Σε συγκυρίες παγκόσμιας εκ νέου αναταραχής, το ντοκιμαντέρ αναδεικνύεται –όχι τυχαία– σε ένα κατεξοχήν αποτελεσματικό οπτικοακουστικό εργαλείο, για την άμεση έκφραση και διάδοση του σύγχρονου στοχασμού, υπερσκελίζοντας την παραδοσιακή οδό, μέσω του γραπτού λόγου, σε μεγάλο εύρος θεματικών.

Στο επετειακό, για τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων, φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, υπήρχαν συμμετοχές από τις τέσσερεις γωνιές της γης.

Το ελληνικό ντοκιμαντέρ συμμετείχε με πληθώρα δειγμάτων, τα περισσότερα των οποίων επικεντρώνονται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στο ανθρωπιστικό δράμα του προσφυγικού. Αυτή η αναπαραγωγή ήδη καταγεγραμμένων εικόνων καθιερώνει μια ευκαιριακή, παρωχημένη και α-πολίτικη σκηνοθετική ρετσέτα, που ανακυκλώνεται αβασάνιστα από αρκετούς νέους, που διεκδικούν ναρκισσιστικά το χρίσμα του σκηνοθέτη, ως διέξοδο από τη μάστιγα της ανεργίας. Η αδυναμία ωστόσο δημιουργικής, πρωτότυπης κινηματογραφικής γραφής και η έλλειψη πολιτικού στοχασμού εδραιώνουν μια απαξιωτική εικόνα για τους μετανάστες-πρόσφυγες, ως ανέκαθεν μέλη μιας κατώτερης φυλής, χωρίς πατρίδα, εθνική ταυτότητα, ατομική υπόσταση και δικαιώματα, άρα μοιραία εύκολη λεία εκμετάλλευσης.

Κατανεμημένα αδιακρίτως αυτά τα ντοκιμαντέρ στα Τμήματα Ανθρώπινα Δικαιώματα και Ελληνικό Πανόραμα, επιμένουν βαρετά σε δραματικά στιγμιότυπα του ταξιδιού, σε πλάνα που εστιάζουν σε φοβισμένα βλέμματα μικρών παιδιών και στη μεγαλοσύνη όσων τους συνδράμουν, καθώς και στις προσπάθειες ένταξής τους στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, χωρίς καμία νύξη στις πολιτικές αιτίες που προκάλεσαν την τεράστια αυτή μετακίνηση πληθυσμών, στην ανεπάρκεια των δομών υποδοχής ή στην άθλια οικονομική τους εκμετάλλευση.

 

Καλωσόρισμα…

Στο Ελληνικό Πανόραμα, σε αξιοπρεπή επίπεδα καταγραφής κρατήθηκε το Καλωσόρισμα… της δηλωμένης τρανσέξουαλ ακτιβίστριας Πάολα Ρεβενιώτη, όπου εκτός από τις εικόνες θαλασσοπνιγμένων ανθρώπων, την πρώτη βδομάδα του 2016, στη Λέσβο, συμπεριλαμβάνονται και αναφορές, γύρω από την έλλειψη συντονισμού ΜΚΟ και ανεξάρτητων ομάδων εθελοντών, στο δύσκολο έργο διαχωρισμού ενός ραγδαία αυξανόμενου πλήθους ανθρώπων, που καταφθάνουν και εγκλωβίζονται εκεί, με το κλείσιμο των συνόρων. Επίσης, αποκαλύπτονται τόσο η εκμετάλλευσή τους από επιτήδειους, ντόπιους και μη, καθώς και η εξαφάνιση χρηματοδοτήσεων, ενώ γίνεται συσχετισμός της συμπονετικής συμπεριφοράς του γονατισμένου απ’ τα μνημόνια Έλληνα πολίτη, που στα όρια ενός πολύπλοκου μηχανισμού, μοιάζει να τον ανακουφίζει η ύπαρξη δυστυχίας μεγαλύτερης από τη δική του.

 

Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών

Στον αντίποδα του προσφυγικού, ένα μεγάλο μέρος ελληνικών ντοκιμαντέρ επικεντρώνεται σε μη καταγεγραμμένα ιστορικά γεγονότα, από την επίσημη ιστοριογραφία του Β’ Π.Π.

Εξαιρετικό παράδειγμα Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών των Ξενοφώντα Βαρδαρού και Γιάννη Ξύδη, όπου μέσα από τη σύνθεση συνεντεύξεων και μαρτυριών από εν ζωή επιζήσαντες αντιστασιακούς της ναζιστικής κατοχής, έρχεται στο φως το επί χρόνια αφανές έργο της σθεναρής Εθνικής Αντίστασης, που τα τελευταία χρόνια πλαισιώθηκε ευτυχώς από πολλούς αξιόλογους νέους ιστορικούς ερευνητές.

Τα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού, μετά τον λοιμό του 1941-42, στήθηκαν χάρη στην πίεση από τα κάτω. Το ΕΑΜ, με σύνθημα «για να μην πεθάνει άλλος Έλληνας από την πείνα», οργάνωσε μαχητικές διαδηλώσεις μαθητών. Από ανέκδοτο αρχειακό υλικό και φιλμάκια εποχής περιγράφονται οι δυο μεγαλειώδεις πορείες με νεκρούς, για το Μακεδονικό και για την εργασιακή επιστράτευση του ελληνικού πληθυσμού στην υπηρεσία των ναζί κατακτητών. Ανάμεσά τους και ο φημισμένος σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, επικεφαλής τότε του σπουδαστικού λόχου «Λόρδος Μπάυρον» και οπερατέρ των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο. Η λαϊκή βάση του ΕΑΜ κράτησε υψηλό το ηθικό του ελληνικού λαού, χάρη στον αδιάκοπο δίαυλο επικοινωνίας μέσα από το «χωνί», αλλά και με προκηρύξεις που πέταγαν οι ΕΠΟΝίτες μαθητές, καθώς και συνθήματα λευτεριάς και ελπίδας στους τοίχους. Εντυπωσιακή είναι η περιγραφή της οργάνωσης επιτροπών διανομής τροφίμων, από τα κλειδωμένα υπόγεια των μαυραγοριτών. Κάποιοι αποκαλύπτουν διστακτικά πως ανήκαν στην πολιτοφυλακή της ΟΠΛΑ, περιγράφοντας συναρπαστικές ιστορίες από τις μάχες για την προστασία αγωνιστών και την παραδειγματική τιμωρία χαφιέδων και δωσίλογων. Τονίζουν τέλος, πως τότε ο κόσμος «άνοιγε την πόρτα να σε κρύψει», και πως ο λαός ήταν έτοιμος να αυτοκυβερνηθεί.

Εκτός από την απαγγελία της Ρωμιοσύνης του Ρίτσου, συνοδεία κιθάρας, και το γεμάτο λεβεντιά αντάρτικο, στους τίτλους τέλους, η χρήση της ηλεκτρονικής μουσικής των Drog-a-tek δημιουργεί εξαιρετική σύγχρονη αίσθηση σασπένς αστυνομικής έρευνας, που προσθέτει αφηγηματική αγωνία, καθιστώντας πιο οικείες τις αφηγήσεις των αείμνηστων αειθαλών ανταρτών στους σημερινούς νέους.

Στον 8ο χρόνο μνημονίων, τα ντοκιμαντέρ για την κρίση έχουν σχεδόν αφανιστεί, δίνοντας τη σκυτάλη του πολιτικού στοχασμού στα μουσικά ντοκιμαντέρ, που επαναφέρουν την προφορική μαρτυρία στην αναμόχλευση της νεοελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας.

 

Ζητείται διέξοδος

Στο Ελληνικό Πανόραμα, το μουσικό ντοκιμαντέρ Ζητείται διέξοδος, του Σέργιου Βαφειάδη, ασχολείται με την ανεξάρτητη και εναλλακτική μουσική σκηνή της Αθήνας, στα μέσα ’80 -’90, δίνοντας ξανά λόγο σε εναλλακτικούς πολιτικοποιημένους καλλιτέχνες, που μας μεταφέρουν σε θρυλικά μπαράκια και στέκια. Σε μια εποχή όπου τελείται νέα αναδιανομή εξουσιών, όπως υποστηρίζουν, μας θυμίζουν ιστορίες συγκροτημάτων, μουσικών και ανεξάρτητων δισκογραφικών εταιριών, ενώ η πολιτική τους σκέψη αναζητά πιθανούς συσχετισμούς από τη μεταπολίτευση μέχρι τη νεοπλουτίστικη εκδοχή του μέινστριμ γυφτογκλάμουρ και ποπ-σκυλάδικου, ενός καταθλιπτικά βαλτωμένου παρόντος.

Ξεκινώντας με εικόνες-ορόσημα στον καιρό των μνημονίων, συνδυάζονται αφηγήσεις και αναμνήσεις με ό,τι συνέθετε τον ήχο της ανεξάρτητης ελληνόφωνης και αγγλόφωνης σκηνής τότε – φωτογραφίες, κινηματογραφημένο υλικό εποχής, μουσικές και τραγούδια.

Γύρω από τη σημασία του τότε εναλλακτικού και ανεξάρτητου, οι εκτός κάδρου ποιητικοί σχολιασμοί του Κωνσταντίνου Βήτα συναντούν τη σκηνοθέτρια Κωνσταντίνα Βούλγαρη, τον φωτορεπόρτερ Μάριο Λώλο, τους αδερφούς Σπυρόπουλου, που θυμούνται την απαγόρευση της ταινίας Γούντστοκ, ενσωματώνοντας σε αναμνήσεις τον απόντα Σιδηρόπουλο, αλλά και τη διακοπή της συναυλίας των Ρόλινγκ Στόουνς επί χούντας. Η Θέκλα Τσελέπη μιλάει για φρικιά, πανκιά και χίπηδες και η Μαρίζα Κώχ, για την πολύπλευρη επανάσταση του ’70, τις μπουάτ και το «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία».

Γίνεται αναφορά στα επεισόδια του Χημείου, το ’85, και στη ραδιοφωνική παρέμβαση του Χατζιδάκι, που θεωρεί «περισσότερο επικίνδυνο η αστυνομία να περιφρουρεί και να καταδιώκει όσους δεν μας μοιάζουν».

Ο Γιάννης Αγγελάκας (Τρύπες) επισημαίνει πως το σκυλάδικο έγινε υπόθεση του έθνους, επί ΠΑΣΟΚ, τον Μιχάλη Μυστακίδη προβληματίζει η σημερινή άρνηση να βάλεις το κεφάλι σου στη φωτιά, ο Κωνσταντίνος Τζούμας διερωτάται για την εξαπάτηση της αδιευκρίνιστης λέξης «αλλαγή», ο Παύλος Παυλίδης ανακαλεί την ατμόσφαιρα της πόλης, ενώ το πολιτικό του στίγμα αφήνει και ο πρόσφατα εκλιπών Θάνος Αναστόπουλος (Διάφανα Κρίνα). Γενιά του Χάους, Active Member, Μωρά στη Φωτιά, Ενδελέχεια, Υπόγεια Ρεύματα, Magic de Spell, Last Drive, δισκάδικο Happening, το κλαμπ Πήγασος, Hitch-Hyke Records, Creep Records, υλικό από ζωντανές συναυλίες του ’80, μιας παρακμιακής αντιπαράθεσης και απόρριψης του φτιασιδωμένου ήχου, ενάντια στο βόλεμα.

 

Ο Θρύλος του άσχημου βασιλιά

Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ-πορτραίτο για τον χαρισματικό Τούρκο κουρδικής καταγωγής σκηνοθέτη Γιλμάζ Γκιουνέι (1937-1984) Ο Θρύλος του άσχημου βασιλιά, του νεαρού Γερμανού Κουρδικής καταγωγής Χουσείν Ταμπάκ, μαθητή του Μίκαελ Χάνεκε, ξεχώρισε! Μέσα από ένα πυκνό δίωρο οδοιπορικό στη ζωή και στο έργο ενός σκηνοθέτη που ταυτίστηκε με τους αγώνες ενός ολόκληρου κυνηγημένου λαού, ο Ταμπάκ επαναφέρει το κουρδικό ζήτημα, στην κρίσιμη συγκυρία με το Αφρίν, όσο και τον συναρπαστικό αυτόν εμβληματικό κινηματογραφιστή των ταινιών Ο Δρόμος / 1982, Ο Τοίχος / 1983.

Ο Ταμπάκ ανιχνεύει με πλούσιο φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό καθώς και συνεντεύξεις τις διαφορετικές εκφάνσεις του Γκιουνέι, που ξεκίνησε ως ηθοποιός σε εμπορικές ταινίες δράσης. Ο Γκιουνέι εκδιώχτηκε και φυλακίστηκε συνολικά επί 19 χρόνια, καταφέρνοντας να γυρίσει ταινίες μέσα στη φυλακή. Συνέχισε έγκλειστος να γράφει ανελλιπώς σενάρια, ενώ κατέληξε εξόριστος στο Παρίσι, μετά την προστριβή του με Τούρκο δικαστικό, όπου και απεβίωσε το 1984, από καρκίνο των οστών.

Δημιούργησε ένα βαθιά ποιητικό και παράλληλα αγωνιστικό σινεμά, σε απαγορευμένη γλώσσα, έθιμα και θεματική, που συνδυάζει πολιτική άποψη, υπαρξιακή πνευματικότητα και λαϊκό στοιχείο, χαράζοντας έναν ακατέργαστο ανθρωποκεντρισμό, σμιλεύοντας ανθρωποκεντρικούς χαρακτήρες, με δυνατές φυσιογνωμίες, καταγράφοντας τη σκληρή ζωή των φτωχών νομάδων και κολίγων της υπαίθρου.

Ο Γκιουνέι θεωρήθηκε και ο πρώτος σκηνοθέτης που κινηματογράφησε στα κουρδικά εδάφη το τοπίο της πατρίδας του.

 

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!