Της Αλίκης Βεγίρη. Αν το σκάνδαλο με το αλογίσιο κρέας δεν ελάμβανε χώρα στην Αγγλία, πιθανόν και να μην έφτανε στ’ αφτιά μας.

Όσο ευαίσθητοι είναι οι Μουσουλμάνοι με το χοιρινό και οι Ινδοί με το μοσχαρίσιο κρέας, άλλο τόσο είναι και οι Εγγλέζοι με το αλογίσιο. Ένεκα πολιτισμικών παραγόντων και παραδόσεων, σε αντίθεση με Γάλλους, Ιταλούς και Ελβετούς που το τιμούν δεόντως στο τραπέζι τους, το άλογο στην κατσαρόλα του Εγγλέζου αποτελεί ταμπού. Και δικαιολογημένα, για μια χώρα όπου το ευγενές αυτό ζώο, περισσότερο από παντού, αποτελεί σύμβολο της ιπποσύνης, του πολέμου και της ειρήνης, και το οποίο βρίσκουμε μάλιστα να ποζάρει περήφανο σε πάμπολλους πίνακες και ταπισερί, ντυμένο με ασημόχρωμες πανοπλίες και χρυσοκέντητες φορεσιές.
Το ότι δεν έχει αξιοποιηθεί γαστριμαργικά, δεν οφείλεται μόνο στο θαυμασμό και την αγάπη που τρέφουν γι’ αυτό, αλλά και στους ποικίλους συνειρμούς που έρχονται από παλιά, σύμφωνα με τους οποίους η βρώση αλογίσιου κρέατος συνδεόταν πάντα με την απόγνωση και την απόλυτη φτώχεια των αστικών πληθυσμών.
Τι συνέβη λοιπόν και η Αγγλία σηκώθηκε ξαφνικά στο πόδι;
Πολύ απλά, σε ελέγχους ρουτίνας πριν από ένα περίπου μήνα στην Ιρλανδία, σε κάποια μπιφτέκια για τα οποία οι παρασκευαστές τους ορκίζονταν ότι ήταν 100% βοδινά, εντοπίστηκαν ίχνη από DNA αλόγου, αλλά και χοιρινού. Το χοιρινό DNA, φαίνεται ότι το προσπέρασαν στο ντούκου, το αλογίσιο όμως πάτησε τον πολιτισμικό συναγερμό.
Στη βδομάδα πάνω, το πήραν πρέφα και τα «100% βοδινό» μπιφτέκια της Αγγλίας, τα οποία σηκώθηκαν από τα ράφια ζητώντας μετ’ επιτάσεως έλεγχο να καθαρίσουν τ’ όνομά τους και ν’ αποφύγουν το διασυρμό. Φευ! Το αλογίσιο DNA τα είχε μολύνει και αυτά, είτε σε μικροποσότητες είτε καθ’ ολοκληρίαν. Ιδιαίτερη προτίμηση βρέθηκε να δείχνει στα κατεψυγμένα, αλλά και στους κιμάδες που κοσμούσαν έτοιμα πακέτα με λαζάνια και σάλτσες μπολονέζ. Σιγά-σιγά αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν μόνο τα «μαϊμού» βοδινά του Tesco, αλλά και του Lidl και του Aldi, και όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά και σε μεγάλες αλυσίδες της Γαλλίας, όπως το Carrefour, της Σουηδίας, της Πολωνίας, της Γερμανίας, της Ελλάδας (μέσω Carrefour προς το παρόν), και βλέπουμε.
Πρέπει να θυμίσουμε ότι η αναντιστοιχία ανάμεσα στα αναγραφόμενα στο περιτύλιγμα συστατικά και στα πραγματικά, δεν είναι πρωτόφαντη. Έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν με το ρύζι, το μέλι, το λάδι, το τυρί, τον καφέ, με τα σουβλάκια του γείτονα σουβλατζή, που όταν ήμουν μικρή θυμάμαι ότι στην αποθήκη του είχε βρεθεί μια στοίβα γατοτόμαρα – και δεν είναι σίγουρο ότι κάτι αντίστοιχο δεν συμβαίνει και αυτή τη στιγμή.
Στην προκειμένη περίπτωση το σκάνδαλο δεν εδράζεται στο αλογίσιο κρέας αυτό καθ’ αυτό, το οποίο και λιγότερο λίπος από το βοδινό έχει και πλούσιο σε ευεργετικά λιπαρά Ω-3 είναι, αλλά στη συνειδητοποίηση σύμπασας της Ευρώπης ότι ουδένα έλεγχο ασκεί στη μακριά αλυσίδα ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή, και ότι στην πραγματικότητα, αφημένη μακάρια στη μέριμνα των μεγάλων σουπερμάρκετ, δεν έχει ιδέα τι ρίχνει κάθε μέρα στο στομάχι της.
Έτσι, μια σουηδική εταιρία που παρασκεύαζε τα λαζάνια με το ύποπτο κρέας είχε παραγγείλει το κρέας σε μια γαλλική εταιρία, η οποία ανέθεσε την παραγγελία σε μια θυγατρική της στο Λουξεμβούργο, η οποία την ανέθεσε σε κάποιον Κύπριο έμπορο, ο οποίος, με τη σειρά του, την ανέθεσε σε κάποιον Ολλανδό μεσάζοντα, ο οποίος και τελικά έκανε την αγορά από κάποιο σφαγείο της Ρουμανίας, οι ιδιοκτήτες του οποίου εμφάνισαν όμως χαρτιά ότι όντως παρέδωσαν αλογίσιο κρέας, το οποίο πηγαίνοντας αντίστροφα την αλυσίδα σε μια ατέρμονη διαδρομή χιλιάδων χιλιομέτρων, σε κάποιο σημείο της μετονομάστηκε σε βοδινό και κατόπιν διοχετεύτηκε στις μύριες όσες γωνιές της Ευρώπης.
Δεν ήταν, όμως, πάντα τα πράγματα έτσι. Όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα μεγάλα σουπερμάρκετ, υπήρξε μεν συγκέντρωση της παραγωγής και της διανομής, ταυτόχρονα όμως το δίκτυο αποτελούνταν από τοπικούς παραγωγούς και προμηθευτές, οι οποίοι εξασφάλιζαν ποιοτικά τρόφιμα και χαμηλές τιμές. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν από το 2007 και εντεύθεν. Όπως αναφέρουν οι Financial Times (13/2), οι τιμές των βασικών τροφίμων ανέβηκαν στα ύψη (θυμόμαστε τις εξεγέρσεις των κατοίκων σε Ασία και Αφρική), εξαιτίας της αντικατάστασής τους από καλλιέργειες βιοκαυσίμων, της αυξανόμενης ζήτησης κρέατος από τις αναδυόμενες οικονομίες, αλλά και από την έντονη κερδοσκοπία στα αντίστοιχα χρηματιστήρια εμπορευμάτων. Μόνο στην Κίνα, η κατανάλωση κρέατος σε σύγκριση με το 1960, τετραπλασιάστηκε. Ταυτόχρονα, τα νοικοκυριά στις δυτικές κοινωνίες άρχισαν να διαθέτουν όλο και λιγότερα χρήματα για τροφή, είτε λόγω μείωσης των εισοδημάτων, είτε λόγω διοχέτευσης μεγαλύτερου μέρους αυτών στη διασκέδαση, τα ταξίδια και τα λούσα. Η αναζήτηση ποιότητας στην τροφή, άρχισε να υποχωρεί μπροστά στην αναζήτηση της χαμηλότερης τιμής.
Έτσι, λοιπόν, η πίεση για φτηνότερα τρόφιμα, η αναζήτηση μεγαλύτερου κέρδους από τους εμπλεκόμενους παράγοντες, το πνεύμα κερδοσκοπίας, η πολυπλοκότητα, η έκταση καθώς και η άγνοια των κρίκων της αλυσίδας, ήρθαν και αντικατέστησαν το μούγκρισμα με το χλιμίντρισμα. Φυσικά, το ζωικό βασίλειο δεν εξαντλείται μόνο σ’ αυτά…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!