι πιο δυναμική οικονομικά και άρα πιο επικίνδυνη, η Ρωσία στρέφεται τώρα προς δυσμάς, με την ελπίδα ότι θα συναντήσει εκείνους τους Ευρωπαίους, κυρίως τη Γερμανία και τη Γαλλία, χωρίς να υποτιμά την Ιταλία, που αρχίζουν να κοιτούν προς ανατολάς.
Δικαίως, θα έλεγε κανείς, αφού ταυτόχρονα οι ΗΠΑ μετατοπίζουν συνεχώς τον άξονά τους από την Ευρώπη στην Ασία. Αδήριτη ανάγκη τις ωθεί κι αυτές. Εκεί είναι τα λεφτά για όπλα και άρα για θέσεις εργασίας που απελπισμένα χρειάζονται. Εκεί οι ανερχόμενες οικονομικά δυνάμεις -και ιδίως η Κίνα- έχουν αρχίσει να μπαίνουν στη φάση των περιφερειακών στρατηγικών σχεδιασμών τόσο στο οικονομικό όσο και στο αμυντικό επίπεδο. Και οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι τα επόμενα χρόνια οι δυσκολίες στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν και στη μεγάλη περιοχή των «ευρασιατικών Βαλκανίων», όπως λέγεται η περιοχή της Κεντρικής Ασίας, θα είναι ακόμη μεγαλύτερες και η ισορροπία ισχύος δεν είναι δεδομένη. Μια ισχυρή «κοινότητα της Ανατολικής Ασίας», χωρίς τις ΗΠΑ είναι άδηλο πού θα γείρει την πλάστιγγα. Και η Ευρώπη χάνει διαρκώς τη διεθνή της βαρύτητα.
«Η κρίση του ευρώ», καταλήγει η Ου. Γκερό, «δημιουργεί ρήγματα μεταξύ της Γερμανίας και των Ευρωπαίων εταίρων της, όμως οι ρωγμές διευρύνονται επίσης και στις μετατοπιζόμενες ευρωατλαντικές πλάκες. Και όπου πάει το εμπόριο, ακολουθεί και ο έρωτας και το να εμπορεύεσαι με την Ανατολή και να αγαπάς τη Δύση αποδεικνύεται μια δύσκολη υπόθεση».