Του Μανώλη Λυδάκη*

 

Τα σπίτια μας ήταν κάτι στοιχειωδώς αξονομετρικά ορθογώνια με στέγη δίρριχτη, ζωγραφισμένα με ξυλομπογιές και μαρκαδόρους. Στη μπρος στενή πλευρά είχε μια πόρτα, στην πλαϊνή ένα-δυο παράθυρα με κουρτινάκια. Από τη στέγη πρόβαλλε μια καμινάδα που έβγαζε γκρι καπνό, σημάδι πως το τζάκι ήταν αναμμένο και δίπλα του η γιαγιά έλεγε παραμύθια στα εγγονάκια. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος κι ο ήλιος ένα χαμογελαστό κίτρινο πρόσωπο με αχτίνες. Στα κεραμίδια έστηναν φωλιά τα χελιδόνια. Από πάνω σαν τηγάνι κι από κάτω σαν μπαμπάκι. Στην αυλή η οικογένεια πιασμένη χέρι χέρι. Γύρω τους στέκονταν ζωάκια. Ένα σκυλί, ένα πρόβατο, ένα άλογο, κοτούλες. Λουλούδια εδώ κι εκεί, κόκκινα μήλα στη μηλιά, ίσως μια μάντρα ξύλινη.

Τα σπίτια μας ήταν συνήθως στην κορυφή ενός λόφου. Πίσω διαγράφονταν βουνά. Ένα δρομάκι ελίσσονταν κι έφτανε ακριβώς ίσαμε την πόρτα. Δεξιά κι αριστερά του φύτρωναν χορτάρια. Αυτό το δρόμο θα έπαιρνε ο πατέρας, ο ταχυδρόμος, ο μουσαφίρης, ο κουρασμένος ταξιδιώτης. Δεν είχε άλλο δρόμο σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκεί ήταν ο μοναδικός προορισμός και το αποκούμπι. Αν λοξοδρομούσες θα χανόσουν στο δάσος με το λύκο, το δράκο και τη μάγισσα.

Σπίτι μας είναι η παιδική ηλικία, κι αυτή έχει σπίτι. Χρόνια μετά, αν σου έλεγαν να ζωγραφίσεις ένα, έτσι θα το έφτιαχνες. Ακόμα κι αν εσύ ή οι δικοί σου πούλησαν το σπίτι εκείνο, δεν πάτησες για χρόνια χώμα και χορτάρια κι ούτε που ξέρεις πόσοι από το αίμα σου ζούνε ή πεθαίνουν. Ακόμα κι αν μεγάλωσες και ζούσες σε διαμέρισμα στην πόλη κι η μπαλκονόπορτα άνοιγε στον ακάλυπτο, κι ο δρόμος έβγαζε σε χίλιες πόρτες κι αυτές σε διάδρομους και σκάλες κι άλλες πόρτες, κι αν ο καπνός στην καμινάδα έβγαινε από ένα μηχάνημα που μούγκριζε στα υπόγεια, ήλιο δεν έβλεπες και το σκυλάκι σου ενοχλούσε τους γειτόνους, κάπου υπήρχε καταχωνιασμένο στην ψυχή σου.

Υπήρχε κι ήταν η καταγωγή σου. Γιατί δεν βρέθηκες ξεκρέμαστος στην πόλη με τους άλλους, δεν είσαι πλάνητας κι ανέστιος, άθυρμα και φτερό στον άνεμο. Έχεις δεσμούς σε αυτόν τον κόσμο, είσαι ένας κρίκος στη μακριά αλυσίδα. Είσαι αυτός που σου έδωσαν κάτι για να το αφήσεις σε άλλους. Έστω μια ανάμνησή του. Έχεις μια ιστορία να διηγηθείς.

Τώρα, αν σου έλεγαν να ζωγραφίσεις ένα σπίτι, θα έτρεμε το χέρι σου και θα το έφτιαχνες με βαριά καρδιά. Με την πόρτα του και τα παράθυρα κλειστά, σβηστό το τζάκι, συννεφιά, ξεραΐλα. Ούτε άνθρωποι ούτε ζώα. Και δεν θα υπήρχε δρόμος να σε πάει εκεί.

Το σπίτι στο χωριό, το αυθαίρετο, το τριάρι στα Πατήσια, το χωράφι… Κάποια απ’ αυτά μπορεί να τα γλιτώσεις. Αν είσαι τυχερός κι έχεις δουλειά, σκυμμένο το κεφάλι και κλειστό το στόμα. Μα έτσι κι αλλιώς το αντίτιμο θα είναι βαρύ. Θα έχουν πρώτα κατασχέσει ύπουλα την ψυχή σου. Πριν να το καταλάβεις θα έχουν ρουφήξει την αγάπη σου για ό,τι σ’ έδενε με αυτό τον τόπο. Θα το μισήσεις πριν το δώσεις ή στο πάρουν, γιατί θα σου είναι βάρος.

Αν τους αφήσουμε, στο τέρμα αυτής της δυστοπίας που σχεδιάζουν θα έχεις μείνει δίχως ρίζες και κοινότητα. Ένα ευέλικτο εργατικό δυναμικό, μόνο αυτό θα είσαι. Δεν θα έχεις τίποτα να επικαλεστείς, η ιστορία σου θα σβήνει πριν αρθρώσεις λέξη.

Και από εκείνο το σπιτάκι θα έχει μείνει μόνο μια θολή μουτζούρα.

 

* Ο Μανώλης Λυδάκης είναι Αρχιτέκτονας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!