Οι εργαζόμενοι στον Τύπο θυσιάζονται στο βωμό της νέας σχέσης κράτους-ΜΜΕ
Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι περισσότεροι πολίτες στη χώρα μας πιστεύουν ότι μεγάλες εφημερίδες και κανάλια είναι φερέφωνα της εκάστοτε κυβέρνησης, των κατεστημένων κομμάτων και των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Εξάλλου, αυτή είναι και η παγκόσμια τάση. Σε μια έρευνα του BBC (World Service, Poll) το 2007 η παγκόσμια εικόνα είναι η εξής: σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία, η Γερμανία και η Βραζιλία οι πολίτες θεωρούν σε ποσοστά από 45-47% ότι τα ΜΜΕ είναι ανελεύθερα. Και από τότε έχουν μεσολαβήσει τα χρόνια της κρίσης και έχει αποκαλυφθεί ακόμη περισσότερο η σύμπλευση μεταξύ ΜΜΕ, κυβερνήσεων και λοιπών οικονομικών συμφερόντων (αγορών). Βεβαίως στην Ελλάδα δεν υπάρχουν αντίστοιχες έρευνες κοινής γνώμης, αλλά ο αναγνώστης -ακροατής ή τηλεθεατής- έχει ιδίαν πείρα. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι τα… σπασμένα τα πληρώνουν πολλές φορές οι ρεπόρτερ, (οι οποίοι συνήθως δεν έχουν καμιά ευθύνη για το χειρισμό των ειδήσεων από τις διευθύνσεις ενημέρωσης και τη «δημοσιογραφική αριστοκρατία»).
Αν τα κρατικά Μέσα, κατά τεκμήριο, μεροληπτούν υπέρ του υποτιθέμενου εργοδότη τους, του κράτους, μέσω ποικίλων μηχανισμών ελέγχων του δημοσιογραφικού προϊόντος – εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων ουδεμία σχέση έχουν με δημόσια Μέσα, που υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Αλλά τα ιδιωτικά ΜΜΕ, ιδίως τα ραδιοτηλεοπτικά, τα οποία διαφημίστηκαν προ εικοσαετίας ως η ελευθερία στην ενημέρωση, μπορεί να πει κανείς ότι σημείωσαν πολύ μεγαλύτερες επιδόσεις ανελευθερίας, εξάρτησης από τις κυβερνήσεις, ευθυγράμμισης με την κυρίαρχη πολιτική, παρά τις αποχρώσεις που οφείλονται στις ιδιαίτερες πολιτικές σχέσεις που διατηρούν με τους πυλώνες του δικομματισμού. Μόνο ο μνημονιακός μονόδρομος που παίζουν πρωί, μεσημέρι, βράδυ εδώ και ένα χρόνο αρκεί ως παράδειγμα.
Από το 1989, που έκαναν «γιούρια» στις δημόσιες συχνότητες, με το «άνοιγμα» και της εν λόγω αγοράς, επί οικουμενικής κυβέρνησης, η διαβόητη «διαπλοκή» επιχειρηματιών των ΜΜΕ, κυβερνήσεων και δικομματισμού έχει δημιουργήσει το ελληνικό αντίστοιχο της βιομηχανίας ψευδούς συνείδησης και της εξυπηρέτησης μακροπρόθεσμων, αλλά και άμεσων συμφερόντων.
Το δικομματικό κράτος παρείχε το «δίχτυ ασφαλείας» με τις κρατικές διαφημίσεις, τις φοροαπαλλαγές και τις κρατικές προμήθειες/δημόσια έργα στους πολυκλαδικούς ομίλους των επιχειρηματιών των ΜΜΕ και αυτοί με τη σειρά τους παρείχαν μιντιακές εξυπηρετήσεις: προβολή της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, αποδόμηση των λαϊκών αιτημάτων, των αγώνων των εργαζομένων κ.ο.κ.
Στο πλαίσιο αυτό, η έκδοση και το κλείσιμο εφημερίδων και σταθμών της αρπαχτής εξυπηρέτησε το ξέπλυμα χρημάτων, την ανάληψη κρατικών συμβολαίων και τη δημιουργία φίλων στον Τύπο που, με το αζημίωτο, έπαιζαν το παιχνίδι των διαφόρων ομάδων της εξουσίας μέσα στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. στο δημόσιο χώρο της ενημέρωσης.
«Αιμομικτικές σχέσεις» κυβέρνησης και ΜΜΕ διαπιστώνει ο πρώην Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Τσαρλς Ρις, σε τηλεγράφημα του 2006 που διέρρευσε στο Wikileaks. Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, που είναι πρόθυμη να πουλήσει 50 δισ. δημόσιας περιουσίας, δεν τολμά να εφαρμόσει νόμο του Ιουλίου του 2010 για φόρο επί των διαφημίσεων στα ΜΜΕ, την τρίτη αναβολή του οποίου ανακοίνωσε πριν από δυο εβδομάδες περίπου και την καταβολή του από 1/1/2013, την ίδια στιγμή που τσακίζει με τους έμμεσους φόρους τον εργαζόμενο πληθυσμό. Και όχι μόνο: τώρα που αποσύρεται το δίχτυ ασφαλείας του κρατικού χρήματος προς τα ΜΜΕ, λόγω μνημονίων και οι αεριτζήδες δεν έχουν λόγο να διατηρούν ζημιογόνες επιχειρήσεις αν δεν αποβλέπουν στον κρατικό κορβανά, τους αφήνει με όλη την παπανδρεϊκή αβρότητα να αποκεφαλίσουν τους εργαζόμενους που είκοσι χρόνια τώρα δουλεύουν σαν σκλάβοι μέσα σ’ αυτή τη φούσκα και να μην πληρώσουν ούτε ευρώ από τις «καβάτζες» που έχουν κάνει με το κρατικό χρήμα και με τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις.
Βεβαίως, είναι κρίσιμο για την κυβέρνηση να έχει τα δελτία των 8 και «έγκυρους» δημοσιογράφους ευθυγραμμισμένους με τον μονόδρομό της, ιδίως αυτή την εποχή. Και όχι μόνο των 8. Και τους υποτιθέμενους φίλους του λαού των πρωινών εκπομπών και τους αναλυτές των εφημερίδων να λένε σε χίλιους τόνους «κακά τα μέτρα, αλλά τι να κάνουμε; Πρέπει να πληρώσουμε όσα χρωστάμε». Φυσικά, οι κυβερνητικοί δεν ενδιαφέρονται για το τίμημα. Άλλος το πληρώνει, άλλωστε. Είτε αυτό λέγεται απολύσεις, είτε λέγεται μείωση μισθών, ανασφάλιστη εργασία κ.λπ.
Και όλα δείχνουν πως κυβέρνηση και ιδιοκτήτες ΜΜΕ (έντυπων και ηλεκτρονικών) προσανατολίζονται σε μια νέα αιμομικτική συμφωνία, σε ένα νέο πλαίσιο διαπλοκής όπου οι ιδιοκτήτες παζαρεύουν -και μάλλον θα πάρουν ως συνήθως- μεγάλες παραχωρήσεις με πρόσχημα την κρίση. Από τη μείωση του αγγελιόσημου, που αποτελεί καίριο πλήγμα στα ασφαλιστικά ταμεία, μέχρι τη μείωση του ενοικίου των δημόσιων συχνοτήτων (από 2 στο 0,1%), την κατάργηση των ρυθμίσεων του 1989, δηλαδή, του ποσοστού στους φορείς των τυφλών και στην παραγωγή της κινηματογραφίας, μέχρι κυλιόμενα ωράρια στον Τύπο, χρησιμοποίηση εργαζομένων με τον ίδιο μισθό στις διάφορες εκδόσεις των ομίλων, φοροαπαλλαγές από τις εσωτερικές συναλλαγές εκδοτικών, τηλεοπτικών ή διαδικτυακών επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου και πάει λέγοντας.
Ο κ. Χυτήρης που είναι και ποιητής -τρομάρα του- το έθεσε ως εξής: «Τη διαπλοκή, όπως την ξέρατε, ξεχάστε τη. Η κρίση μας οδηγεί σε μια τομή , πηγαίνοντας σε ένα άλλο περιβάλλον».
Εδώ η φράση που έχει σημασία είναι το «όπως την ξέρατε»… Προχωρούν σε μια νέα σχέση διαπλοκής, με λιγότερες επιχειρήσεις ΜΜΕ, μεγαλύτερη ασυδοσία εις βάρος του Δημοσίου και των εργαζόμενων.
Στη μνημονιακή διαπλοκή.