Βιβλιοπωλεία και θέατρα! Μια πόλη με τα περισσότερα θέατρα και βιβλιοπωλεία στα Βαλκάνια, ίσως και στην Ευρώπη.
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000-10, που ήμουν πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλιοπωλών Αθήνας, είχαμε καταγράψει 257 βιβλιοπωλεία από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας ώς του Μακρυγιάννη! Βιβλιοπωλεία που όχι μόνο έδιναν δουλειά σε χιλιάδες –μαζί με τους υπαλλήλους- ανθρώπους, μεταφραστές, επιμελητές, γραφίστες, τυπογράφους κ.ά., αλλά στήριζαν και την παραγωγή πολυάριθμων τίτλων από μικρούς και μεσαίους εκδοτικούς οίκους, τους «οικογενειακούς», αιμοδοτώντάς τους με την καθημερινή είσπραξη από την πώληση των βιβλίων μετρητοίς. Εκατοντάδες εκδοτικοί οίκοι (περίπου 300 ήταν στο δυναμικό του ΣΕΒΑ), ειδικευμένοι στη λογοτεχνία, την πολιτική, τις επιστήμες, τη θρησκεία, το παιδί ή το περιβάλλον, αλληλένδετοι με τα βιβλιοπωλεία, έφερναν στο φως και διακινούσαν το έργο Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, συχνά με ελάχιστα κέρδη χάρη στην προσωπική εργασία. Κι ακόμα το κάνουν, παρ’ όλο που η κρίση έχει χτυπήσει το βιβλίο κατάστηθα. Είναι πάρα πολύ εντυπωσιακό να μπαίνεις στο βιβλιοπωλείο που συνήθως αγοράζεις βιβλία και να βλέπεις σχεδόν κάθε μέρα νέους τίτλους στους πάγκους και τις προθήκες, από μεγάλους και μικρούς εκδοτικούς οίκους. Και είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό όταν ξέρεις ότι πολλοί απ’ αυτούς τους τίτλους δεν πρόκειται να καλύψουν ούτε τα έξοδά τους. Κι όμως, οι εκδότες επιμένουν να βγάζουν βιβλία και οι βιβλιοπώλες να τα χρεώνονται για να τα βάλουν στο μαγαζί τους. Γιατί το βιβλίο δεν είναι μόνο γνώση και απόλαυση. Είναι πάθος, είναι τρόπος ζωής , είναι παράθυρο στο φυσικό κόσμο και τον κόσμο των ιδεών και της φαντασίας, είναι εργαλείο διαμόρφωσης και μεταβολής του κόσμου, είναι είδος πρώτης ανάγκης για αναγνώστες και εκδότες.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα βιβλιοπωλεία δημιουργήθηκαν από πολιτικοποιημένους ακτιβιστές της δεκαετίας του ’70, ως πηγή βιοπορισμού συμβατή με μια προοδευτική ιδεολογία και ένα ανάλογο τρόπο ζωής. Το βιβλιοπωλείο, στα χρόνια της δικτατορίας, ήταν εστία αντίστασης. Οι εκδότες, οι συγγραφείς και οι βιβλιοπώλες εκούσια και ακούσια ήταν στην πρώτη γραμμή του αντιφασιστικού αγώνα. Οι ασφαλίτες που μπούκαραν στα σπίτια των υπόπτων και των καταζητουμένων, για συλλήψεις ή απλά για τρομοκρατία, έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στις βιβλιοθήκες των θυμάτων τους. Κι όταν γίνονταν μαζικά χτυπήματα στις πολιτικές οργανώσεις, όσοι δεν είχαν εντοπιστεί ή βρίσκονταν στην περιφέρεια των οργανώσεων, έτρεχαν να θάψουν τα βιβλία που θα επιβάρυναν τη θέση τους. Θυμάμαι, τον πολύ καλό μου φίλο, τον Γιάννη, που έθαψε στην αυλή του σπιτιού τους τους τρεις τόμους του Κεφαλαίου του Μαρξ, μαζί με μερικά βιβλία του Λένιν, που δεν άφηναν καμία αμφιβολία για τις πεποιθήσεις του. Το βιβλίο ήταν κάτι σαν πολιτική ταυτότητα για τον κάτοχό του.
Βέβαια, έκτοτε, τα πράγματα άλλαξαν, και το βιβλίο μπορεί να έπαψε να είναι τόσο εμπρηστικό για τον αναγνώστη και τον ασφαλίτη, αλλά ποτέ δεν έχασε την αίγλη του, ακόμα και στα χρόνια που πήραν κεφάλι οι εκδότες με τα ευπώλητα, οι έμποροι που έστησαν μεγάλες επιχειρήσεις αντλώντας, οι περισσότεροι, κεφάλαια από τη συναλλαγή τους με το κράτος, ως προμηθευτές σχολικών και πανεπιστημιακών βιβλίων. Μικρότεροι εκδοτικοί οίκοι, παλιοί και νέοι, όπως οι «Στοχαστής», «Αλεξάνδρεια», «Πόλις», «Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου», «ΚΨΜ», «Τροχαλία», «Εκδόσεις των συναδέλφων», «Κριτική», «Άγρα» κ.ά., έμειναν αυστηρά προσηλωμένοι στο καλό βιβλίο με ευεργετικά αποτελέσματα για τους ευαίσθητους ανθρώπους, για τους παντοτινά νέους, για τους ανήσυχους και δραστήριους αναζητητές της αλήθειας, της διαφορετικότητας, της εξόδου από τη βαρβαρότητα.
Δωδώνη και Εστία
Το κλείσιμο του βιβλιοπωλείου «Εστία» είναι πράγματι ένα ισχυρό πλήγμα στην καρδιά του πολιτισμού. Δεν είναι το πρώτο, αλλά είναι χαρακτηριστικό της χρεοκοπίας του τόπου. Αισθάνθηκα τον ίδιο πόνο, και μεγαλύτερο, όταν έκλεισε η «Δωδώνη», στην Ασκληπιού. Οικονομικοί ήταν και τότε οι λόγοι, αλλά ήταν ακόμα νωρίς για να γίνει αντιληπτό ότι αποτελούσαν προάγγελο των δεινών που συσσωρεύονταν στην κατηφορική πορεία που έπαιρνε ο καπιταλισμός. Όπου εμπλέκονταν πολύ οι τράπεζες, οι μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες του βιβλίου, που δεν είχαν πρόσβαση σε ευρωπαϊκά πακέτα και συμφωνίες με το κράτος, ροκανίζονταν παρασυρμένοι από τη γενική αίσθηση μιας ευημερίας, αληθινής και εικονικής.
Χάρη στη «Δωδώνη» είχαμε από πολύ νωρίς μια εξαιρετική σειρά βιβλίων για το θέατρο, που έκανε μικρές πωλήσεις, αλλά επιμόρφωνε ένα σωρό νέους που ήθελαν να γίνουν σκηνοθέτες, ηθοποιοί και συγγραφείς. Ένας απίστευτος θησαυρός γνώσεων στο ισόγειο, το υπόγειο και τον ημιόροφο, με τον γαλήνιο Ηπειρώτη Βαγγέλη Λάζο, στο ταμείο δίπλα στην είσοδο, να χαιρετάει και να κερνάει τους πελάτες που ψώνιζαν, ξεφύλλιζαν ή απλά περνούσαν για ένα γεια. Ο Στάθης, ο Γιώτης, ο Χρήστος, μια εποχή και ο Μιχάλης Γκανάς, ο ποιητής, αυθεντικοί βιβλιάνθρωποι μας έδειχναν βιβλία, εξηγούσαν πράγματα και αφηγούνταν ιστορίες, με φυσική ευγένεια, με ποιότητα. Πουθενά αλλού δεν ένιωσα με τέτοια πληρότητα αυτή την αίσθηση που αποπνέει το βιβλίο στο βιβλιοπωλείο. Δυστυχώς, η «Δωδώνη» δεν άντεξε, αλλά τουλάχιστον το κατάστημα παρέμεινε βιβλιοπωλείο, αφού ο Νίκος ο Λιβέριος, παλιός σύντροφος στο ΕΚΚΕ, το ενέταξε στην «Πολιτεία» του.
Τέτοια βιβλιοπωλεία, με ισχυρή προσωπικότητα και σημαντική ιστορία, σαν τη «Δωδώνη» και την «Εστία» δεν κατασκευάζονται. Εφευρίσκονται. Και χτίζονται σιγά-σιγά. Γι’ αυτό είναι πάρα πολύ δυσάρεστο που η κοινωνία δεν μπόρεσε να τα διατηρήσει ανοιχτά. Οι πολιτικές των τραπεζών και οι πολιτικές των κυβερνήσεων δεν έχουν τέτοιες ευαισθησίες. Τοκογλυφικά σκέφτονται οι τραπεζίτες, πελατειακά οι πολιτικοί που ασκούν την εξουσία. Στον πολιτισμικό και τον συναισθηματικό τους μικρόκοσμο δεν έχει διακριτή θέση ένα βιβλιοπωλείο σαν τη «Δωδώνη» και την «Εστία». Δεν τους απασχολεί. Σκέφτονται με όρους PSI. Τους απασχολεί η δική τους επιβίωση σε σχέση με τα εργολαβικά συμφέροντα που εξυπηρετούν.
Από τη Φώφη με αγάπη
Έζησα αυτή την εγγενή στην εντόπια εξουσία βαρβαρότητα, με τη Φώφη Γεννηματά, κόρη ενός δικαίως ή αδίκως δοξασμένου πατέρα, που το σημαντικότερο έργο στη ζωή της, κι αυτό αρνητικό, είναι η εκδίωξη της Έκθεσης Βιβλίου από το Πεδίο του Άρεως. Μιας έκθεσης σημαντικής από τη φύση της, αλλά και αναγκαίας σε μια πρωτεύουσα, σε μια μεγάλη πόλη με ιστορία, που έχει τεράστιο έλλειμμα θεσμών. Αν εξαιρέσει κανείς το Φεστιβάλ Αθηνών, τίποτα άλλο δεν ήταν καθιερωμένο στην Αθήνα. Επί τριάντα σχεδόν χρόνια, η Έκθεση Βιβλίου στηνόταν και λειτουργούσε δύο φορές το χρόνο, την άνοιξη και το φθινόπωρο, στο Πεδίο του Άρεως. Διαρκούσε 17 μέρες και δεχόταν δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες μερικές χρονιές, επισκέπτες απ’ όλο το λεκανοπέδιο. Άλλοι αγόραζαν βιβλία, άλλοι κρατούσαν σημειώσεις για να τα αγοράσουν αργότερα από τα βιβλιοπωλεία που είχαν κάποια έκπτωση και άλλοι έκαναν απλώς βόλτες, συν γυναιξί και τέκνοις, τρώγοντας κανένα ποπκορν και παρακολουθώντας τις παράλληλες εκδηλώσεις που ήταν όλες με ελεύθερη είσοδο και περιλάμβαναν συναυλίες, θεατρικά, εκθέσεις φωτογραφίας, διαλέξεις, στρογγυλά τραπέζια και άλλες παρεμφερείς δράσεις.
Σημειωτέον ότι η έκθεση ήταν και είναι αυτοχρηματοδοτούμενη, από τους ίδιους τους συμμετέχοντες. Η όποια ενίσχυση δινόταν από το Υπουργείο Πολιτισμού κάλυπτε ένα μικρό μέρος της συνολικής δαπάνης.
Η υπερνομάρχης τότε, Φώφη Γεννηματά, αποφάσισε να εκδιώξει την έκθεση θέλοντας να δώσει το Πεδίο του Άρεως στους εργολάβους για ανάπλαση. Για να το πετύχει αυτό χρησιμοποίησε ως πρόσχημα τις διαμαρτυρίες μιας επιτροπής κατοίκων που ταύτιζαν την έκθεση βιβλίου με την ακαταστασία που προκαλούσε στο χώρο, το Πάσχα, ο σύλλογος των μικροπωλητών.
Στα περίπου πέντε χρόνια που ήμουν επικεφαλής στο Σύλλογο Εκδοτών Βιβλιοπωλών Αθήνας (ΣΕΒΑ), στην αρχή της νέας χιλιετίας, σαν Γενικός Γραμματέας αρχικά και σαν πρόεδρος στη συνέχεια, συγκρούστηκα πολύ έντονα με την υπερνομάρχισσα που ήταν αδύνατο να καταλάβει τη σημασία της Έκθεσης Βιβλίου… γκαγκά, δηλαδή.
Έτσι, με την άρνηση της Γεννηματά να δώσει την απαραίτητη άδεια, η έκθεση μπήκε σε μια πολύ μεγάλη περιπέτεια και ο θεσμός σμπαραλιάστηκε. Σε μια πόλη με ελάχιστους αδόμητους χώρους, η μεταφορά έγινε βραχνάς. Μεταφέρθηκε σε ένα ακαλαίσθητο και ανισόπεδο τσιμεντένιο χώρο, στη λεγόμενη πλατεία Πρωτομαγιάς, ανάμεσα στη Σχολή Ευελεπίδων και το πεδίο του Άρεως, όπου όχι μόνο δεν χωρούσαν τα περίπτερα, αλλά ήταν δύσκολη και η πρόσβαση. Αναγκαστικά, μετακινήθηκε στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, σε κατοικημένη περιοχή, απ’ όπου εκδιώχθηκε μόλις άρχισε να λειτουργεί το νέο Μουσείο της Ακρόπολης και βρέθηκε στην Ερμού, στο Θησείο, κατά μήκος των γραμμών του τρένου, απ’ όπου επίσης εκδιώχθηκε για να βρεθεί στο Ζάππειο, σε όλο και μικρότερο εμβαδόν με ένα εξωφρενικό ενοίκιο! Η Έκθεση Βιβλίου, που πριν από λίγα χρόνια ήταν τόπος μεγάλης γιορτής του πολιτισμού, έγινε κλωτσοσκούφι. Από τα 250 περίπτερα που καλύπτονταν μέσα σε δύο μέρες από τους εκδότες και άφηναν αρκετούς ενδιαφερόμενους απ’ έξω λόγω υπερζήτησης, η έκθεση περιορίστηκε σε λιγότερα από τα μισά, βγήκε από τις συνήθειες του αναγνωστικού κοινού, έγινε πανάκριβη η συντήρησή της και οδήγησε μερικούς από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους να πάψουν να συμμετέχουν. Αυτή η αποδυνάμωση, έβλαψε ιδιαιτέρως τους μικρότερους εκδότες που δεν έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν με άλλους τρόπους την παραγωγή τους και στέρησε από τα ταμεία τους κάποιες εισπράξεις που διευκόλυναν τη συντήρησή τους.
Βεβαίως, το βιβλίο βγήκε πολύ ζημιωμένο απ’ αυτή τη βαρβαρότητα και η πόλη υπέστη άλλο ένα πλήγμα που επιτάχυνε την πολιτισμική της αποδόμηση. Ήταν κι αυτό άλλος ένας προάγγελος της συνολικότερης αποσύνθεσης, που συντελείτο κάτω από το αδιαφανές πέπλο του «εκσυγχρονισμού».
Το βιβλίο, και όλοι οι συντελεστές του, δεν ήταν μέσα στις προδιαγραφές των πολιτικών κομμάτων εξουσίας. Η υποβάθμισή του εναρμονιζόταν με το ξεδόντιασμα της κοινωνίας, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την καταστολή των αντιδράσεων στις πολιτικές της φτώχειας και της υποτέλειας.
Φως από τα υπόγεια
Ασχεδίαστα, την ίδια περίοδο, πολλαπλασιάζονταν στην Αθήνα οι θεατρικές ομάδες που αναζητούσαν στέγη σε ξενοίκιαστα σπίτια, καταλήψεις, αποθήκες, μαγαζιά, συνεργεία, γκαλερί, πολυχώρους, μπαρ, φουαγιέ θεάτρων και κινηματογράφων, ακόμα και σε πατάρια καφενείων. Νέοι, κυρίως, ηθοποιοί και σκηνοθέτες που δεν είχαν λεφτά για μεγάλες αίθουσες, αλλά είχαν ιδέες και πάνω απ’ όλα αποφασιστικότητα, έπαιρναν ακατάλληλους χώρους, τους διαμόρφωναν με προσωπική εργασία και προσάρμοζαν τις ανάγκες τους στις περιορισμένες δυνατότητες των χώρων. Κάποιοι ξόδεψαν λεφτά που πήραν από μια κληρονομιά, από κάποιο διαμέρισμα που πούλησαν ή από ένα εφάπαξ που δικαιούνταν, άλλοι δανείστηκαν κι άλλοι έφτιαξαν παρέες και το πήγαν ρεφενέ.
Αυτό το ακαθοδήγητο ρεύμα διεύρυνε τη θεατρική κίνηση στην πόλη, απασχόλησε εκατοντάδες δημιουργικούς ανθρώπους, από ηθοποιούς μέχρι ξυλουργούς και σιδεράδες, αξιοποίησε δεκάδες χώρους ανεκμετάλλευτους, έδωσε ζωή σε περιοχές της πόλης, στο κέντρο και τις συνοικίες, που είχαν υποβαθμιστεί ή απειλούνται με υποβάθμιση. Δεκάδες θίασοι, ομάδες, με ηθοποιούς, χορευτές, και μουσικούς, δημιούργησαν μια σκηνή απλωμένη έξω από τα μεγάλα θέατρα που ελέγχονται από μεγαλοεπιχειρηματίες του θεάματος και εδραιωμένους θιασάρχες. Ένα πελώριο φυτώριο που έχει ήδη δώσει καρπούς και αποτελεί προϋπόθεση για το μελλοντικό θερισμό. Να μην ξεχνάμε ότι στο υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης» γνωρίσαμε τον Αραμπάλ από τον Κάρολο Κουν και πρωτοείδαμε σπουδαίους ηθοποιούς στα πρώτα τους βήματα. Και το ίδιο συνέβη με το «Ανοιχτό Θέατρο» του Γιώργου Μιχαηλίδη και όχι μόνο.
Από κει και πέρα, προβλήματα υπάρχουν, γιατί δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες. Υπάρχουν οι εκπλήξεις των σχολείων, που με τη συμβολή μερικών αφοσιωμένων εκπαιδευτικών, συγκροτούν μαθητικές ομάδες εξαιρετικά δημιουργικές, όπως του 5ου Λυκείου της Νίκαιας, που διασκεύασε μέρος της Ιστορίας του Θουκυδίδη με πρωτοτυπία και δύναμη. Υπάρχουν και οι ελεύθεροι κοινωνικοί χώροι, όπως το Νοσότρος στα Εξάρχεια, που φιλοξενούν θεατρικές, μουσικές και χορευτικές ομάδες, πάντα χωρίς εισιτήριο. Υπάρχουν, όμως, στο άλλο άκρο, και χώροι που χρεώνονται πολύ ακριβά στους ενδιαφερόμενους χρήστες δημιουργώντας ένα άλλο κατεστημένο μέσα στο εναλλακτικό μπλοκ. Και βέβαια, υπάρχουν και προβλήματα ασφαλούς λειτουργίας ορισμένων χώρων, που δεν πρέπει, όμως, να επιλύονται με βία και απαγορεύσεις. Η σπουδή του δήμαρχου της Αθήνας να ανακοινώσει το σφράγισμα αρκετών δεκάδων χώρων είναι ύποπτη με δεδομένο ότι στην Αθήνα λειτουργούν τα μεγάλα διασκεδαστήρια της νύχτας, που δέχονται έως και τρεις χιλιάδες θαμώνες, όπου είναι ευκόλως αντιληπτό ότι σε περίπτωση φωτιάς, σεισμού ή πανικού από οποιαδήποτε αιτία, εκατοντάδες άνθρωποι δεν θα φτάσουν ποτέ σώοι στις εξόδους κινδύνου. Αντιθέτως, ο Δήμος επικεντρώνει την προσοχή του σε χώρους των 40 ή των εκατό ατόμων, όπου ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχουν προκληθεί ατυχήματα. Σωστή και αναγκαία είναι η πρόληψη, αλλά πρέπει να μην ασκείται επιλεκτικά, τυπικά και καταχρηστικά. Όλοι ξέρουν ότι τα τραγικά ατυχήματα κατά κανόνα συμβαίνουν στα γήπεδα που δεν τους λείπουν οι πόρτες. Προβλήματα τέτοιου είδους επιλύονται με συνεχή συνεργασία και όχι με εχθρότητα.
Κουλτούρα θανάτου
Όλες αυτές οι εχθρικές ενέργειες και παρενέργειες, είτε αφορούν το βιβλίο είτε αφορούν το θέατρο, είναι στοιχεία μιας πολιτικής κουλτούρας που ενοχλείται από τη ζωή και έλκεται από το θάνατο. Να μην μας διαφεύγει ότι το Υπουργείο Πολιτισμού υποβιβάστηκε ήδη από την τρικομματική κυβέρνηση των μνημονίων σε γραμματεία. Πού; Στην Ελλάδα, την πηγή του πολιτισμού!
Η χώρα καταρρέει και η Αθήνα δέχεται καταιγιστικά πυρά από τους καμίνηδες πάσης φύσεως. Αντί να ενισχύσουν τις δημιουργικές πρωτοβουλίες των πολιτών, μηχανεύονται απαγορεύσεις και διώξεις. Σφραγίζουν τις καταλήψεις, αμπαρώνοντας με σιδερένιες πόρτες το «σπίτι της Κάλας», Σκαραμαγκά και Πατησίων, και φράζοντας με τσιμεντόλιθους και συρματοπλέγματα το διατηρητέο Χέιδεν και Αχαρνών. Αδιαφορούν για τα ιστορικά βιβλιοπωλεία που κλείνουν από τις πολιτικές τους και βάζουν στο στόχαστρο τα νεανικά θέατρα. Ταυτόχρονα, αφήνουν σε πλήρη ανάπτυξη τους οίκους ανοχής που βασίζονται στο σωματεμπόριο, ανέχονται τη διακίνηση ναρκωτικών που γίνεται φόρα παρτίδα σε όλη την επικράτεια και νομιμοποιούν τις λέσχες του τζόγου που ελέγχονται από τη μαφία. Αυτή είναι η κουλτούρα τους, συμβατή με την εκχώρηση του πλούτου της χώρας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού στους τοκογλύφους.
Όλες οι πράξεις έχουν ονοματεπώνυμο. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να μας διαφεύγει πώς και από ποιους σκηνοθετήθηκε το πιο άσχημο και φρικαλέο έργο της εποχής. Παπανδρέου, Διαμαντοπούλου, Βενιζέλος, Σαμαράς, Λιάπης, Μπακογιάννη… όλοι αυτοί, διαδοχικά, πρωτοκλασάτοι και φανατικοί μνημονιακοί, πέρασαν από τα υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού. Αν αυτό λέει κάτι…
Στέλιος Ελληνιάδης